Πιέτρο Ινγκράο – Οι διαδοχικές μεταλλάξεις ενός “φιλοσοβιετικού” του ΚΚ Ιταλίας
Αντιτάχθηκε μεν στην διάλυση του ΚΚ μετά τις ανατροπές, μην κατορθώνοντας όμως τελικά να αντισταθεί στις σειρήνες της “ανανέωσης”.
Η ζωή του πολιτικού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Πιέτρο Ινγκράο είναι ένα καλό παράδειγμα για την επίδραση που είχε η μετάλλαξη του ΚΚ Ιταλίας πάνω σε έναν άνθρωπο που ξεκίνησε με προσήλωση στα κομμουνιστικά ιδανικά, φαινομενικά μακριά από τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις που θα αλλοίωναν το χαρακτήρα του κόμματος μετέπειτα. Έχοντας στο ενεργητικό του σημαντικούς αγώνες, ιδιαίτερα κατά του φασισμού και ανήκοντας για χρόνια στους “σκληρούς” φιλοσοβιετικούς του κόμματος, αντιτάχθηκε μεν στην διάλυση του ΚΚ μετά τις ανατροπές, μην κατορθώνοντας όμως τελικά να αντισταθεί στις σειρήνες της “ανανέωσης”, που τον οδήγησαν τελικά σε μονοπάτια “εναλλακτικών” κινημάτων της αριστεράς, μακριά από την ταξική πάλη που είχε υπερασπιστεί επί δεκαετίες.
Γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Λενόλα που ανήκε τότε στην Καμπανία, από οικογένεια γαιοκοτημόνων με καταγωγή από τη Σικελία. Στη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών οι δάσκαλοί του Τζοακίνο Τζεσμούντο και Πίλο Αλμπερτέλι τον επηρεάζουν έντονα ιδεολογικά και ο ίδιος το 1939 ξεκινά την αντιφασιστική του δράση, μετά από ένα σύντομα πέρασμα από τη φοιτητική νεολαία του φασιστικού κόμματος. Μπαίνει στο ΚΚΙ το 1940 και γίνεται ενεργό μέλος της αντίστασης των παρτιζάνων κομμουνιστών. Μετά τον πόλεμο αναδεικνύεται σε σημαντικό στέλεχος του κόμματος, αντιπροσωπεύοντας την “αριστερή πτέρυγα” του κόμματος, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους “δεξιούς” υπό τον Τζόρτζιο Αμέντολα. Από την άλλη, αρνείται να ακολουθήσει τους συγγενείς ιδεολογικά με εκείνον διαφωνούντες γύρω από το περιοδικό “Μανιφέστο”, ψηφίζοντας υπέρ της διαγραφής τους.
Γίνεται βουλευτής το 1950 μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Ντομένικο Εμανουέλι κι έκτοτε ως το 1992 εκλεγόταν διαρκώς, ενώ υπήρξε και επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΙ ως το 1992. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος του ως διευθυντή του κομματικού οργάνου “L’Unità” από το 1947 ως το 1957, όπου το 1956 δημοσίευσε δυο κεντρικά άρθρα υποστήριξης της σοβιετικής επέμβασης κατά της ουγγρικής αντεπανάστασης, κάτι για το οποίο αργότερα απολογήθηκε. Εντάχθηκε στην ΚΕ του κόμματος και υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής από το 1976 ως το 1979, μέσα στην καρδιά των λεγόμενων “μολυβένιων χρόνων”, που σημαδεύτηκαν από τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και το λεγόμενο “ιστορικό συμβιβασμό” ΚΚΙ και χριστιανοδημοκρατών.
Μεταξύ 1989 και 1991 αντιτάχθηκε σθεναρά στη διάλυση του ΚΚΙ, ενάντια στη γραμμή του τότε γενικού γραμματέα Ακίλε Οκέτο. Μην κατορθώνοντας να αποτρέψει την εξέλιξη αυτή δραστηριοποιήθηκε στο διάδοχο σήμα του κόμματος, το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, ως επικεφαλής των λεγόμενων “Δημοκρατών Κομμουνιστών”, εγκαταλείποντας το σχηματισμό το 1993. Συμμετείχε στη δημιουργία της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης το 1996, παρότι έγινε μέλος της μόλις το 2005. Από το 2010 υπήρξε δεδηλωμένος υποστηρικτής της “Ελεύθερης Οικολογικής Αριστεράς”. Υπήρξε επίσης συγγραφέας και ποιητής και το σημαντικότερο έργο του ήταν “Οι σημειώσεις στο τέλος του αιώνα”, που εκδόθηκε το 1995. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 100 ετών, στις 28 Σεπτέβρη του 2015.