Ο Μιχάλης Γρηγοράκης και το «σύμπαν» του Ν. Καζαντζάκη
Πέρασαν 60 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου κρητικού λογοτέχνη, Νίκου Καζαντζάκη, και 9 χρόνια από το θάνατο του Χανιώτη συγγραφέα Μιχάλη Γρηγοράκη. Τι συνδέει όμως τις δύο πνευματικές προσωπικότητες;
Γράφει ο Γιώργος Πιτσιτάκης Δάσκαλος – Ιστορικός ερευνητής
Πέρασαν κιόλας εννιά χρόνια από τον θάνατο του αείμνηστου φίλου Μιχάλη Γρηγοράκη (1932-2008), ποιητή, συγγραφέα, λαογράφου, αρχειοδίφη και δημοσιογράφου και η μνήμη του παραμένει ζωντανή. Του τροβαδούρου που ύμνησε τις «Χανιώτικες ρούγες» της «απλοϊκής, ξένοιαστης πολιτείας» [1] και τις «φωλίτσες της φτωχολογιάς» της Καινούργιας Χώρας του, που υπήρχαν μέσα του παντοτινά ως «το άδολο, πραγματικό όραμα του Κόσμου» [2]. Επίσης, επειδή συμπληρώνονται 60 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη (1881-1957), το υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε και επίσημα το 2017 ως «Έτος Νίκου Καζαντζάκη».
Τι όμως συνδέει αυτές τις δύο πνευματικές προσωπικότητες; Θα μπορούσε να πει κανείς, η διαρκής πνευματική ανησυχία, το ανυπότακτο του πνεύματος και η παθολογική αγάπη για τον γενέθλιο τόπο. Ο Γρηγοράκης ως πολύ νεότερος του «μεγάλου Κρητικού», επηρεάστηκε απ’ αυτόν. Εξομολογείται: «[…] νοιώθω ένα σεβασμό για το συγγραφικό του μαρτύριο, ένα θαυμασμό για το υπέροχο του έργου του και μια ευγνωμοσύνη για τους νέους και μαγευτικούς πνευματικούς ορίζοντες π’ άνοιξε στη σκέψη μου!… Ύστερα απ’ το Σολωμό και τον Ψυχάρη γνωρίζομαι καλά με τον στιβαρό αυτό δάσκαλο του λόγου μας. […] Το δε πολυσύνθετο του έργου του θα μου κάνει γοητευτικότερη την συγγραφική του παρουσία. Για τον Καζαντζάκη έχω ακόμα να πω – χωρίς φόβο ή ντροπή – και τούτο […] Ότι, χάρη σ’ αυτόν, μπήκα σ’ ομαλότερο κι ευθύτερο πνευματικό δρόμο, ξέφυγα απ’ τα στενοσόκακα άλλων πνευματικών που ως τα χτες παράδερνα. […]». [3]
Η έρευνα μας στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, παρότι δεν ήταν εξαντλητική, μας αποκάλυψε ότι ο Γρηγοράκης από πολύ νωρίς ασχολήθηκε και συνεχώς μελετούσε τον Καζαντζάκη γράφοντας κατά καιρούς αρκετά κείμενα γι’ αυτό το θέμα. Στο ετήσιο μνημόσυνο του συγγραφέα ο εικοσιεξάχρονος Γρηγοράκης του αφιερώνει το παρακάτω ποίημα με τίτλο «ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» [4]:
«Ανέβης και διαφέντεψες ως την κορφή του νου
ως της ψυχής τα τρίσβαθα κατέβης και πλανήθης…
Και με τη σκέψη πιο βαθιά, τον λόγο πιο πλατιά,
εδημιούργησες το νόημα της ζωής.
Α! του τραγουδιού σου άφταστο το μεγαλείο, αιώνιο
ωσάν πρωτάκουστος σκοπός θα μας ξαφνιάζει πάντα».
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Στα επόμενα δύο χρόνια 1959-60 ο Γρηγοράκης στα “Φιλολογικά Σημειώματα” του στον Παρατηρητή [5] γυρίζει το νου του ευλαβικά στον «σπάνιο διαλαλητή της Κρήτης». Μεταξύ άλλων, γράφει: «[…] Ο Ουγκώ λέει “πως υπάρχουν άνθρωποι πραγματικά ωκεανοί”. Να λοιπόν ο χαρακτηρισμός που ταιριάζει απόλυτα στον Καζαντζάκη. Στοχαστής και σοφός, μύστης και γνώστης ενός κόσμου μυστηριακού και πλατειού, πολύμαθος κι ανήσυχος, συνεπαρμένος απ’ το δαιμόνιο της δυνατής δημιουργίας. Υπήρξεν ατίθασος κι αποφασιστικός, φέρνοντας μέσα του, το γνήσιο, πρωτόγονο κρητικό στοιχείο, ώρμησε από την πρώτη κηόλας νεότητά του στην παγκόσμια πνευματική παλέστρα για ν’ αγωνιστεί και να πάρει εκείνο που του ανήκε. […]». Συνεχίζοντας μέσα από «δειλές σύντομες γραμμές», προσπαθεί «λογικά, ειλικρινά, ντόμπρα» να σκιαγραφήσει τον μεγάλο συγγραφέα: «[…] Το έργο του πολυσύνθετο κι αντιφατικό παραξηγήθηκε, παρερμηνεύτηκε από την εμπάθεια και την άγνοια πολλών κι έτσι μισήθηκε και συκοφαντήθηκε σαν έργο βλαβερό και βάρβαρο, που μέσα του κρύβει την αχαλίνωτη χυδαιότητα και τον ανθρώπινον ξεπεσμό. Οι πιο πολλοί των καλαμαράδων της Αθήνας – που χάρις στην δουλωτικήν των στάση πήραν τον τίτλο των μοναδικών εκπροσώπων των γραμμάτων μας – αμφισβήτησαν, άλλοι επίσημα κι άλλοι μισοεπίσημα την μεγαλοφυία του και τ’ αρνήθηκαν τον τίτλο του κορυφαίου. Ως κι η Εκκλησία παρά τη σοβαρότητά της παρασύρθηκε – αν κι ήταν επόμενο αφού οι πιο πολλοί από τους δεσποτάδες που την διαφεντεύουν σκέφτονται στενοκέφαλα και προκαταλειμένα – παρασύρθηκε λέμε απ’ την κακόβουλη, κακόπιστη υπόδειξη και καταδίκασε το έργο του, αδιαφορούσα για την τόσην ανθρωπιά και οικουμενικότητα, για την υψηλή κι ηρωική υπόσταση ως και την ιστορική και φυλετική περηφάνια που κρύβει. Καταδίκασε το έργο εκείνο που η δυνατή λάμψη του ενθουσιάζει, συνεπαίρνει τους άλλους λαούς τόσο που γνωρίζει μια καταπληχτική εκδοτική επιτυχία. Έτσι εξ αιτίας του μίσους και της αδιαφορίας πούδειξε η επίσημη Ελλάδα για το καζαντζακικό έργο, χάθηκε και πάλι η ευκαιρία να τιμηθούμε κι εμείς σαν σύγχρονο πνευματικό κράτος πούχει να επιδείξει πλούσια και γερή πνευματικότητα, όπως κι άλλοτε για την ίδια αιτία χάθηκε η ευκαιρία στο πρόσωπο του Παλαμά και του Σικελιανού. […]».
Σε άλλο φιλολογικό σημείωμα υπό μορφήν επιστολής εκθειάζει το βιβλίο του συγγραφέα «Καπετάν Μιχάλης». Ένα μικρό δείγμα: «[…] Στον «Καπετάν Μιχάλη» θα βρεις τις ωραιότερες και μεστότερες σελίδες που η γλαφυρή πένα του Καζαντζάκη έγραψε. Θα βρεις περιγραφικότητα μοναδική, θα βρεις διανοήματα και πράξες δοσμένα με πρωτοφανή παραστατικότητα και τόλμη. […] Η τέχνη του Καζαντζάκη – στο λέω και περηφανεύομαι – η πιο πρωτότυπη και θαρραλέα. Πρωτότυπη γιατί δούλεψε το λόγο μας λέφτερα και με απαράμιλλη μαεστρία και θαρραλέα γιατί είπε πράγματα μ’ ασυνήθιστο ως τα τώρα τρόπο κι έμπασε σ’ αυτόν γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία του λαού μας περίεργα μα τόσο γοητευτικά, που ξεπερνούν τα ανθρώπινα. Ήρωες με δυνατά πάθη μα και με δυνατά προτερήματα, που τη ζωή δεν την ζουν παθητικά, μοιρολατρικά. Το καθετί που θέλουν δεν το περιμένουν, μα τρέχουν και το καταχτούν. […]».
Ο Γρηγοράκης θεωρεί τον Καζαντζάκη ως ένα σύμβολο στον πνευματικό μας κόσμο, κυρίαρχο, περήφανο και παράξενο έτσι όπως τις τραχειές κρητικές μαδάρες που δεν έχουν όμοιές των. Αναδεικνύει την πολυσυνθετικότητα του καζαντζακικού έργου. «[…] Το συγγραφικό του δαιμόνιο, γράφει, υπήρξε υπηρέτης όλων σχεδόν των ειδών του έντεχνου λόγου και μάλιστα τόσο αποδοτικά και περίτεχνα. Μέσα του είχε μια συγγραφική υπερένταση μπορούμε να πούμε, που τον έσπρωχνε κι ανικανοποίητα προς όλες τις κατευθύνσεις του έντεχνου λόγου. Έτσι έχουμε τον ποιητή Καζαντζάκη, το μυθιστορηματογράφο, τον δοκιμιογράφο, τον ταξιδιογράφο, τον μεταφραστή, τον κριτικό, τον θεατρογράφο, τον αισθητικό, τον ιστορικό της τέχνης και του λόγου και τέλος έχουμε το φιλόσοφο. Σ’ όλα αυτά τα λογοτεχνικά είδη ο Καζαντζάκης εργάστηκε με φανατισμό και πλήρη συναίσθηση των ευθυνών των […]».
Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, από την οποία ο Γρηγοράκης είχε διωχθεί, και με το ψευδώνυμο «Μίγρης» [6] ανασύρει τον παλιό, τον άγνωστο Καζαντζάκη που στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1906 με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιβραμή. Βρίσκει στο 2ο τόμο του περιοδικού «Γράμματα» της Αλεξάντρειας του 1914 και φέρνει στο φως τέσσερα σονέτα του, γνωστά σε ελάχιστους, τα οποία έφεραν τους τίτλους «Οιδίποδας», «Η αμυγδαλιά», «Τα αιώνια», «Θερμοπύλες» και ήταν υπογραμμένα με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης. Μια μικρή γεύση από το ποίημα «Η αμυγδαλιά»:
«Κι αν όλοι τρέμουν σκλάβοι μες στα χιόνια
λεύτερη εγώ μες στ’ όνειρό μου κραίνω
τη γνώμη μου άφοβα και με άνθια ραίνω
το χώμα μου και νιώθω χελιδόνια
να μου βαράν τη μέση. Απ’ το σπασμένο
φλούδι μου θριαμβικό χυμάει, ζεμένο
σε γέρανους, περδίκια, σπουργιτόνια
το ψίκι [6] της κλεμένης Πριγκηπέσας. […]».
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ
40 χρόνια μετά τον θάνατο του Καζαντζάκη, ο Γρηγοράκης με την απόσταση του χρόνου κι έχοντας μελετήσει σε βάθος τον «μεγάλο Κρητικό» κάνει μια κοινωνικοπολιτική προσέγγιση στο έργο και στην προσωπικότητά του θέτοντας το θέμα «Φιλοκομμουνιστής αλλά όχι κομμουνιστής» [7]. Το ερέθισμα ήταν η φράση ενός ανώτερου χανιώτη ιερωμένου καθώς σε συζήτηση μαζί του το 1955, του είπε: «Είναι πολύ κόκκινος, πολύ κόκκινος, πρόσεχε!…». Και υπογραμμίζει ο Γρηγοράκης: «[…] Από το διάβασμα του έργου του και τη μελέτη της ζωής του, όπως και από ψάξιμο, όσο μπορούσα περισσότερων σοβαρών κριτικών κειμένων, μπόρεσα και είδα έναν Καζαντζάκη προοδευτικό αριστερό, σοσιαλιστή, φιλολαϊκό, ειρηνιστή και φιλοκομμουνιστή. Πουθενά όμως δε βρήκα έναν Καζαντζάκη κομμουνιστή έναν Καζαντζάκη με ταξική συνείδηση που ν’ απορρέει από τη μαρξιστική κοσμοθεωρία, τον διαλεκτικό υλισμό και τον προλεταριακό διεθνισμό. Αντίθετα βρήκα έναν Καζαντζάκη ιδεαλιστή, θεϊστή (όχι παπαδιστή), μυστικιστή, ουτοπιστή, εγωπαθή, μηδενιστή, ανταγωνιστή, μεσαιωνιστή, νιτσεϊστή και μπερξονιστή (οι φιλόσοφοι Νίτσε και Μπερξόν με τον αντιδραστικό τους ιδεαλισμό είναι τα χαϊδεμένα παιδιά της μπουρζουαζίας), έναν Καζαντζάκη κατατυραννούμενο από ιδεολογική σύγχυση, που τελικά οδηγείται στον αντικομμουνισμό. Αφιονισμένος από ιδεαλιστικά κομμουνιστικά οράματα, δεν εμπόρεσε ποτέ να καταλάβει τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού, γι’ αυτό και η κατά καιρούς φιλοκομμουνιστική και φιλοσοβιετική του στάση δεν είναι παρά ένας απλός θαυμασμός, που όμως έχει τις επιφυλάξεις και τις καχυποψίες τις […]». Παρακάτω ο Γρηγοράκης σημειώνει: «[…] Το βέβαιο πάντως είναι πως ο αντικομμουνισμός του Καζαντζάκη κρατιέται σε καθαρά ιδεολογικό επίπεδο. Δεν ειπώθηκε από μπαλκόνια με στόμφο, χυδαιότητα και απειλές, μήτε και γράφτηκε με ύφος δεινού κομμουνιστοφάγου. Είναι μια μαρξιστική ιδεολογική διαφορά σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο […]».
ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Ο Γρηγοράκης επανέρχεται με πιο ώριμη σκέψη στους προβληματισμούς του για το έργο του ταλαντούχου, σοφού και χαλκέντερου συγγραφέα «που, παρά την ιδεολογική και φιλοσοφική του αστάθεια, μπόρεσε να φτιάσει ένα τεράστιο έργο που στέκεται καλά, διαβάζεται πολύ, συγκινεί πολύ και το κυριότερο, γνώρισε και γνωρίζει, όσο κανένα άλλο ελληνικό έργο, τον παγκόσμιο θαυμασμό». Ερευνά την περίοδο του ανελέητου κατατρεγμού και του διωγμού του Καζαντζάκη «από μια μερίδα παπαδοκαλογέρων, σπρωγμένων έντεχνα από το μίσος εμπαθών κοντυλοφόρων αρνητών του καζαντζακικού ταλέντου» και φέρνει στο φως στοιχεία για τη σχέση των Χανίων και των Χανιωτών με την υπόθεση αυτή. [8]
Την περίοδο 1953-55, μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής των έργων του, κορυφώνεται η φήμη του Καζαντζάκη πανελλήνια, πανευρωπαϊκά, παγκόσμια. Ταυτόχρονα όμως μεγιστοποιείται εναντίον του, ο διωγμός της μαύρης αντίδρασης (Ακαδημία Αθηνών, κύκλοι της εκκλησίας της Ελλάδος, με την ανοχή του Κράτους) και δημιουργεί την «υπόθεση Καζαντζάκη» η οποία «με το θόρυβό της του προσθέτει μεγαλύτερη φήμη αλλά και συμπαράσταση». «[…] Έτσι βλέπουμε την Κρήτη να ξεσηκώνεται για να υπερασπίσει, με τη φωνή της τώρα, ένα πνευματικό της δημιουργό με παγκόσμια αχτινοβολία. Από παντού στέλνονται μηνύματα συμπαράστασης, τα δημοτικά συμβούλιά της βγάζουν ψηφίσματα και οι Κρητικοί βουλευτές [9] φέρνουν το θέμα στη Βουλή […]». Ο δήμος Χανίων με δήμαρχο τον Νικ. Μουντάκη και το δημοτικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Αντ. Αρετάκη στις 3 του Μάρτη του1955, με πρόταση του δημ. συμβούλου Γ. Κοτσολάκη συνεδριάζει και ομόφωνα βγάζει σθεναρό ψήφισμα συμπαράστασης στον Ν. Καζαντζάκη, σύμφωνα με το οποίο: «[…] Διαμαρτύρεται εντόνως δια την απηνή και άδικον δίωξιν των συγγραμμάτων του Κρητός συγγραφέως Νικολάου Καζαντζάκη, η οποία αντιστρατεύεται προς την ελευθερίαν του πνεύματος και προς το ισχύον Σύνταγμα. […] Υποβάλει την ευχήν προς την Ιεράν Σύνοδον της Κρήτης και δι’ αυτής προς την Μεγάλην Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ν’ αποδώσωσιν το δίκαιον εις τον Νικόλαον Καζαντζάκη και αποκαταστήσουν αυτόν […]». Πιο κάτω ο Γρηγοράκης, μας πληροφορεί: «Το ψήφισμα στέλνεται σύμφωνα με την απόφαση, και στον Καζαντζάκη. Και αυτός πολύ συγκινημένος στέλνει στις 29 του Μάρτη, ιδιόχειρη επιστολή στο δήμαρχο και τους δημοτικούς συμβούλους […]». Επίσης η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών της οποίας ο Καζαντζάκης υπήρξε μέλος έστειλε ευχαριστήρια επιστολή το Δήμο Χανίων για τη συμπαράστασή του στον διωκόμενο μεγάλο κρητικό συγγραφέα. Η τελευταία πράξη υποστήριξης και ηθικής βοήθειας των χανιωτών πνευματικών δημιουργών με τη συμμετοχή του Δήμου Χανίων, είναι η εκδήλωση από τον «Σύλλογο Φίλοι Γραμμάτων και Τεχνών» στα Ολύμπια στις 26 του Μάη του 1955. Ομιλητής είναι ο λάτρης και μεταφραστής του καζαντζακικού έργου Κίμων Φράιερ, καθηγητής της αγγλικής και αμερικανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Το 2004 ο Γρηγοράκης εγκαινιάζει μια νέα στήλη στα «Χανιώτικα Νέα» με τίτλο «Σταυραετοί της Κρήτης» [10] και αρχίζει με τον αγαπημένο του Νίκο Καζαντζάκη. Ανάμεσα στ’ άλλα γράφει: «[…] (Ο Καζαντζάκης) Προσπέρασε πολλές ιδεολογίες και προσάρμοσε τις αναζητήσεις του σε ποικίλες αποχρώσεις, ψάχνοντας με βουλιμία τον εαυτό του, ερευνώντας τον συνάνθρωπο και τη μοίρα του, αναζητώντας τον Θεό και την αρχή του κόσμου. Μια αυτοβασανιζόμενη θρησκευτική φύση ο Καζαντζάκης, ένας αυτοελεγχόμενος νους ένας αδηφάγος στοχαστής. Πάλευε ανελέητα με τον εαυτό του και δινόταν σε μιαν αδιάλειπτη φυγή. […] (Σ’ όλο του το έργο) ο Καζαντζάκης περνά τη φιλοσοφική του θεωρία, που σε τελευταία ανάλυση είναι ο μηδενισμός. Κι αυτός του ο μηδενισμός είναι που τον εμπόδισε να πάρει θέση πουθενά. Έμεινε πάντα, θα γράψει ο Βάρναλης, έξω απ’ όλα – εκτός αν κάποτε κάπου ερασιτεχνικά και περαστικός βρέθηκε. Μόνο στο δημοτικισμό έμεινε πάντα πιστός αγωνιστής […]».
Κλείνουμε την αναφορά μας στην ματιά του Γρηγοράκη για τον Νίκο Καζαντζάκη με μια φράση του Κώστα Βάρναλη που και ο ίδιος την συμπεριέλαβε στο τελευταίο άρθρο: «Ο Καζαντζάκης ήταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρωας ο ίδιος. Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας».
Σημειώσεις
*Στις εντός εισαγωγικών φράσεις διατηρείται η ορθογραφία του πρωτότυπου.
[1] Μιχ. Γρηγοράκης, φράση του ποιήματος ιζ, γενάρης 62, από τη συλλογή «Ρίμες Νοσταλγικές», έκδ. τρίτη, Χανιά 1978.
[2] Μιχ. Γρηγοράκης, φράση του ποιήματος του «Καινουργιοχωρίτικο», Χανιά 1964.
[3] Μιχ. Γρηγοράκης, εφημερίδα «Παρατηρητής», στήλη «Φιλολογικά Σημειώματα», άρθρο «Εξομολόγηση κι Εγκώμιο» (Η επέτειος Καζαντζάκη), 2 Νοεμβρίου 1960.
[4] Μιχ. Γρηγοράκης, περιοδικό «Κρητική Εστία» (τεύχος αφιέρωμα στον Νίκο Καζαντζάκη), χρόνος Θ΄, τεύχος διπλό 13-14, Γενάρης – Φλεβάρης 1958, σελ. 15.
[5] Μιχ. Γρηγοράκης, εφημερίδα «Παρατηρητής», στήλη «Φιλολογικά Σημειώματα», 25-10-959, 10-1-1960, 2-11-1960, 4-12-1960.
[6] Το ψίκι είναι η νυφιάτικη πομπή, που οδηγεί τη νύφη στην εκκλησία, ή γενικότερα η γαμήλια πομπή, ανάλογα το έθιμο σε κάθε τόπο. Η λέξη είναι λατινικής αρχής, από το οbsequium, που πέρασε στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες στα ελληνικά ως «οψίκιον». Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2011/03/08/einoro/
[7] Μιχ. Γρηγοράκης, εφημερίδα Χανιώτικα Νέα, Φιλοκομμουνιστής αλλά όχι κομμουνιστής, Κυριακή 29 Ιουνίου1997, σελ. 10-11.
[8] Μιχ. Γρηγοράκης, εφημερίδα Χανιώτικα Νέα, Η υπόθεση Καζαντζάκη και τα Χανιά, Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 1998.
[9] εφημ. Κήρυκας Χανίων (22-5-1955): «Ο Ν. Καζαντζάκης περιποιεί τιμήν εις το ελληνικόν πνεύμα. Παραταύτα η κυβέρνησις υιοθετεί την δίωξιν των έργων του. Αγορεύσεις των Κρητών βουλευτών κ.κ. Μητσοτάκη, Κοθρή, Μαρή, Χλουδεράκη και Τζατζάνη».
[10] Μιχ. Γρηγοράκης, εφημερίδα Χανιώτικα Νέα, Σταυραετοί της Κρήτης, Καζαντζάκης ο ακαταπόνητος δημιουργός, 18 Ιουλίου 2004.
Ο Μιχάλης Γρηγοράκης (1932-2008) γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε μόνιμα. Έβγαλε το γυμνάσιο και στη συνέχεια δούλεψε σε χανιώτικες εφημερίδες ως διαχειριστής, ρεπόρτερ και επιφυλλιδογράφος. Το 1962 διορίστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων απ’ όπου τον έδιωξε η χούντα το Μάρτη του 1968 για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Ξαναγύρισε το 1976 με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Στα γράμματα πρωτοπαρουσιάστηκε το 1963 με την ποιητική συλλογή “Ρίμες νοσταλγικές”, που σημείωσε τρεις εκδόσεις, για να ακολουθήσουν οι ποιητικές συλλογές “Τραγούδια της ζωής” (1964) και “Μικρά λυρικά” (1965). Στη συνέχεια δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες και λογοτεχνικές, ιστορικές και λαογραφικές επιφυλλίδες. Με τη συγκέντρωση του λαογραφικού υλικού ασχολήθηκε από πολύ καιρό, ενώ η συλλογή του “Τα φρασεολογικά” βραβεύτηκε από τη Γλωσσική Εταιρία Αθηνών. Ήταν συνεργάτης της εφημερίδας “Χανιώτικα Νέα” επί 35 χρόνια. Έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2008. Η εφημερίδα μετά το θάνατο του εξέδωσε και άλλα ανέκδοτα έργα του.
Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Biblionet.