Γιαννούλης Χαλεπάς – Σμιλεύοντας μέσα από την τρέλα
Eνώ ο Χαλεπάς μας δίνει την αίσθηση ότι είναι δοσμένος στην τέχνη του με τον τρόπο που του ζητούν οι άλλοι, συγκρατώντας την δική του επιθυμία για πραγματική έκφραση, ξαφνικά εμφανίζεται να βάζει τον εαυτό του μέσα στο έργο.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, ανήμερα της Παναγίας, στις 14 Αυγούστου του 1851. Όταν ο Βαν Γκόγκ ήταν μόλις 2 χρονών. Η σύνδεση που κάνω δεν είναι τυχαία. Ο Γιαννούλης ήταν το πρώτο παιδί από τα πέντε της οικογένειας. Ο πατέρας του Γιάννης, έδωσε στον γιό του το όνομα του για να τον κάνει την συνέχεια της δικής του ζωής. Τον ήθελε υπάλληλο στην πολύ μεγάλη και επιτυχημένη επιχείρηση του. Ήταν μαρμαρογλύπτης, πάππου προς πάππου. […]
Υπάρχει και ένα περιστατικό που αναφέρει ο Παπαδημητρίου στο βιβλίο του για τον Χαλεπά όπου όντας στην εφηβεία του, δεκαπεντάχρονος ο Γιαννούλης, και ενώ δούλευε με πείσμα και πυρετωδώς για καιρό ένα κωδωνοστάσιο στην ηλιόλουστη κυκλαδίτικη αυλή του όμορφου οικογενειακού σπιτιού του, όταν πια το ολοκλήρωσε, ρώτησε την θεία του πώς της φαινόταν. Εκείνη δεν είχε ιδέα ότι ο έφηβος ανιψιός της χρειαζόταν τουλάχιστον την αναγνώριση των κόπων του και αποκρίνεται πως «Δεν αξίζει σχεδόν τίποτα»!! Του έλιωσε την αυτοπεποίθηση του. Αρπάζει τον κόπο του και τον κάνει «χίλια κομμάτια», αφήνοντας την θεία του άναυδη. […]
Πολύ γρήγορα θα έρθει η μεγάλη ρήξη του Γιαννούλη με τα όνειρα του πατέρα του. Ο Γιαννούλης πηγαίνει στο δημοτικό και στην πρώτη τάξη του σχολαρχείου. Όλα έτοιμα για να γίνει ο υπάλληλος της επιχείρησης του πατέρα του. Ο Γιαννούλης όμως αρνείται. Σύγκρουση και αναστάτωση στην οικογένεια. Επικρατεί ο Γιαννούλης και τελικά, το 1869 ξεσηκώνεται όλη η οικογένεια και πηγαίνει στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Γλυπτική στο Πολυτεχνείο. Δάσκαλος του ο Λεωνίδας Δρόσης. Αποφοίτησε με άριστα το 1872.
Το 1873, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πηγαίνει στο Μόναχο και σπουδάζει εκεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Είναι η εποχή που στην τέχνη επικρατεί ο κλασικισμός της αρχαίας Ελλάδας! Δάσκαλος του ο δεξιοτέχνης κλασικιστής Μάξ Βον Βίντμαν (Max Von Ritter Windmann). Αρδεύει από τις κλασικές πηγές της γλυπτικής τέχνης με τα χαρακτηριστικά της ισορροπίας, της ηρεμίας, του μέτρου. Τα έργα του είχαν μια αναπάντεχη ωριμότητα. Στο Ά έτος παίρνει το Ά βραβείο γλυπτικής για το έργο του «Παραμύθι της πεντάμορφης». Ανάμεσα σε αυτό του το έργο είχαν εκτεθεί και άλλα δικά του, όπως «Μ. Αλέξανδρος», «Κεφαλή Αθηνάς», «Αριάδνη κοιμώμενη», «Δάντης και Βεατρίκη», «Γαλακτοπώλης», «Μήδεια» κ.α. Όλα δείχνουν ένα λαμπρό μέλλον!! Επίσης, το 1875, τα έργα του «Ο σάτυρος που παίζει με τον έρωτα» και το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας» παρουσιάζονται στην έκθεση των Αθηνών και εντυπωσιάζουν! Η “Φιλοστοργία” είχε πρότυπο το Arapacis απο τον βωμό της Ειρήνης του Οκταβιανού.
Άλλη μια συμμετοχή του Γιαννούλη σε ανάλογο διαγωνισμό στη σχολή του στο Μόναχο με το θέμα του έργου να είναι ο «Οιδίποδας επι Κολωνώ», έργο που χάθηκε και δέχθηκε τα εύγε της κριτικής επιτροπής. Το βραβείο ήξερε πως δεν θα μπορούσε να του απονεμηθεί μια και συμμετείχε σε διαγωνισμό που αφορούσε μαθητές ανωτέρων τάξεων. Αντιμετωπίζοντας πάντα με σοβαρότητα τη δουλειά του, έβαζε τον εαυτό του στην αρένα του αγώνα και ξεχώριζε στην αντίληψη των καθηγητών του και εδραιωνόταν μέσα από αυτό που ήθελε η αισθητική που επικρατούσε. Δούλευε σκληρά και μεθοδικά για να κερδίσει στον τομέα της τέχνης του την αποδοχή που προφανώς του είχε λείψει μέσα στο αυταρχικό περιβάλλον που ήταν το σύνηθες της εποχής του. Τότε ακόμη και στον τομέας της τέχνης που είναι κατεξοχήν συνώνυμος της ελεύθερης έκφρασης, επικρατούσε ο δεσποτισμός του κλασικισμού. Ο Γιαννούλης όμως προτίμησε να ευθυγραμμιστεί με αυτό, παρά στους άλλους τομείς της ζωής του. Ο Βιτσάρης, ένας άλλος καλλιτέχνης σύγχρονος του Γιαννούλη, θέλοντας να εκφραστεί προσωπικά, απομακρυσμένος από τον κλασικισμό, δέχθηκε χείριστες κριτικές που τον χαντάκωσαν.
Ξαφνικά, σταματά η υποτροφία του.
Τέλος οι σπουδές του, τέλος η σειρά, η τάξη που είχε στη ζωή του, τέλος η εκεί μάθηση. Το σοκ ισχυρό. Η ψυχή του άρχισε να κλονίζεται. Στο δοκίμιο της η Λήδα Καζαντζάκη γράφει « Υποθέτουμε ο άλλος καλλιτέχνης που πήρε τη θέση του Χαλεπά, διέθετε τα προσόντα που απαιτούνται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτά δεν αντισταθμίζονται ούτε με βραβεία, ούτε με επαίνους ξένων καθηγητών, όσο φημισμένοι και αν είναι. Έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότε, έτσι λειτουργούν ακόμη και τώρα. Σε αυτό δεν έχουν αλλάξει ακόμα πολλά». Δεν ξέρω αν η Λήδα Καζαντζάκη αυτό που είπε το είπε για να το επιδοκιμάσει ή να το αποδοκιμάσει. Δεν ξέρουμε όμως αν αυτά ήταν τα πραγματικά κριτήρια της διακοπής της υποτροφίας ή ήταν μόνον το πρόσχημα και ο πατέρας του είχε κανονίσει έτσι για να σταματήσει η υποτροφία του. Μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα, ο Γιαννούλης έζησε σε έντονη στέρηση ακόμα και από τα βασικά. Σε μια συνέντευξη του τότε φίλου του Γ. Κωνσταντινίδη στην εφημερίδα «Αθήναι» (27-1-1915) λέει πως αφού δεν είχαν κανένα πόρο έτρωγε με τον Χαλεπά σε φθηνά εστιατόρια «φαγητά δυσκολοχώνευτα δια να μην έχωμεν ανάγκη πολλή τροφής».
Παρόλα αυτά, το 1876 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα τον υποδεχθούν σαν τον νέο έλληνα Ροντέν. Θα δεχθεί πολλές παραγγελίες και θα δουλεύει σχεδόν 20 ώρες την ημέρα. Το εργαστήρι του ήταν αρχικά κοντά στο Σύνταγμα και έπειτα στη οδό Μαυρομιχάλη. Ο Γιαννούλης ήταν πολύ γνωστός στο κοινό της Αθήνας λόγω του τύπου που παρακολουθούσε την καλλιτεχνική του πορεία, αναδημοσιεύοντας τις ιδιαίτερα θετικές κριτικές των γερμανικών εφημερίδων για τα έργα του. Η Βαυαροκρατία στην Ελλάδα ήθελε να εξαλείψει τα όποια ανατολίτικα στοιχεία που είχαν οι έλληνες και έδιναν το μήνυμα πως όποιος συνταυτιστεί με τα αιτήματα της θα έχει μέλλον. Αυτό το μήνυμα είχε περάσει παντού. Ο Χαλεπάς συνταυτίστηκε για να υπάρξει. Το ενδιαφέρον του, η αγωνία του ήταν να αναγνωριστεί, να εδραιωθεί. Η αγορά στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο ανταγωνισμός τεράστιος. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους; Το κράτος χρειαζόταν πόρους για να ζήσει. Την τέχνη θα στήριζε; Κάτι που συνεχίζεται σαν έθιμο πια! Ο Γιαννούλης ήξερε πως χάνοντας αυτή την υποτροφία, έχασε και την δυνατότητα να δουλέψει στο εξωτερικό με καλύτερες συνθήκες. Γι’ αυτό προσπάθησε να ξαναπάρει άλλη μια υποτροφία για την Ιταλία αυτή τη φορά, αλλά μάταια. Εκείνη την εποχή, στην Αθήνα, θα φιλοτεχνήσει κυρίως επιτύμβια γλυπτά, όπως τους πολύ όμορφους Αγγέλους κτλ. Όμως, το όνομα του πολύ σπάνια θα αναφέρεται πια στις εφημερίδες. Και ήταν αναμενόμενο αφού οι πολλές δημοσιεύσεις ήταν αναδημοσιεύσεις από τις επιτυχίες ελλήνων καλλιτεχνών στο εξωτερικό. Και όμως, ο Γιαννούλης κατάφερε να απασχολήσει τους τεχνοκριτικούς με το έργο του Μήδεια το 1876. Γράφουν για αυτόν: «Ενότης περι την έκφρασιν, εγκρατής ζωηρότης, ικανή ψυχολογική μελέτη και αίσθημα πολύ χαρακτηρίζουσι το έργον.. αδικία θα ήτο αν δεν υπερασπίζετο γενναίως».
Και ενώ ο Χαλεπάς μας δίνει την αίσθηση ότι είναι δοσμένος στην τέχνη του με τον τρόπο που του ζητούν οι άλλοι, συγκρατώντας την δική του επιθυμία για πραγματική έκφραση, ξαφνικά εμφανίζεται να βάζει τον εαυτό του μέσα στο έργο. Εξακολουθούσε τον νεοκλασικισμό που επικρατούσε αλλά οι εκφράσεις του έργου είχαν την δική του ψυχή. Έμοιαζε να ταυτίζεται με ότι του ζητούσαν σε γενικές γραμμές που ήταν έξω από αυτόν, αλλά η ένταση του ήταν τόσο μεγάλη που έδινε μια εσωτερικότητα στο έργο που μιλούσε. Έβαζε πολύ από τον εαυτό του στην έκφραση, στην εσωτερικότητα, στην ψυχή του έργου. Γι αυτό, ο Τηνιακός βουλευτής Μαυρομαράς του είχε πει: «Πάντοτε Γιαννούλη εννοείς να είσαι ιδιόρρυθμος στο έργο σου. Δεν εννοείς ή δεν θέλεις να υπολογίσεις τους τύπους»! Όπως φαίνεται κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στον τρόπο έκφρασης των έργων του Γιαννούλη.
Ξανακάνει το Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα και αρχίσει να δουλεύει το διασημότερο γλυπτό του: «Η κοιμωμένη» Πρόκειται για τη Σοφία Αφεντάκη, από την Κίμωλο, ένα νεαρό κορίτσι που έχασε τη ζωή του από φυματίωση. Αυτό το έργο είναι το πρώτο μετά την απελευθέρωση μας από τους τούρκους που αντιμετωπίζει κλινικά το θέμα του θανάτου.
[…]
Για την “κοιμωμένη”, νεοκλασικό έργο ως προς την οργάνωση, τη συμμετρία κτλ. ο Γιαννούλης ήξερε ότι θα τοποθετηθεί σε Κοιμητήριο. Ήταν 27 χρονών και αναζητούσε ένα θέμα που θα του έδινε δυνατότητες αληθινής δημιουργίας και το βρήκε στην “κοιμωμένη”. Στο έργο αυτό αντιμετώπισε τον θάνατο διαφορετικά από αυτό που συνηθίζονταν ως τότε σε ανάλογες περιπτώσεις έργων. Ήθελε το κορίτσι να παρουσιάζεται ζωντανό για να απαλύνει τον πόνο των συγγενών της. Το δούλεψε με μεγάλη αυτοπεποίθηση γιατί ήταν γι ‘αυτόν μια καλή ευκαιρία. Ήλπιζε αυτό το έργο να τον κάνει γνωστό στις ευκατάστατες οικογένειες που ενταφιαζόταν εκεί και να αναδειχθεί. Έβαλε όλη του την τέχνη. Δούλευε μέρα νύχτα. Το μέγεθος του έργου ήταν 77 Χ 1,78 Χ 76 εκατοστά. Τα χρήματα που κέρδισε ήταν 6.000 δρχ. ποσό που αντιστοιχούσε σε ετήσιο εισόδημα ενός ανωτέρου υπαλλήλου της εποχής. Η τιμή συμφωνήθηκε με τον πατέρα του Γιαννούλη. Το έργο έχει τεχνική τελειότητα! Όμως η μάνα της κοιμωμένης κόρης, όταν είδε το πρόπλασμα του γλυπτού της κόρης της είχε κάπως απογοητευτεί και έκανε τον Γιαννούλη να σκεφτεί με πικρία ότι αν ήταν στο εξωτερικό, αυτό το έργο θα τον δόξαζε.
Κάποια στιγμή ο Χαλεπάς αρχίζει να αμφισβητεί ακόμα και την ικανότητα του στην τέχνη του, αλλά κάνει την προσπάθεια του να αντισταθεί μέσα του και συνεχίζει. Η Σοφία Αφεντάκη, η κοιμωμένη του, είναι μια μορφή που ακόμα είναι ζωντανή αλλά εκείνη την στιγμή έπλεε τα λοίσθια. Είναι ξαπλωμένη πάνω σε ανάκλιντρο, με το χέρι της πίσω από το κεφάλι και το αριστερό της πόδι ανασηκωμένο. Αυτό μας θυμίζει τη σειρά Πάνθεον του Τζιόρτιο ντε Κίρικο και ειδικότερα το έργο του «Αριάδνη» που ζωγράφισε το 1913. Εκπληκτική η ομοιότητα της μορφής της κοιμωμένης! Η ίδια αρχαϊκή λύση ως προς την απόδοση της μορφής. Και σαν να μην έφθανε το δύσκολο σχόλιο της μητέρας της Αφεντάκη, όταν το έργο τοποθετήθηκε στην τελική του θέση, με μάρμαρο πια φτιαγμένο, και ενώ είχε γίνει ντόρος με το γεγονός και το όνομα του Χαλεπά, ο δάσκαλος του Λ. Δρόσης είπε: «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο γλυπτό»
[…]
1888 Η οικογένεια του ήταν σε κρίσιμη οικονομική κατάσταση. Διαλύεται η τόσο προσοδοφόρα επιχείρηση! Φτωχαίνουν. Πουλάνε το πατρικό σπίτι και το έργο του Σάτυρος και Έρωτας στον Καπαράνο σε πολύ χαμηλή τιμή. Όλα δυσκολέψανε. Παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του Γιαννούλη, ο πατέρας του τον κλείνει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια». Την ίδια ακριβώς χρονιά ο Βαν Γκογκ θα παραφρονήσει όπως και ο Νίτσε που μπήκε σε ψυχιατρείο!
Ο Γιαννούλης στην κλινική θα σκιτσάρει φαλλούς, αιδοία και συμπλέγματα κορμιών και εικόνες φρίκης. Οι γιατροί του απαγόρεψαν να σκιτσάρει αλλά και να κάνει οτιδήποτε δημιουργικό! Αντιμετωπίστηκε με μεγάλη σκληρότητα. Προσπαθούσε να κρύψει ότι έφτιαχνε με πηλό γιατί το έβρισκαν και αμέσως του το κατέστρεφαν!! […] Μόλις πέθανε ο πατέρας του ήρθε η μάνα του και τον πήρε στο νησί μαζί της. Αλλά ούτε και εκεί άλλαξε κάτι για τον Χαλεπά, που πια ήταν 50 χρονών. Τώρα είχε αναλάβει η μάνα του, προφανώς κατ’ εντολή των γιατρών του ψυχιατρείου, να σκίζει τα σκίτσα του γιού της και να σπάει τα έργα του. Πίστευε πως η τέχνη είναι αυτή που έφερε την αρρώστια στον γιο της! Η επιτήρηση της μάνας του ήταν αυστηρότατη. Ο Γιαννούλης προσπαθούσε όπως στο ψυχιατρείο να κρύψει κάποια μικρά έργα του, αλλά μάταια. Οι ντόπιοι τον σαρκάζουν και τον οικτίρουν. Ο Γιαννούλης είναι για αυτούς ο τρελός του χωριού, με βούλα πια. Η μάνα του τον στέλνει να προσέχει τα κατσίκια τους και να βοσκάει τα πρόβατα ή τον έστελνε να κάνει τα θελήματα των ντόπιων για ένα κομμάτι ψωμί.
Ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος (καθηγητής Πολυτεχνείου) πήγε να τον βρει στην Τήνο μόλις έμαθε ότι ο Γιαννούλης βγήκε από την κλινική. Είδε την αθλιότητα που ζούσε ο Γιαννούλης και πολύ τον πόνεσε. Και ο ποιητής Κώστας Παλαμάς στις 21-1-1915 στην εφημερίδα Εμπρός, θα γράψει για τον Χαλεπά πως ο καλλιτέχνης «απέμεινε ζωντανόνεκρος» και πως βόσκει γίδια στον γενέθλιο τόπο του.
Και είμαστε επιτέλους στο 1916. Η χρονιά που πέθανε η μάνα του. Και ενώ την θρηνούσαν, ο ίδιος είχε κατεβεί στο υπόγειο και το μετέτρεπε σε εργαστήρι. Βγήκε στα χωράφια που πέταγε η μάνα του παλιότερα τον πηλό που αυτός έβρισκε και τον ξαναδούλευε. Ο Χαλεπάς, πάντα τον πηλό του τον έψαχνε και τον μάζευε μόνος του. […]
Ο Γιαννούλης, μετά τον θάνατο της μάνας του, αρχίζει την δεύτερη καριέρα του που ήταν και η πιο σημαντική από την πρώτη. Είναι η μεταλογική του περίοδος, όπως την λένε. […]
. Δουλεύει μόνο με πηλό ή γύψο που ισορροπεί μόνο του χωρίς στελέχη εσωτερικά (αρματούρα) για να γίνει το έργο πιο σταθερό. Αλλά και χωρίς μοντέλα. Όλα από μνήμης. Τέτοια έργα είναι «Η μεγάλη αναπαυόμενη», «Η μεγάλη ονειρευόμενη» που είναι μια γυναίκα που ονειρεύεται με μάτια ανοιχτά κρατώντας μια πεταλούδα, σύμβολο της ψυχής της. Έχει αρχαϊκή απλότητα, σαν τα έργα του Τζιακομέτι και του Ροντέν. […]
Και όσο ο Χαλεπάς δούλευε στην απόλυτη μοναξιά του με πρωτόγονα μέσα (αντι για νερό πολλές φορές χρησιμοποιούσε και τα κάτουρα του), οι ντόπιοι τον χλεύαζαν. Ο τρελό – Γιαννούλης με τις παλαβομάρες του! Ώσπου, τον ανακαλύπτουν ερασιτέχνες δημοσιογράφοι από τοπικές εφημερίδες που έγραψαν για αυτόν. Να σημειώσουμε όμως, πως μόλις έφυγε από τον χώρο των τεχνών ο Χαλεπάς, ο τύπος όταν ασχολιόταν μαζί του στεκόταν περισσότερο στην δύσκολη ψυχολογική του κατάσταση. Αυτό είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού και το όνομα του, μετά από πολλά χρόνια από τότε, επανήλθε στον τύπο. Ακολούθησαν τεχνοκρίτες και ζωγράφοι. Εκτός από τον Θωμόπουλο, ο ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο γλύπτης Α. Σώχος, ο Νικόλαος Λύτρας… […]
Ο Χαλεπάς καταπονημένος, και μετά από την επιμονή της ανιψιάς του που του ζητούσε να έρθει να μείνει στην Αθήνα μαζί με την οικογένεια, ο Χαλεπάς θα της γράψει γράμμα λέγοντας πως έχει κουραστεί πολύ και θα ήθελε να πάει κοντά τους να ξεκουραστεί. Πήγαν να τον πάρουν. […]
Λέγεται πως όταν ήρθε στην Αθήνα (ήταν 79 χρονών) με το αυτοκίνητο από Πειραιά που τον έφερνε, σταμάτησε και βγήκε έξω. Στάθηκε όρθιος μπροστά στην Ακρόπολη και έβγαλε το καπέλο του. Μάλιστα, όταν πήγε να επισκεφτεί την Κοιμωμένη του, ο κόσμος ίσως και από περιέργεια για το πώς θα αντιμετώπιζε μετά από τόσες δεκαετίες το τόσο γνωστό του έργο, δημιούργησε ένα αδιαχώρητο σε σημείο που χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να μεταβεί εκεί. […]
Στην ανιψιά του έμεινε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του. Γεμίζει με έργα του το σπίτι, το υπόγειο, την αυλή. Παντού. Οι τιμές συνέχιζαν. Τον αναγόρευσαν πρόεδρο καλλιτεχνικών σωματείων. Τον κυνηγούσαν να του πάρουν έστω μια κουβέντα, αν όχι μια συνέντευξη.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γέρος πια, παθαίνει μια ημιπληγία. Αχρηστεύεται το σώμα του. Ο γιατρός κοιτά να τον ενισχύσει.
Το τέλος του: «Χαμογέλασε με απέραντη καλοσύνη και έκλεισε τα μάτια του για πάντα». […]
Πέθανε 87 χρονών. Στις 15 Σεμπτεμβρίου του 1938.
Σώθηκαν περίπου 115 έργα του και πολλά σχέδια του σε τετράδια. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο (χωριό του) και σε ιδιώτες.
Αποσπάσματα από: texni-zoi.blogspot.com