Ο Ζακ ήταν και δικό μας θύμα
Το έγκλημα σε βάρος του Ζακ Κωστόπουλου ήταν βαθιά ταξικό κι ως τέτοιο χρήζει της ανάλογης απάντησης από τους κατεξοχήν φορείς της ταξικής πάλης, κόντρα σε επιμνημόσυνες προσεγγίσεις ή άστοχες ηρωοποιήσεις.
H δολοφονία -με πολλούς θύτες- του Ζακ Κωστόπουλου, που δεν μπορούμε να την πούμε αλλιώς όποια κι αν είναι η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης, μετά το αρχικό σοκ έδωσε τη θέση της στην οργή και στις πρώτες αντιδράσεις διαμαρτυρίας στο δρόμο. Ήδη πραγματοποιήθηκε χθες πορεία στο κέντρο της Αθήνας από ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και του αναρχικού χώρου, ενώ και αύριο υπάρχει αντίστοιχο κάλεσμα από πιο “μέινστριμ” ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις στο σημείο του θανάτου του. Θα πει κανείς -όχι παράλογα – πως ο Ζακ δε δολοφονήθηκε για την ιδιότητα του ως παρενδυτικού ομοφυλόφιλου ατόμου, παρότι είναι τόσο καταιγιστικός ο ρυθμός με τον οποίο εμπλουτίζονται ή ανατρέπονται τα αρχικά σενάρια για το περιστατικό που τίποτε δεν τολμά πια κανείς ν’αποκλείσει. Έχασε βίαια και με κτηνώδη τρόπο τη ζωή του, πρωτίστως επειδή ήταν αδύναμος και παρείσακτος στον κόσμο των φιλήσυχων ιδιοκτητών, που έμοιαζε να απειλεί, αν και πιθανόν όπως δείχνουν πρόσφατα στοιχεία, ίσως μόνο συμβολικά κι ούτε καν τυπικά μέσω απόπειρας κλοπής.
Από την άλλη είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα υπήρχε ανάλογο κύμα ευαισθητοποίησης αν στη θέση του γνωστού στο χώρο του ακτιβιστή υπήρχε ένας ακόμα ανώνυμος τοξικοεξαρτημένος ή άλλου τύπου λούμπεν στοιχείο. Αυτό φυσικά είναι δυστύχημα για την κοινωνία μας, αλλά όπως και να έχει τουλάχιστον ίσως συμβάλει στο να υπάρξει αν όχι διαλεύκανση και απόδοση δικαιοσύνης, τουλάχιστον αποφυγή απώλειας της υπόθεσης στη λήθη, όπως άλλες, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας με αφορμή το πρόσφατο γεγονός. Μπορεί βέβαια κανείς να έχει -σοβαρές- αντιρρήσεις για το πώς η εύλογη ανάγκη υπεράσπισης του θύματος οδηγεί από κάποιες μερίδες υποστηρικτών του σε εξιδανικεύσεις που εν τέλει δεν βοηθούν ούτε τη μνήμη του, ούτε την ανάδειξη της ουσίας της υπόθεσης.
Η ανάδειξη αυτής της ουσίας όμως για να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και αποτελεσματικότητα οφείλει κατά τη γνώμη μου να συνοδευτεί και από έμπρακτη κινητοποίηση των μοναδικών φορέων που μπορούν να νοηματοδοτήσουν το εγκληματικό συμβάν στη βάση των βαθιά ταξικών και πολιτικών χαρακτηριστικών που φέρει, δηλαδή του οργανωμένου εργατικού και λαϊκού κινήματος. Οι πολιτικοί περιορισμοί και οι στοχεύσεις του επίσημου ΛΟΑΤΚΙ κινήματος είναι δεδομένοι και δεν πρόκειται ν’αλλάξουν, το ζήτημα είναι αν θα αφεθούν, πλάι σε άλλες δυνάμεις που επίσης έχουν πολύ συγκεκριμένο ταβάνι στις αναλύσεις και τις αντιπροτάσεις τους, να μονοπωλήσουν την αντίδραση σε ένα θέμα που προσφέρεται γι’αυτό που ξύλινα -αλλά πεισματικά σύμφωνα με την πραγματικότητα- επαναλαμβάνει το εργατικό κίνημα, δηλαδή την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Συμπερασμάτων για το ρόλο του αστικού κράτους, που γίνεται ολοένα και πιο απροκάλυπτα βάρβαρο, για το κύμα ομοφοβικού μίσους που με ανοιχτές ή κεκαλυμμένες μορφές πήρε κεφάλι με αφορμή το θάνατο του Ζακ, για το ρόλο της τοξικοεξάρτησης (και όχι, δεν είναι τοξικοφοβία η διαπίστωση ενός κοινωνικού ζητήματος και ο μη ενστερνισμός των νεοφιλελεύθερων δογμάτων περί “δικαιώματος στην αυτοκαταστροφή”) τον υφέρποντα εκφασισμό που οπλίζει το χέρι των κατά φαντασίαν απειλούμενων “νοικοκυραίων”, το ρόλο των κατασταλτικών μηχανισμών, που για άλλη μια φορά, με αυξημένη βαρβαρότητα, συμμετείχαν και συγκάλυψαν τη φρίκη. Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει αυτό είναι σαφώς ανοιχτός προς συζήτηση και μακριά από μένα οι υποδείξεις. Αλλά το κενό υπάρχει και εκτός από τη φύση, το απεχθάνεται και η κοινωνική εξέλιξη.