H Συμφωνία του Μονάχου – Στοργή και προδέρμ στο φασισμό
Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές άνοιγαν οριστικά τις ορέξεις στο Χίτλερ, που αφού επί τουλάχιστον μια τετραετία δοκίμαζε τις αντοχές των αντιπάλων του, βεβαιωνόταν ότι δε θα συναντούσε σοβαρή αντίσταση στα πολεμικά του σχέδια.
Η εικόνα του Βρετανού πρωθυπουργού Τσάμπερλαιν κατά την άφιξη του στο Λονδίνο να κραδαίνει θριαμβευτικά ένα κομμάτι χαρτί που κατά τους ισχυρισμούς του διασφάλιζε την παγκόσμια ειρήνη είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές στο δρόμο για το ξέσπασμα της μεγάλης ανθρωποσφαγής ένα μόλις χρόνο μετά.
Το διαβόητο έγγραφο δεν ήταν φυσικά άλλο από το Σύμφωνο του Μονάχου, που υπογράφηκε σαν σήμερα πριν 80 χρόνια στη βαυαρική πρωτεύουσα. Με τον τρόπο αυτό, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές άνοιγαν οριστικά τις ορέξεις στο Χίτλερ, που αφού επί τουλάχιστον μια τετραετία δοκίμαζε τις αντοχές των αντιπάλων του, βεβαιωνόταν ότι δε θα συναντούσε σοβαρή αντίσταση στα πολεμικά του σχέδια.
Ήδη μετά το “Anschluss”, δηλαδή την προσάρτηση της Αυστρίας το Μάρτη του 1938 σχεδόν όλη η Τσεχοσλοβακία συνόρευε με το ναζιστικό Ράιχ. Η χώρα ήταν στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο της κεντρικής Ευρώπης και το σχέδιο προσάρτησής της μεθοδευόταν συστηματικά επί χρόνια από τη γερμανική άρχουσα τάξη, με βασικό πολιορκητικό κριό τη γερμανικής καταγωγής σουδητική μειονότητα, που ανερχόταν σε 3 εκατομμύρια. Ο αρχηγός του Κόμματος Σουδητών Κόνραντ Χένλαΐν ήταν ο ίδιος φανατικός ναζί και στενός συνεργάτης του Χίτλερ. Στη συνάντησή τους λίγους μήνες πριν τη συμφωνία, ο γερμανός καγκελάριος τον συμβούλευσε να θέτει διαρκώς απαιτήσεις στην τσεχοσλοβακική κυβέρνηση, εν γνώσει πως ήταν αδύνατον να γίνουν αποδεκτές, αλλά με στόχο η τελευταία να εμφανιστεί ως “αδιάλλακτη” και “καταπιεστική” έναντι της γερμανικής μειονότητας.
Κατόπιν αυτού το Κόμμα των Σουδητών δημοσίευσε στις 24 Απρίλη 1938 το λεγόμενο Πρόγραμμα του Καρλσμπαντ, που απαιτούσε αυτονομία της μειονότητας σε βαθμό που ισοδυναμούσε με ντε φάκτο κατάργηση του τσεχοσλοβακικού κράτους. Η κρίση που δημιουργήθηκε ήταν η αφορμή για να απαιτήσει ο Χίτλερ παραχώρηση της Σουδητίας στη Γερμανία. Η Τσεχοσλοβακία κήρυξε μάλιστα επιστράτευση το Μάη, σε αναμονή γερμανικής εισβολής, ενώ ο Χίτλερ ανταπάντησε με την εντολή η Βέρμαχτ να είναι σε ετοιμότητα την 1η Οκτώβρη 1938. Επικαλούμενη την αρχή της αυτοδιάθεσης των Εθνών, η Γερμανία εξαπέλυσε μια τεράστια εκστρατεία προπαγάνδας εντός και εκτός χώρας, το αποφασιστικό όμως στοιχείο για την ικανοποίηση των αιτημάτων της ήταν η στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας, που ακολουθούσαν ήδη από χρόνια την πολιτική “κατευνασμού” έναντι του Χίτλερ, ευελπιστώντας να βρεθεί modus vivendi με τη Γερμανία, ώστε να μπορούν απερίσπαστες να ασχοληθούν με την αντιμετώπιση του σοβιετικού κινδύνου ή -ακόμα καλύτερα- να δουν τη Γερμανία και την ΕΣΣΔ να αλληλοεξοντώνονται σε έναν πόλεμο στο οποίο οι ίδιες θα είχαν μόνο έμμεση κι ανεπίσημη εμπλοκή, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.
Αρχές Σεπτέμβρη του 1938 ο Χίτλερ απείλησε με άμεση εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, κάτι που οδήγησε τον Νέβλι Τσάμπερλεν να τον συναντήσει στην προσωπική του εξοχική κατοικία, συμφωνώντας με την παραχώρηση της Σουδητίας. Ενθαρρυμένος περαιτέρω ο Χίτλερ απαίτησε άμεση είσοδο της Βέρμαχτη στην περιοχή και δημοψήφισμα για το ζήτημα της υπηκοότητας μεταξύ των κατοίκων μιας περιοχής που επίτηδες παρέμενε ακαθόριστη ως προς τα γεωγραφικά της όρια. Το τελεσίγραφο του Χίτλερ έληγε στις 28 Σεπτέμβρη 1938 και τότε η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε τη διαμεσολάβηση του δικτάτορα και συμμάχου των ναζί Μουσολίνι, ενώ στη συνάντηση στο Μόναχο κλήθηκε και ο Γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ. Τόσο η Τσεχοσλοβακία, όσο και η σύμμαχός της ΕΣΣΔ δεν κλήθηκαν να πάρουν μέρος. Η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε ενεργά να αποτρέψει τη συμφωνία. Με δεδομένο ότι η Γαλλία ήταν επίσης σύμμαχος της Τσεχοσλοβακίας, οι Σοβιετικοί πρότειναν να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια προκειμένου η χώρα να τηρήσεις τις δεσμεύσεις της, η γαλλική πολιτική ηγεσία όμως ήταν απορριπτική.
Η συμφωνία τελικά υπογράφηκε, βάζοντας ουσιαστικά ταφόπλακα στην προπολεμική Τσεχοσλοβακία, που μόνο κατ’όνομα παρέμενε ανεξάρτητο κράτος. Η Σουδητία, με ακαθόριστα όρια, παραχωρούνταν στο Γερμανικό Ράιχ, που θα καταλάμβανε την περιοχή μεταξύ 1 ως 10 Οκτώβρη. Στην πραγματικότητα η προσάρτηση του συνόλου της χώρας ήταν ζήτημα χρόνου, κάτι που πράγματι έγινε ντε φάκτο το Μάρτη του 1939, με τη δημιουργία του προτεκτοράτου Βοημίας-Μοραβίας και του τυπικά “ανεξάρτητου” κράτους – δορυφόρου της Σλοβακίας.
Αξίζει να γίνει μια αναφορά και στη στάση της ευρωπαϊκής και διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, που ταυτίστηκε πλήρως με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, χαιρετίζοντας τη συμφωνία. Τα υπολείμματα της Β’ Διεθνούς χαιρέτησαν την “ειρήνη” του μονάχου, ενώ τόσο το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, όσο και το μεγαλύτερο μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας υποδέχτηκαν με ανακούφιση τη συμφωνία. Μάλιστα ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας και αρχηγός του Λαϊκού Μετώπου Λέων Μπλουμ αναφωνούσε πως «Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε πάλι ήσυχοι». Παρόμοιες αντιλήψεις διέδιδαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Πολωνία, την Ουγγαρία, αλλά και την ίδια την Τσεχοσλοβακία, παρότι στην πορεία υποχρεώθηκαν να αναθεωρήσουν λεκτικά τουλάχιστον τη στάση τους υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής, φοβούμενοι πως την οργή αυτή θα καρπώνονταν οι κομμουνιστές, οι μόνοι συνεπείς πολέμιοι του συμφώνου πριν ακόμα αυτό υπογραφεί.