Το σοβιετικό Σύνταγμα του 77′ και το “παλλαϊκό κράτος”
Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.
Χτες συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από την έγκριση του νέου σοβιετικού Συντάγματος, στην περίοδο της διακυβέρνησης του Μπρέζνιεφ. Το νέο Σύνταγμα περιείχε 28 άρθρα από το προηγούμενο που είχε ψηφιστεί το 1936, και διατηρούσε αρκετά προοδευτικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας μεταξύ άλλων τον πρωτοπόρο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το σοσιαλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Η βασική αλλαγή ωστόσο αφορούσε ακριβώς αυτό το στοιχείο, το χαρακτήρα του κράτους, που θεωρούνταν πλέον παλλαϊκό, κράτος όλου του λαού, και όχι κράτους της εργατικής τάξης, δηλαδή “δικτατορία του προλεταριάτου”.
Πιστοποιούσε έτσι και στο επίπεδο του εποικοδομήματος, σε ένα σημαντικό τομέα, τη στροφή που είχε σηματοδοτήσει είκοσι χρόνια πριν το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με τη διαδικασία της αποσταλινοποίησης. Ρίζες αυτής της αντίληψης, ωστόσο, μπορούμε να βρούμε και σε αρκετά προγενέστερες επεξεργασίες, που αντιμετώπιζαν πχ τη Λαϊκή Δημοκρατία ως εναλλακτικό δρόμο στο σοσιαλισμό, διαφορετικό από τη ΔτΠ (δικτατορία του προλεταριάτου) που ήταν ο σοβιετικός δρόμος που ακολούθησε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Ουσιαστικά, στο επίκεντρο βρισκόταν αυτή ακριβώς η έννοια, στην οποία κατά καιρούς έχει ασκηθεί πολύπλευρη κριτική από διάφορες σκοπιές, με το Λένιν ωστόσο να γράφει πως μαρξιστές δεν ήταν όσοι παραδέχονταν γενικά την ταξική πάλη -κάτι που έκαναν ακόμα και αστοί αναλυτές- αλλά μονάχα όσοι δέχονταν πως οδηγεί υποχρεωτικά σε αυτό το αποτέλεσμα: την εργατική εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Κατά κανόνα, η κριτική αυτή είχε μικροαστική αφετηρία, που λυγίζει κι αναδιπλώνεται μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, απορρίπτει τη βία και τη “δικτατορία” -που όμως διαιωνίζει τη δικτατορία της αστικής τάξης, με όλους τους δημοκρατικούς μανδύες της- και αποκόβει τα δύο συνθετικά του όρου. Την απασχολεί δηλαδή πως η ΔτΠ θα πάψει να είναι “δικτατορία”, και όχι πώς θα συνεχίσει -ή αν θα πάψει- να είναι “εργατική”, του προλεταριάτου. Αυτή η σοσιαλδημοκρατική τάση φαινόταν να επηρεάζει το ΚΚΣΕ, κυριαρχώντας σταδιακά στις γραμμές του, κι αυτός ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους ήταν που αναιρούνταν από το θεωρητικό σχήμα του “παλλαϊκού κράτους”, παρά την ανελέητη κριτική που είχαν ασκήσει οι Κλασικοί σε αντίστοιχες έννοιες στην εποχή τους, όπως πχ ο Μαρξ στην μπροσούρα του για το Πρόγραμμα της Γκότα.
Παρόλα αυτά, και στο προηγούμενο Σύνταγμα υπήρχαν αδύνατα σημεία, καθώς ο διαχωρισμός των εκλογικών περιφερειών γινόταν σε εδαφική βάση, ανά περιοχές δηλαδή, κι όχι με βάση τις παραγωγικές μονάδες και τους χώρους δουλειάς. Προφανώς υπήρχε παράλληλα και κάποια σχετική διαπάλη, που συνεχιζόταν στο χρόνο, χωρίς να είναι τίποτα δεδομένο, ως οριστική κατάκτηση.
Πέρα από την κριτική ενός λάθους πάντως, ή μάλλον για να είναι ολοκληρωμένη αυτή η κριτική, είναι απαραίτητο να δούμε ποια σημεία μπορεί να ερμηνεύουν ένα ατόπημα, ποιοι παράγοντες το ευνόησαν και ποια υπαρκτά προβλήματα κλήθηκαν να λύσουν οι Σοβιετικοί, που προχώρησαν σε αυτές τις λανθασμένες επιλογές.
Είναι γνωστό πως μια τάξη που βρίσκεται στην πρωτοπορία, καταφέρνει να προβάλλει ως εκπρόσωπος όλου του έθνους, να συσπειρώσει γύρω της τις υπόλοιπες τάξεις, για να παίξει αυτόν τον ηγεμονικό ρόλο. Είναι επίσης γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των ναζί -που ονομάστηκε Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και ας μην ήταν στενά τέτοιος- οι Σοβιετικοί επιδίωξαν με διάφορους τρόπους και ελιγμούς την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των λαών της Σοβιετικής Ένωσης -αφού εκκαθάρισαν πρώτα τις δικές τους γραμμές στο Κόμμα από ασταθή και ύποπτα στοιχεία- ιεραρχώντας ως απόλυτη προτεραιότητα την επιβίωση του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο. Είναι επίσης εύλογο πως μια συνταγή που πετυχαίνει αποτελέσματα και νικάει, μπορεί να συνεχιστεί και να επεκταθεί σε ένα άλλο πλαίσιο, με διαφορετικές συνθήκες, που δε δικαιολογούν τη συνέχισή της.
Είναι σημαντικό όμως πως η μεγάλη πλειοψηφία των λαών της Σοβιετικής Ένωσης δεν πάλευαν γενικά και αόριστα ενάντια στον εισβολέα, αλλά για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας -ενώ όσοι έβλεπαν τα συμφέροντά τους να θίγονται από αυτήν, πέρασαν ανοιχτά με το πλευρό των Ναζί. Είναι επίσης σημαντικό πως η εργατική τάξη και η πολιτική της πρωτοπορία θα πετύχει αυτή την ευρεία συσπείρωση με την επιβεβαίωση του ρόλου της στην πράξη, σε μια σειρά καθήκοντα, και όχι κάνοντας από θέση αρχής υποχωρήσεις απέναντι σε άλλες, σύμμαχες τάξεις, στο όνομα μιας εθνικής ή παλλαϊκής ενότητας.
Ένα δεύτερο θεωρητικό ζήτημα που έμπαινε γενικά, είναι το εξής: αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η μεταβατική μορφή μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού και η ταξική πάλη οξύνεται στο σοσιαλισμό -όπως είχε γράψει ο Στάλιν- τότε πώς και πότε ακριβώς φτάνουμε στην απονέκρωση του κράτους, που θα μας οδηγήσει στο κομμουνιστικό στάδιο; Πώς δικαιολογείται ο ισχυρισμός της όξυνσης, εφόσον το κόμμα των μπολσεβίκων εκτιμούσε πχ τη δεκαετία του 30′ πως έχουν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και έχουν εξαλειφθεί οι εναντίον του απειλές από τη σοβιετική κοινωνία;
Παράλληλα, υπήρχε μια αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού μετώπου, όπου είχαν τεθεί οι βάσεις του σοσιαλισμού και οι βασικές κοινωνικές τάξεις (εργατική τάξη, αγροτιά, διανόηση) δεν είχαν ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, και του εξωτερικού τομέα, με τον Ψυχρό Πόλεμο και τα σφυριά του ιμπεριαλισμού να βαράνε συντονισμένα στην ίδια κατεύθυνση, βάζοντας στο στόχαστρο τη Σοβιετική Ένωση. Ασφαλώς αυτά τα δύο δε χωρίζονταν με στεγανά, δημιουργούνταν όμως μια ιδιαίτερη “παράδοξη” κατάσταση, που προκαλούσε και αντίστοιχες παραδοξολογίες σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πχ το σχήμα του “κομμουνιστικού κράτους”, με τις κρατικές, πχ στρατιωτικές δομές, να διατηρούνται ενάντια στις εξωτερικές απειλές, τη στιγμή που στο εσωτερικό θα ξεκινούσε η οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Κάποια πράγματα μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα συμπεράσματα δεν είναι τόσο εύκολα. Η ταξική πάλη προφανώς δε σταματά ποτέ, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης παραμονεύει και δίπλα μας θα φτάσει κάποια μέρα, αν χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας, για να παραφράσουμε ένα γνωστό στίχο του Φώντα Λάδη. Η οικοδόμηση δεν είναι ένα προτσές που προχωρά αυθόρμητα, από μόνο του, χωρίς συνειδητή δράση. Κι έιναι ζητούμενο πώς θα κερδίζεται συνεχώς το ενδιαφέρον και η συμμετοχή των μαζών σε αυτήν, παράλληλα με την απαιτούμενη εγρήγορση ενάντια στον ταξικό εχθρό, που δεν είναι άμεσα ορατός και κρύπτεσθαι φιλεί ή μπορεί να βρίσκεται μέσα μας, στη δύναμη της συνήθειας, του παλιού που αργοπεθαίνει, αλλά αντιστέκεται κι επιβιώνει με χίλιους τρόπους, από κάθε πιθανή χαραμάδα. Όσο για την απονέκρωση, είναι οπωσδήποτε κάτι που θα απασχολήσει τις επόμενες γενιές, ακόμα και αν υποθέσουμε πως εμείς θα “αξιωθούμε” να προλάβουμε μια επανάσταση στα κοντά.
Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να κρατήσουμε ως γενική αρχή πως παρά τα όσα λέγονταν -και είχαν μια κάποια βάση- για το γιγαντισμό και την υπέρμετρη διόγκωση του δημόσιου τομέα στη Σοβιετική Ένωση και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, στην πράξη είχαμε εφαρμογή αυτού που σημείωνε ο Ένγκελς για το “μισο-κράτος”, που παύει να είναι ουσιαστικά τέτοιο από τη στιγμή που παίρνει στην κατοχή του τα μέσα παραγωγής στο όνομα ολόκληρης της κοινωνίας και σταδιακά -σε βάθος χρόνου- παύει να είναι ένας καταπιεστικός μηχανισμός, εφόσον εκφράζει τη συντριπτική πλειοψηφία και τα συμφέροντά της ενάντια σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που υπερασπίζονται το παλιό.