Ιωάννης Συκουτρής – Εθνικοσοσιαλισμός και αρχαιολατρεία
Ακόμα και αν δεχτεί κανείς τα περί “απογοήτευσής” του από το ναζισμό, γεγονός είναι πως υπήρξε πάντα ελιτιστής και πολέμιος του λαού και της γλώσσας του, θεωρώντας τον ανίκανο να συλλάβει “υψηλά νοήματα”.
Ο Ιωάννης Συκουτρής υπήρξε μια από τις πιο αινιγματικές μορφές του μεσοπολεμικού συντηρητισμού, ξεκινώντας από τον βενιζελισμό και καταλήγοντας στον εθνικοσοσιαλισμό, γεγονός που προκαλεί αρκετή αμηχανία στους πολυάριθμους θαυμαστές του, που προτιμούν να εξάρουν το πράγματι σημαντικό φιλολογικό του έργο καθώς και την πολεμική που δέχθηκε από ακαδημαϊκούς κι εκκλησιαστικούς κύκλους, με αποκορύφωμα την εισαγωγή του στο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα. Ακόμα και αν δεχτεί κανείς τα περί “απογοήτευσής” του από το ναζισμό, γεγονός είναι πως υπήρξε πάντα ελιτιστής και πολέμιος του λαού και της γλώσσας του, θεωρώντας τον ανίκανο να συλλάβει “υψηλά νοήματα”.
Γεννήθηκε την 1η Δεκέμβρη 1901 σε φτωχική συνοικία της Σμύρνης, από χιώτικη οικογένεια. Υποστηρίχθηκε οικονομικά από τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο και το 1918 αποφοίτησε ως αριστούχος από την Ευαγγελική σχολή. Εργάστηκε ως δάσκαλος στη Μαγνησία της Μ. Ασίας μέχρι το 1919, όταν ήρθε στην Αθήνα και Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή. Λόγω οικονομικών προβλημάτων εργαζόταν ως βοηθός του σπουδαστηρίου της σχολής, ενώ κέρδισε και υποτροφίες λόγω των εξαιρετικών του επιδόσεων. Για να βιοποριστεί πέρασε δυο χρόνια ως καθηγητής του Παγκύπριου Ιεροδιδασκαλείου Λάρνακας, όπου άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις ως δάσκαλος, αλλά και ως ερευνητής του ελληνοκυπριακού πολιτισμού. Επέστρεψε στην παλιά του θέση στην Αθήνα και το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτορας και παντρεύτηκε τη Χαρά Πετυχάκη. Έλαβε υποτροφία κλασικής φιλολογίας στη Γερμανία, όπου παρέμεινε ως το 1929, ως μαθητής των σπουδαιότερων φιλολόγων της εποχής Γέγκερ και Βιλαμόβιτς, με τον δεύτερο να εντυπωσιάζεται τόσο που τον υιοθέτησε στο φιλολογικό του σύλλογο, ως μόνο αλλοδαπό μέλος.
Οι εργασίες του δημοσιεύονται σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά, ενώ επιμελείται και έκδοση έργων του Δημοσθένη από τον περίφημη εκδοτικό οίκο Teubner. Γυρίζει στην Αθήνα και μετά από σύντομη θητεία στο Αρσάκειο και στη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών εκλέγεται το 1930 υφηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναδεικνύεται σε έναν από τους δημοφιλέστερους μεταξύ των φοιτητών διδάσκοντες. Έρχεται σε σύγκρουση με τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ιδιαίτερα με το Δημήτρη Γληνό, ενώ ειρωνευόταν ότι “δεν θέλω να έχω την ψευδή παράστασιν ότι είμαι νεωτεριστής, κόπτων τα -ν- και τα αρχικά φωνήεντα για να με καταλαβαίνει ο λαός”.
Μην έχοντας τις κατάλληλες διασυνδέσεις, απορρίφθηκε δυο φορές από τη θέση του καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας το 1934 και το 1936. ήταν η χρονιά που ξέσπασε η διαμάχη γύρω από την εισαγωγή του στο πλατωνικό Συμπόσιο (που πραγματεύεται διάφορες μορφές έρωτα, μεταξύ των οποίων και τα “παιδικά”, δηλαδή τη διαδεδομένη μεταξύ αριστοκρατικών κύκλων της Αθήνας ερωτική σχέση ανδρών κι εφήβων). Η κριτική, που τον παρουσίαζε ως υμνητή της παιδεραστίας και τον κατηγορούσε για δυσφήμηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ξεκίνησε από την εφημερίδα “Επιστημονική Ηχώ” και στη συνέχεια διαδόθηκε αστραπιαία, εμπλέοκοντας και την Ιερά Σύνοδο.
Για το ζήτημα υπήρξε και παρέμβαση του υπουργείου παιδείας επί Μεταξά, κατόπιν επιστολών πολιτιστικών συλλόγων της Πάτρας κατά του βιβλίου, η οποίο έληξε με απολύτως ευνοϊκή κρίση για το βιβλίο. Ο Συκουτρής είχε επίσης τη συμπαράσταση της “Καθημερινής”, όπου και αρθρογράφησε τακτικά κατά των κατηγόρων του, που προχώρησαν σε δυο περιπτώσεις και σε μηνύσεις. Πριν ακόμα εκδικαστεί η πρώτη εξ αυτών, ο Συκουτρής είχε ήδη επιλέξει την αυτοκτονία με υπνωτικά χάπια “Veronal” σαν σήμερα το 1937. Είχε μεσολαβήσει ταξίδι του στη ναζιστική Γερμανία, όπου ήλπιζε να δει την ανασύσταση του αρχαιοελληνικού πνεύματος από τους ναζί. Φέρεται να γύρισε απογοητευμένος από το μιλιταρισμό που επικρατούσε, ωστόσο είναι αρκετά νεφελώδες το κατά πόσον αποστασιοποιήθηκε από τις φασιστικές του ιδέες.