Η “Ελένη” του Νίκου Γκατζογιάννη και ο βόρβορος της ιστορικής ανακρίβειας – Μέρος 2ο
Στη συνέχεια του άρθρου μας για το βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη, Ελένη θα εξετάσουμε από κοντινότερη απόσταση την υπόθεση της εκτέλεσης της μητέρας του, Ελένης Γκατζογιάννη. Ακολουθώντας και αναλύοντας, τα σχόλια του Αναστάση Τάκα.
Στη συνέχεια του άρθρου μας για το βιβλίο του Νίκου Γκατζογιάννη, Ελένη θα εξετάσουμε από κοντινότερη απόσταση την υπόθεση της εκτέλεσης της μητέρας του, Ελένης Γκατζογιάννη. Ακολουθώντας και αναλύοντας, τα σχόλια του Αναστάση Τάκα.
Θα ξεκινήσουμε θυμίζοντας ότι το χωριό Λιας ήδη από το 1943 ήταν γνωστό ως “μικρή Μόσχα” λόγω της αθρόας συμμετοχής του πληθυσμού του στον ΕΛΑΣ, αλλά κράτησε επάξια αυτό του προσωνύμιο καθώς μεγάλη ήταν η συμμετοχή του και στο ΔΣΕ.Ωστόσο στο βιβλίο του Γκατζογιάννη αναφέρεται εκατόμβη αγνώστων νεκρών στο χωριό Λιας που εκτελούνταν αυθαιρέτως και σχεδόν καθημερινά από τη Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Ο Γκατζογιάννης μιλά για εκτελέσεις χωρικών “πίσω από τα σπίτια τους” και ομαδικούς τάφους. Αναφέρει πως οι χωριανοί κατέδιδαν ο ένας τον άλλο, με ασήμαντες αφορμές, στην Πολιτοφυλακή και ακολουθούσας βασανιστήρια και εκτελέσεις. Γράφει: “Αν μια χωριανή κουραζότανε από τις αγγαρείες, μπορούσε να πάει στην Πολιτοφυλακή και να πει πως μια άλλη συχωριανή είχε βάλει εξεπίτηδες μια πέτρα στο πόδι του μουλαριού της και αυτό κούτσαινε. Παρευθείς, η γειτόνισσα συλλαμβάνονταν, ανακρίνονταν και εξαφανίζονταν.”
Αυτό το χοντροκομμένο ψέμα έχει όπως φαίνεται “κοντά ποδάρια” για μια σειρά λόγων. Καταρχήν, μιλάμε για την περίοδο που ο ΔΣΕ έχει μόλις αποκρούσει και ανατρέψει το σχέδιο “Πέργαμος” και το σχέδιο “Ιέραξ” και βρίσκεται σε επιφυλακή για τις επόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Θεωρούμε λοιπόν μάλλον απίθανο, η Λαϊκή Πολιτοφυλακή να ασχολούταν με πέτρες και ξεπετάλωτα μουλάρια. Κατά δεύτερον, σημειώνουμε την επιλεκτική αμνησία του συγγραφέα, αλλά και τη σύμπτωση, κανένας μάρτυρας, κανένα δημοτολόγιο και γενικώς καμιά πηγή, να μην αναφέρουν έστω ένα όνομα των δεκάδων εκτελεσθέντων χωρικών. Κατά τρίτον και όταν μεσούσης της Δικτατορίας, ο Γκατζογιάννης τέλεσε την πρώτη εκδήλωση μνήμης στη μητέρα του, αλλά ως και σήμερα, κανένας ομαδικός τάφος δεν έχει βρεθεί στο χωριό Λιας. Ούτε ένας από τους δεκάδες εκτελεσθέντες χωρικούς. Ούτε καν σε εποχές που το καθεστώς θα έτριβε τα χέρια του, με μια τέτοια ανακάλυψη. Επίσης, σε απογραφή του 1941, ο πληθυσμός του χωριού ανέρχεται στους 787 κατοίκους. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι του χωριού παρέμεναν ίδιοι σε αριθμό ως το 1948, η διενέργεια “δεκάδων εκτελέσεων” θα σήμαινε μια σημαντική ραγδαία μείωση του πληθυσμού και παράλληλα μια υποστελέχωση των δομών λαϊκής αυτοδιοίκησης που είχε οργανώσει ο ΔΣΕ και η ΠΔΚ. Αυτό θα σήμαινε κάτι που ούτε στο Μεσαίωνα δεν θα ήταν λογικό: Την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της τοπικής κοινωνίας, στην οποία η “εξουσία” βασιζόταν…
Η εικονική εκτέλεση των 117 φαντάρων
Σε κάθε περίπτωση, ας περάσουμε στους 117 οπλίτες. Γνωστή και καλά καταγεγραμμένη πρακτική του ΔΣΕ ήταν η παρουσίαση δύο εναλλακτικών στους αιχμάλωτους φαντάρους: Είτε να πολεμήσουν με τον ΔΣΕ, είτε να αφεθούν ελεύθεροι να επιστρέψουν, χωρίς τον εξοπλισμό τους και ντυμένοι με ρουχισμό πολίτη.
Ο Γκατζογιάννης αναφέρει ότι οι 117 μεταφέρθηκαν σε κάποιο νταμάρι και εκτελέστηκαν και πως τα κόκαλά τους βρέθηκαν πολλά χρόνια μετά από κάποιον βοσκό. Παρόλα αυτά, η επίσημη Ιστορία Στρατού, δεν αναφέρει κανένα τέτοιο περιστατικό, ούτε καν εικασίας για την εκτέλεση 117 οπλιτών μετά τη μάχη της Πόβλας. Προφανώς λοιπόν, οι φαντάροι αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι και καταγράφηκαν μετέπειτα, όταν επέστρεψαν σε περιοχές ελέγχου του κυβερνητικού στρατού.
Θυμίζουμε ότι στις εκδόσεις της ΔΙΣ οι νεκροί έχουν καλά καταγραφεί και έχουν ληφθεί υπόψη τα ημερολόγια μονάδων.
O ίδιος ο Γκατζογιάννης αναφέρει στο βιβλίο του: “Κατά το πλείστον, οι γείτονές μας μας αποφεύγανε ή πρόδωσαν τη μάνα μου”, αλλού αναφέρει ότι η θεία του και ο πατέρας του, του είχαν πει δεκάδες φορές, ότι ήταν οι συχωριανοί τους που κατάγγειλαν τη μητέρα του στο κλιμάκιο της Λαϊκής Πολιτοφυλακής. Γεγονός που σημαίνει ότι στη δίκη της υπήρχαν μάρτυρες κατηγορίας, που συμμερίζονταν τον αγώνα του ΔΣΕ και είχαν αναφέρει τη δράση της Γκατζογιάννη.
Η υπόθεση των επιχειρήσεων φυγής ξεκινούν όταν, κατ’ ομολογία του Γκατζογιάννη, η μητέρα του έρχεται σε επαφή με τον πρώην ΕΔΕΣίτη Μηνά Στρατή, την άνοιξη του 1947. Ο Στρατής, που την ενημερώνει ότι πλέον εργάζεται στην Ασφάλεια του Στρατού και ότι έχει έρθει στο χωριό για κάποια ανάκριση, την προτρέπει να διαφύγει, καθώς ο ΔΣΕ σύντομα θα καταλάβει το μέρος.
Σε άλλο σημείο του βιβλίου “ΕΛΕΝΗ” μαθαίνουμε ότι τα συνθήματα για την αποχώρηση της Ελένης και των παιδιών της από το χωριό είναι δύο: Πρώτον, η φράση “τα στάχυα μεστώσανε για θέρος”, την οποία της μεταφέρει κάποια χωρική μυημένη στην επιχείρηση και μια μεγάλη φωτιά που θα ανάψει στο ύψωμα Μεγάλη Ράχη, στις θέσεις του κυβερνητικού στρατού.
Εδώ δημιουργείται η εξής απορία: Τόσο εύκολα ένας ή μερικοί έστω πολίτες μπορούσαν να φθάσουν στις θέσεις του κυβερνητικού στρατού και να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά;
Προφανώς όχι. Προφανώς μόνο κατόπιν συνεννόησης με τον ίδιο τον κυβερνητικό στρατό και ασφαλώς μέσω της υπηρεσίας πληροφοριών του. Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι το ποιος ήταν ο σύνδεσμος της Ελένης Γκατζογιάννη με τον κυβερνητικό στρατό. Ήταν ο Μηνάς Στρατής; Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται ποτέ σε αυτό, όμως θεωρεί δεδομένο ότι οι αναγνώστες του, θεωρούν αυτονόητο ότι σε εμπόλεμη κατάσταση, ο κυβερνητικός στρατός θα άφηνε πολίτες να περιδιαβαίνουν στις γραμμές του.
Εύλογα λοιπόν φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελένη Γκατζογιάννη ήταν μέλος ενός κυκλώματος που είτε καθοδηγούταν, είτε εποπτευόταν από την Ασφάλεια Στρατού.
Η πράξη της συνιστούσε λοιπόν βαρύτατο αδίκημα για ένα στρατοδικείο. Όχι για ένα κομμουνιστικό στρατοδικείο, αλλά για ένα οποιοδήποτε στρατοδικείο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις οδηγίες για “κανέναν οίκτο” στους καπαπίτες, που έδωσε ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, κατά την έναρξη του σχεδίου “Περιστέρα” στην Πελοπόννησο.
Σε οποιοδήποτε λοιπόν στρατό, οποιαδήποτε ιστορική περίοδο, η Ελένη Γκατζογιάννη θα αντιμετώπιζε το απόσπασμα.
Βασανίστηκε τελικά η Ελένη Γκατζογιάννη;
Στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου ΕΛΕΝΗ, ο συγγραφέας επιδίδεται με αφοσίωση στο να πείσει τον αναγνώστη για τον βασανισμό της μητέρας του. Αναφέρει μάλιστα δύο είδη βασανιστηρίων που υπέσθη: Τη φάλαγγα και την εξάρθρωση των χεριών, με σχοινί δεμένο πίσω από την πλάτη.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο ΔΣΕ βασάνιζε γυναίκες και μάλιστα φρικτά, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί; Τι ήθελαν οι “δήμιοι” της Γκατζογιάννη να της αποσπάσουν όταν, όλα τα μέλη του δικτύου της φυγής είχαν συλληφθεί, συχωριανοί τους (όπως αναφέρει ο Γκατζογιάννης) είχαν αποκαλύψει το σχέδιό τους και μάλιστα, η μαχήτρια του ΔΣΕ Μηλιά Ντουμπρογιάννη που γνώριζε το σχέδιο, μέσω της μητέρας της, το αποκάλυψε στην Πολιτοφυλακή.
Προφανώς λοιπόν, πέραν των σαδιστικών ενστίκτων, που για τον Γκατζογιάννη είναι αυταπόδεικτα για κάθε κομμουνιστή και μαχητή του ΔΣΕ, οι “δήμιοι” της Γκατζογιάννη δεν χρειαζόταν καμιά περαιτέρω απόδειξη ή ομολογία.
Αργότερα, ο Γκατζογιάννης στη σελίδα 463, του βιβλίου, επανέρχεται στο σενάριο των “μερικών ξυλοδαρμών” που χρειάστηκαν για να “σπάσει” η μητέρα του, για να μας μιλήσει παρακάτω ξανά για φρικτά μαρτύρια και φάλαγγα. Ωστόσο, σε διάστημα από τη 19η έως την 28η Αυγούστου (ημέρα σύλληψης και εκτέλεσης της Γκατζογιάννη), μεσολαβούν μόλις 9 ημέρες. Διάστημα στο οποίο είναι αδύνατο για κάποιον που έχει υποστεί φάλαγγα και μάλιστα επανειλημμένα να κάνει μερικά βήματα, όχι να περπατήσει “σε απόκρημνο μονοπάτι για τον τόπο της εκτέλεσης”.
Το αναληθές του βασανισμού αποκαλύπτεται επίσης, στο γεγονός ότι την ημέρα της εκτέλεσής της, η Ελένη Γκατζογιάννη “τρέχει στη μεγάλη κάμαρα του σπιτιού της, για να βάλει το εικόνισμα της Παναγίας στη θέση του”, ενώ πλήθος χωρικών τη βλέπουν να περπατά, με τους άλλους μελλοθανάτους στον τόπο της εκτέλεσης.
Σοβαρότερη μαρτυρία για το ζήτημα του βασανισμού, προέρχεται από το βιβλίο του Αναστάση Τάκα και τη συνέντευξη του μαχητή του ΔΣΕ Αριστείδη Φλιούκα, που ζούσε προφανώς ως πολιτοφύλακας στο χωριό Λιας. Ο Φλιούκας αναφέρει κατηγορηματικά ότι δεν υπήρξαν βασανισμοί, λέγοντας ότι η Ελένη Γκατζογιάννη “Μίλησε αμέσως και τα ‘πε όλα. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, από την πρώτη στιγμή και έλεγε ακόμα και πράγματα για τα οποία δεν την είχανε ρωτήσει”.