Μαρία Κάλλας ή αλλιώς Μαρία Καλογεροπούλου
«Γειτόνισσά μου για τρία ολόκληρα χρόνια, μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή. Όταν αργότερα την έβλεπα στις φωτογραφίες των εφημερίδων να θριαμβεύει ως «Μαρία Κάλλας» δε νομίζω να είχε αλλάξει σε τίποτα η σκληράδα που είχε το βλέμμα της εκείνο το πρώτο πολεμικό μας απόγευμα.»
Στις 16 Σεπτέμβρη του 1977 σίγησε για πάντα η βελούδινη φωνή της μοναδικής Μαρίας Κάλλας. Μια φωνή γεμάτη πάθος, που προκαλεί ρίγη συγκίνησης κι αναγνωρίζεται αμέσως ακόμη και από τους λιγότερο μυημένους στον κόσμο της όπερας.
Από το 1937 έως το 1945 έζησε τα σημαντικότερα χρόνια της ζωή της στην Αθήνα, συνεχίζοντας τις μουσικές σπουδές της και με τη βοήθεια της δασκάλας της Ελβίρας ντε Ιντάλγκο διαμορφώνοντας το «φαινόμενο Κάλλας». Κάποια από αυτά τα χρόνια έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Γιώργο Λαζαρίδη. Σε απόσπασμα από το βιβλίο του: «Φλας Μπακ. Μια Ζωή Σινεμά», που βρήκαμε στο ιστολόγιο logomnimon θυμάται τη Μαρία Κάλλας, την εποχή του πολέμου με τους Ιταλούς και αργότερα της γερμανικής κατοχής:
«Ήταν μια οικογένεια που είχε νοικιάσει το διπλανό μας τριάρι πριν από ένα μήνα, σύμφωνα με την τότε συνήθεια να γίνονται ομαδικά οι μετακομίσεις και να γεμίζουν οι δρόμοι ενοικιαστήριο κάθε Σεπτέμβριο.
Η μία από τις δύο κοπέλες, αν και λίγο μεγαλύτερη, έτρεμε από το φόβο της, σε αντίθεση με τη μικρότερη, μια παχουλή, γύρω στα δεκαέξι με δεκαεφτά, μελαχρινή, με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, που παρακολουθούσε την κατάσταση ψύχραιμη, ατάραχη, σχεδόν παγερή, κρατώντας μια περίεργη απόσταση από τους δικούς της.
Σε μια στιγμή άκουσα τη μητέρα της να της λέει οργισμένη:
«Αναίσθητη σαν τον πατέρα σου κι εσύ! Μίλα λίγο στην αδελφή σου να της περάσει ο φόβος, δεν την βλέπεις πώς είναι;»
«Θα της περάσει…» ήταν η απάντηση.
Και γυρίζοντας την πλάτη, ξαναμπήκε μέσα, εντελώς αδιάφορη τόσο για τον πανικό της αδελφής της όσο και για τον πόλεμο που έμπαινε πια μέσα στα σπίτια μας, ίσως γιατί από τότε προετοιμαζόταν για τις προσωπικές της μάχες που θα τις έδινε μόνη της ύστερα από λίγα χρόνια σε κάποια άλλα μέτωπα.
Ήταν η Μαρία Καλογεροπούλου.
Γειτόνισσά μου για τρία ολόκληρα χρόνια, μέσα στον πόλεμο και στην Κατοχή. Όταν αργότερα την έβλεπα στις φωτογραφίες των εφημερίδων να θριαμβεύει ως «Μαρία Κάλλας» δε νομίζω να είχε αλλάξει σε τίποτα η σκληράδα που είχε το βλέμμα της εκείνο το πρώτο πολεμικό μας απόγευμα.
Αυτή η σχεδόν εξ επαφής γειτονία μου με τη Μαρία Καλογεροπούλου μού έδωσε το προνόμιο, πολύ πιο πριν και από τον Μενεγκίνι και τον Ωνάση, και χωρίς μάλιστα να μου στοιχίσει και τίποτα, να είμαι ένας τόσο κοντινός ακροατής της, επειδή τα παράθυρα στις τουαλέτες των δύο διαμερισμάτων ήταν σχεδόν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο.
Έτσι, λοιπόν, όταν μελετούσε ώρες ατελείωτες, επίμονη, ακούραστη, χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτ’ άλλο, πότε μόνη της και πότε με την περίφημη δασκάλα της φωνητικής, την Ελβίρα ντελ Ιντάλγκο, μπορούσα να ακούω όλες εκείνες τις μελοδραματικές άριες με την άνεσή μου χωρίς να πληρώνω και εισιτήριο. Δεν ήταν, βέβαια, η τουαλέτα μας εφάμιλλη ενός θεωρείου της Σκάλας του Μιλάνου ή της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης, αλλά το να ακούς τη Μαρία Κάλλας σε απόσταση αναπνοής, άξιζε τη θυσία μιας τόσο άβολης όσο και εντελώς ασυμβίβαστης θέσης με τη μουσική μυσταγωγία!
Μόνο που τότε δεν ήξερα πόσο μεγάλο ήταν εκείνο το προνόμιο!
Η αλήθεια είναι ότι, επειδή δεν μπορούσα να προβλέψω την καταπληκτική της εξέλιξη ούτε και να εκτιμήσω από τόσο νωρίς το ανεκτίμητο λαρύγγι της, είχα την απορία γιατί δε μας τραγουδούσε και κανένα πιο ευχάριστο τραγούδι της εποχής αντί για εκείνες τις μακροσκελέστατες άριες, που καμιά φορά με αγρίευαν κιόλας, γιατί δεν το κρύβω ότι ποτέ, μέχρι και σήμερα, δεν έτρεφα ιδιαίτερη συμπάθεια σε μερικές μελοδραματικές άριες που ξεπερνούν τα όρια της αντοχής ακόμα και των πιο μυημένων κι ας μην το δείχνουν.
Όπως και κανένας στην πολυκατοικία μας δεν τολμούσε να της το πει όταν την συναντούσε στην ξύλινη σκάλα της εισόδου, εκτός από μια χοντρή Πολίτισσα του δεύτερου ορόφου, που η μάνα μου την είχε βαφτίσει «Λακέρδα». Αυτή, λοιπόν, η κυρία «Λακέρδα» κάποια μέρα τη σταμάτησε για να της πει:
«Αμάν, μπρε κορίτσι μου, τι να σε πω, ωραία για είναι η φωνή σου, αλλά μας έπρηξες το τζιγέρι. Γι’ αυτό πες μας και κανένα πολίτικο, ν’ ανοίξει η καρδούλα μας…»
Η Μαρία, αντί για απάντηση, την κεραυνοβόλησε, με ένα άγριο βλέμμα της περίπου σαν εκείνο – για όσους έχουν δει τη φωτογραφία – με το οποίο αντιμετώπισε σαν λέαινα το δικαστικό κλητήρα που τόλμησε κάποτε να την αγγίξει για να της επιδώσει μια δικαστική απόφαση για φόρους που όφειλε στο αμερικάνικο Δημόσιο. Και ύστερα έτρεξε να μπει στο διαμέρισμά τους, αφήνοντας σύξυλη τη «Λακέρδα», που σταυροκοπήθηκε μουρμουρίζοντας:
«Τι να σε κάνω; Έπρεπε να σε είχα κόρη μου να σε έλεγα εγώ…»
Την ίδια απόσταση κρατούσε απ’ όλους μας. Αιτία μπορεί να αποτελούσε το οικογενειακό τους πρόβλημα, λόγω του χωρισμού του πατέρα της από τη μητέρα της, αλλά δεν αποκλείεται να οφειλόταν και στη βαθιά της πεποίθηση ότι ήταν άτομο προικισμένο που δικαιούνταν να έχει αυτή την υπεροψία, αδιαφορώντας τελείως για το αν ο άλλος θα τη θεωρούσε πρόσωπο συμπαθές ή όχι.
Μια μέρα που ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, πάλι στις σκάλες της πολυκατοικίας, ήταν φορτωμένη με μερικά βιβλία με νότες και όπως παραπάτησε σκορπίστηκαν οι σελίδες γύρω της.
Έσκυψα αμέσως να τη βοηθήσω. Ήταν και μια αφορμή για να της μιλήσω.
«Τραγουδάτε πολύ ωραία», της είπα μάλλον αδέξια.
Μου απάντησε ψυχρά:
«Ευχαριστώ πολύ».
«Σας ακούω από δίπλα».
Και δείχνοντας την πόρτα του δεύτερου ορόφου όπου έμενε η χοντρή Πολίτισσα, συμπλήρωσα:
«Και μ’ αρέσουν πάρα πολύ όλα αυτά που τραγουδάτε».
Σαν να της έλεγα ότι δεν είμαστε όλοι κολιοί και λακέρδες από το ίδιο βαρέλι.
Μαλάκωσε και κοντοστάθηκε.
«Σ’ αρέσουν οι άριες;» με ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν έχω πάει ποτέ μου. Δεν έτυχε…»
«Όταν θα πας, τότε θα καταλάβεις. Είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να γίνει».
«Αν κρίνω από τη φωνή σας…»
Ήταν τόσο αδέξιο το κοπλιμέντο μου, δεκατριάρης τότε εγώ, που την έκανε να γελάσει και βιάστηκε να δικαιολογηθεί:
«Πρέπει να μελετάω πολλές ώρες κάθε μέρα. Άλλωστε, δεν πρόκειται να σας ενοχλώ για πολύ καιρό».
«Θα φύγετε;» τη ρώτησα.
«Ναι. Ο πατέρας μου μένει στην Αμερική και προσπαθώ να πάω εκεί».
«Θα γίνετε τραγουδίστρια;»
Πριν τελειώσω την ερώτηση, βιάστηκε να μου απαντήσει με μια σιγουριά που δε σήκωνε αντιρρήσεις:
«Ναι. Θα γίνω. Είμαι άλλωστε… Δουλεύω στη Λυρική Σκηνή».
Και σφίγγοντας τα βιβλία με τις νότες έτρεξε και μπήκε στο σπίτι τους. Σ’ αυτά τα στεγανά που τα ήθελε με όσους την πλησίαζαν πιθανόν να βοηθούσαν και οι όχι καλές σχέσεις της με τη μητέρα της, η οποία είχε φανερή αδυναμία στη μεγαλύτερη κόρη της, την Τζάκι.
Για να μην πω ότι και τα υπερβολικά κιλά για την ηλικία της την έκαναν κάθε άλλο παρά ερωτική και προσεγγίσιμη, γι’ αυτό και αργότερα έδωσε τη μάχη της για να τα ελαττώσει, φτιάχνοντας μια εμφάνιση που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το νεανικό της σουλούπι.
Και για να κλείσω τη γνωριμία μου με τη Μαρία Καλογεροπούλου, θα θυμηθώ ένα βράδυ του 1944 – θα πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος – όταν αργά και λίγο πριν σταματήσει νυχτερινή κυκλοφορία μια μεγάλη μαύρη γερμανική λιμουζίνα ήρθε και στάθμευσε μπροστά από την εξώπορτα της πολυκατοικίας μας, για να κατέβει η Μαρία με ένα μακρύ άσπρο φόρεμα και μια ανθοδέσμη στα χέρια. Τη συνόδευαν η μητέρα της, και από δίπλα η Τζάκι, υποχρεωμένη να κάνει τα ξινά γλυκά, ενώ ένας Γερμανός αξιωματικός τις αποχαιρέτισε με ένα ιπποτικό χειροφίλημα, κάνοντας με τις μπότες του ένα ηχηρό κλακάρισμα που αντήχησε σαν βαρελότο στον έρημο δρόμο.
Το επόμενο πρωί στις πίσω πόρτες της κουζίνας που γειτόνευαν, η μάνα μου, πάντα περίεργη, ρώτησε την κυρία Καλογεροπούλου τι είχε συμβεί και εκείνη, με ύφος απέραντης ικανοποίησης, της απάντησε:
«Η Μαρία μας, κυρία Λαζαρίδου, τραγούδησε χτες το βράδυ στο Ηρώδειο Φιντέλιο του Μπετόβεν με μαέστρο τον Χερν Χανς Χέρνερ της Συμφωνικής Ορχήστρας του Βερολίνου».
«Για τους Γερμανούς δηλαδή…» έσπευσε να την καρφώσει η μάνα μου, που δεν ήταν και τόσο ενημερωμένη για το πόσο σπουδαίος αρχιμουσικός ήταν ο Χερν Χανς Χέρνερ, από τους ιδιαίτερα ευνοούμενους του Τρίτου Ράιχ, προσθέτοντας με σημασία:
«Μπράβο! Προοδεύει η κορούλα σας».
Η κυρία Καλογεροπούλου έκανε πως δεν κατάλαβε και συνέχισε:
«Δυστυχώς, δεν είχαμε παραπάνω προσκλήσεις για να ερχόσασταν κι εσείς…»
Για να πάρει την απάντηση από τη δική μου που εννοούσε να έχει πάντα την τελευταία λέξη:
«Ευχαριστούμε πολύ, αλλά γιατί να μπαίνατε στην υποχρέωση αφού δεν θα ερχόμασταν, γιατί από εκεί πάνω εμείς πώς θα γυρίζαμε;»
Εννοώντας τη γερμανική λιμουζίνα που την είδε και τη σχολίασε όλη η γειτονιά, μέχρι και ο αντικρινός μας μπακάλης, ο κυρ Βασίλης, ο οποίος μοιράζοντας φασόλια με το δελτίο έσκυβε για να προσθέσει χαμηλόφωνα μεγαλοποιώντας το γεγονός:
«Να προσέχετε πώς μιλάτε μπροστά τους, γιατί μπορεί να είναι κατάσκοποι της Γκεστάπο…»
Για να συμπληρώσει η «Λακέρδα»:
«Άμα είναι να γίνουμε το ένα μας με τους Γερμανούς, το ξέρουμε κι εμείς».
Δηλαδή τι να γινόταν; Το πολύ πολύ από λακέρδα με τα υπερεκχειλίζοντα πάχη της να προβιβαζόταν σε φάλαινα κανονική…
Από εκείνη τη μέρα όλη η γειτονιά απέφευγε να τις χαιρετάει. Έκανε… αντίσταση!
Κάτι που δε νομίζω να στενοχώρησε καθόλου τη Μαρία, αφού έτσι κι αλλιώς ούτε κι εκείνη ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί τους.
Άλλωστε, οι περισσότερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν τότε αφιέρωναν υμνητικές κριτικές για το καινούριο «φωνητικό φαινόμενο» που είχε αποδώσει με τόσο τέλειο τρόπο την Ελεωνόρα από τον Φιντέλιο του Μπετόβεν χωρίς να τους είναι εντελώς άγνωστη, αφού είχαν ήδη προηγηθεί μερικές σποραδικές εμφανίσεις της. Ήταν οι προάγγελοι ότι θα γινόταν η μεγαλύτερη ντίβα του αιώνα μας.
Ύστερα από λίγο καιρό η οικογένεια Καλογεροπούλου έφυγε από τη γειτονιά μας. Τη μέρα της αναχώρησης βρεθήκαμε με τη Μαρία πάλι στην είσοδο της πολυκατοικίας.
«Σας εύχομαι καλή πρόοδο», της είπα.
Με ευχαρίστησε και συμπλήρωσε:
«Κι εσύ. Όταν αγαπήσεις την όπερα, θα νιώθεις ότι είσαι ψηλότερα από τους άλλους».
Ήμουν, αν δεν κάνω λάθος, ο μοναδικός άνθρωπος που αποχαιρέτισε φεύγοντας από εκεί.»