Το ΕΑΜ, το ΚΚΕ και το ζήτημα των συμμαχιών
Η σύγχυση για το τι ακριβώς ήταν και τι ήθελε το ΕΑΜ είναι παροιμιώδης.
Το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, όχι όμως και από τη (μισθωτή) σκλαβιά και τον κόσμο της εκμετάλλευσης. Και το ερώτημα “γιατί δε συνέβη αυτό”, θα βασανίζει αντικειμενικά τις επόμενες γενιές, που δεν τους παρουσιάστηκε άλλη τέτοια ευκαιρία, δηλαδή μια επαναστατική κατάσταση.
Τις προάλλες, πέτυχα σε μια συζήτηση μια συντρόφισσα δασκάλα, που είχε αναλάβει τη γιορτή της 28ης Οκτώβρη στο σχολείο και είχε συμπεριλάβει στο μουσικό πρόγραμμα και τον ύμνο του ΕΛΑΣ, να διηγείται στην ομήγυρη την αντίδραση κάποιων γονιών και το μέτωπο της μαύρης αντίδρασης που την στοχοποίησε, με μια διευθύντρια να προσπαθεί να τα συμβιβάσει κάπως τα πράγματα: εντάξει να μπει κάτι για το ΕΑΜ, όχι όμως και για τον ΕΛΑΣ…
Προφανώς, είτε μπέρδευε τον ΕΛΑΣ με το ΔΣΕ -ή και την ΟΠΛΑ- είτε απλά θεωρούσε το Έπος της Αντίστασης κάτι απλό και ειρηνικό, που δεν απαιτούσε βία, αίμα και θυσίες -όπως περίπου έκαναν πολλοί αστοί πολιτικοί, περιμένοντας τον Γκοντώ και τους Άγγλους να έρθουν να τους απελευθερώσουν.
Η σύγχυση για το τι ακριβώς ήταν και τι ήθελε το ΕΑΜ, ακόμα και σε όσους το επικαλούνται και θεωρητικά υπερασπίζονται την ιστορική του προσφορά -πόσο μάλλον στις συνειδήσεις που τις σκεπάζει η άγνοια, ήδη από τα σχολικά χρόνια, που το κεφάλαιο της Αντίστασης ήταν πάντα εκτός ύλης- είναι παροιμιώδης.
Κάποιοι προσπαθούν να μεταφέρουν μηχανικά το ΕΑΜ στην εποχή μας και το συνδέεουν πχ με τα συσσίτια και τη μάχη κατά της πείνας -τέτοια όμως διοργανώνουν ακόμα και οι φασίστες της ΧΑ, που είναι οι πολιτικοί απόγονοι των δοσίλογων και των ταγματασφαλιτών. Άλλοι συνδέουν ιστορικά το ΕΑΜ με τη σύγχρονη ανάγκη ενός πανεθνικού μετώπου ενάντια στην τωρινή οικονομική Κατοχή που μας έχει κάνει αποικία, τους προδότες “γερμανοτσολιάδες” πολιτικούς κοκ. Ενώ κάποιοι το συνέχεεαν με το ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ το 12′ ή με το ΠΑΣΟΚ παλιότερα -που πόνταραν στο ιστορικό φορτίο του ΕΑΜ για να το εξαργυρώσουν πολιτικά στην κάλπη.
Πολύ συχνά βάζουν στο επίκεντρο το χαρακτήρα του ΕΑΜ ως μετωπική συμμαχία, θεωρώντας ως πηγή της κακοδαιμονίας σήμερα την έλλειψη ενότητας, το σεχταρισμό και τον κατακερματισμό των δυνάμεων που θέλουν μια αλλαγή. Ξεχνούν βέβαια ότι το ΕΑΜ είχε κυρίως κοινωνική δράση, με πρόπλασμα το Εργατικό ΕΑΜ, και ένοπλη δράση με βραχίονα τον ΕΛΑΣ, και όχι εκλογικό χαρακτήρα. Όπως ξεχνούν ότι οι σύμμαχοι που συσπείρωσε ιδίως το πρώτο διάστημα, ήταν μάλλον αμελητέες ποσότητες σε σχέση με το εγχείρημα που ανέλαβε, και ενώ το ΚΚΕ είχε εισπράξει την άρνηση, με αστεία προσχήματα, πολλών αστών πολιτικών, προσφέροντας την ηγεσία του ΕΑΜ ακόμα και στον Γ. Παπανδρέου, που έγινε αργότερα επικεφαλής της Κυβέρνησης “Εθνικής Ενότητας” και ο νεκροθάφτης του Εαμικού κινήματος.
Το κλειδί για τη ραγδαία εξάπλωση κι ενίσχυση του ΕΑΜ δεν ήταν οι ευρείες συμμαχίες του, αλλά το γεγονός πως βρέθηκε την κρίσιμη στιγμή στην πρωτοπορία του αγώνα και της Αντίστασης, έγινε η ψυχή αυτού του αγώνα, χωρίς να υπολογίζει τις θυσίες ή τον αποδεκατισμό της βάσης του, που τελικά έβγαινε ενισχυμένη από κάθε τέτοια ηρωική θυσία, κερδίζοντας τα καλύτερα αγωνιστικά στοιχεία του λαού μας. Έτσι το Κόμμα έφτασε οργανωτικά από μια χούφτα κομμουνιστές και διαλυμένες οργανώσεις μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα, τα 400 χιλιάδες μέλη τον καιρό της απελευθέρωσης. Το ΕΑΜ ήταν ανοιχτό σε όποιον ήθελε να παλέψει ενάντια στον κατακτητή, έχοντας ακόμα και βασιλικούς στις γραμμές του, ήταν σαφές όμως πως οι κομμουνιστές ήταν ο κορμός του και έβλεπαν το κύρος τους να φτάνει ως τον ουρανό μετά από κάθε νικηφόρα μάχη.
Στον αντίποδα βέβαια, για κάθε Σαράφη που ήρθε με το μέρος του αγώνα και παρέμεινε πιστό μέλος του Κόμματος ως το τέλος της ζωής του, υπήρχε κι ένας Σβώλος, που εξέφραζε την πίεση των μικροαστικών ταλαντεύσεων μπροστά σε διάφορες κρίσιμες καμπές, αδυνάτιζε αντικειμενικά την αγωνιστική ενότητα, και κατέληγε να υπονομεύει την προοπτική της νίκης, προσπαθώντας να συμβιβάσει αγεφύρωτες ταξικές αντιθέσεις, ώστε να επιλυθούν ειρηνικά, με συνεννόηση. Η αριθμητική αύξηση, όταν μπαίνει ως αυτοσκοπός, δεν προσφέρει κάτι από μόνη της, και μπορεί συχνά να καταλήξει στο αντίθετο αποτέλεσμα.
Οι κομμουνιστές πάντως αναζητούν τις αιτίες της ήττας στις δικές τους αδυναμίες και την πολιτική του δικού τους κόμματος. Πολλές φορές μπαίνει αντιπαραθετικά το ζήτημα των συμμάχων με το στρατηγικό στόχο, ο οποίος έμεινε σε δεύτερο πλάνο, ακριβώς για να μην τρομάξει πιθανούς συμμάχους και να είναι ευρύτερη η συμμαχία, για να χωρέσει όλους όσους ήθελαν να προσφέρουν στον αγώνα. Στην ίδια συζήτηση μπαίνει συχνά το ζήτημα της στρατηγικής του ΚΚΕ και του διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η επεξεργασία των Λαϊκών Μετώπων, η προσφορά της στο ζήτημα της συγκρότησης Εθνικών Αντιστασιακών Μετώπων, αλλά και οι περιορισμοί που έβαζαν σε μια επαναστατική προοπτική.
Η αλήθεια είναι πως το ΕΑΜ θα μπορούσε να νικήσει τη δεδομένη στιγμή της απελευθέρωσης, που υπήρχε αντικειμενικά επαναστατική κατάσταση και ο ταξικός εχθρός ήταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ακόμα και με την ίδια στρατηγική, αρκεί να είχε καθαρό το ζήτημα της εξουσίας και σωστή εκτίμηση για το γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων. Το ότι δεν το έκανε δεν είναι ασφαλώς άσχετο με τις προγραμματικές του επεξεργασίες, τη διεθνή Αντιφασιστική Συμμαχία, τις ταλαντεύσεις και τις αυταπάτες που προέκυπταν από μια λανθασμένη ανάγνωση της συγκυρίας. Το βασικό όμως ήταν αυτό το τελευταίο, δηλαδή η συγκυρία και η εκτίμηση της κατάστασης τη δεδομένη στιγμή. Η εξουσία ήταν στο πιάτο του ΕΑΜ και θα μπορούσε να την έχει κατακτήσει τότε, άσχετα αν στη συνέχεια θα προέκυπταν πιθανά άλλα προβλήματα, στη βάση κάποιων προβλημάτων που παρουσίαζε η γενικότερη στρατηγική. Αυτό ισχύει και πέρα από τη στάση του σοβιετικού παράγοντα, που γενικά ενέκρινε τη συμβιβαστική πολιτική του ελληνικού κινήματος, προς τέρψην των θιασωτών της θεωρίας του κακού Στάλιν “που μας πούλησε”. Κάτι που παραβλέπει βέβαια ότι, ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΚΔ, η βασική ευθύνη βάραινε αποκλειστικά τα επιμέρους ΚΚ, των οποίων η στάση εξάλλου επηρέαζε με τη σειρά της και τη σοβιετική αντιμετώπιση, η οποία κάθε άλλο παρά στατική ή προαποφασισμένη ήταν, όπως δείχνει πολύ καλά το αλβανικό, το γιουγκοσλαβικό και αργότερα -παρά τις σαφώς διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα Βαλκάνια – κινεζικό παράδειγμα.
Αν μπορούμε να βγάλουμε ένα γενικό συμπέρασμα, λοιπόν, σε σχέση και με το ζήτημα που μπαίνει στον τίτλο, είναι το εξής: αυτός που νικάει δεν είναι ο πιο “καθαρός και αμόλυντος”, ούτε αυτός που είναι πιο “ενωτικός” και συγκροτεί συμμαχίες από θέση αρχής, αλλά αυτός που έχει καθαρή στρατηγική στόχευση και ξέρει να την υπηρετεί με τον πιο ευέλικτο τρόπο, να προωθεί τις θέσεις του ανά πάσα στιγμή και να ξέρει τι πρέπει να κάνει και πώς να προχωρήσει κάθε φορά.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback