Το πραξικόπημα του Κονδύλη – Με το ζόρι βασιλιά
Η αποφασιστικότητα της άρχουσας τάξης και των Βρετανών να επαναφέρουν τον εξόριστο βασιλιά Γεώργιο Β’, μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο με μια δικτατορικού τύπου κυβέρνηση, που έλαβε να σχηματίσει μετά από πραξικόπημα ο έμπειρος σ’αυτά Γεώργιος Κονδύλης.
Ήταν πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1935, όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος κατέβαινε την Κηφισίας με κατεύθυνση το πολιτικό του γραφείο. Ξάφνου ένα αμάξι του έκοψε το δρόμο κορνάροντας. Τρεις αξιωματικοί, ο Διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού Α. Παπάγος και οι αρχηγοί Ναυτικού και Αεροπορίας, κατέβηκαν από το όχημα και του ζήτησαν να γυρίσει σπίτι του όπου του ανακοίνωσαν πως ο Στρατός ζητούσε άμεση παλινόρθωση της μοναρχίας, με τον Τσαλδάρη να ανακοινώνει την πολιτειακή αλλαγή στη Βουλή το ίδιο βράδυ.
Ο πρωθυπουργός αντέτεινε πως σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να τηρήσει την υπόσχεσή του για διενέργεια δημοψηφίσματος. Τότε οι αξιωματικοί ανακοίνωσαν πως οι Ένοπλες Δυνάμεις αναλάμβαναν πια τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Τσαλδάρης συμβουλεύτηκε τους υπουργούς του και τον αντιπρόεδρό του Γεώργιο Κονδύλη, ο οποίος τον προέτρεψε να δεχτεί τους όρους των στρατιωτικών.
Στην πραγματικότητα ο Κονδύλης, διαχρονικός πρωταγωνιστής κινημάτων από το Γουδή ως τότε, πρώην βενιζελικός και νυν φανατικός φιλομοναρχικός, υπήρξε ιθύνων νους του πραξικοπήματος. Η κυβέρνηση περιορίστηκε σε γραπτή διαμαρτυρία
ενώ στη συνέχεια ο Τσαλδάρης διευκόλυνε τη νέα κυβέρνηση του Κονδύλη, αποσύροντας τους 165 βουλευτές του, με αποτέλεσμα ο Κονδύλης να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Η νέα Βουλή όρισε τον Κονδύλη αντιβασιλέα ως τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις 3 Νοέμβρη 1935, ενώ μετά κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, επιβλήθηκε λογοκρισία και συνελήφθησαν και εξορίστηκαν κομμουνιστές και αντίπαλοι του βασιλιά.
Το ΚΚΕ είχε διαβλέψει ήδη από την Δ’ Ολομέλεια της ΚΕ στα τέλη Σεπτέμβρη ότι υπήρχε κίνδυνος μοναρχικής παλινόρθωσης και φασιστικής δικτατορίας, με πρωταγωνιστή τον Κονδύλη. Δύο μέρες μετά το πραξικόπημα, η ΚΕ του κόμματος εκτιμούσε πως: «Το δικτατορικό πραξικόπημα του Κονδύλη, που συνοδεύεται απ’ την άμεση μοναρχική παλινόρθωση, εκφράζει την απόφαση των πιο αντιδραστικών, τρομοκρατικών κύκλων των κυρίαρχων τάξεων ν’ αντιμετωπίσουν με τη φωτιά και το σίδερο την αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσφορία και μαζική πάλη, να λύσουν αντιλαϊκά, φασιστικά τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις της αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας»
Πράγματι η πλειονότητα της άρχουσας τάξης, σε σύμπνοια με το Βρετανικό παράγοντα, επιθυμούσε την επιστροφή του βασιλιά στο θρόνο ως παράγοντα ενότητας μετά από χρόνια ενδοαστικής έριδας (βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί) σε μια εποχή που το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο, όπως πιστοποιούσαν οι απεργίες εκείνης της χρονιάς. Δεν αρκούσε όμως μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση, έστω και φιλομοναρχική, όπως των Λαϊκών, για να διασφαλιστεί η λαϊκή συναίνεση στο δημοψήφισμα. Οι ίδιοι οι Βρετανοί υπολόγιζαν την απήχηση της μοναρχίας στο 40% του πληθυσμού στην καλύτερη περίπτωση.
Βρέθηκε λοιπόν ως “από μηχανής θεός” ο Κονδύλης για να διεξαγάγει ένα δημοψήφισμα-οπερέτα, όπου βάσει των επίσημων στοιχείων ψήφισαν 432.000 άτομα περισσότερα από τις εκλογές του Ιουνίου την ίδια χρονιά, με την παλινόρθωση να λαμβάνει το “εκπληκτικό” 97,8% των ψήφων. Η ενθουσιώδης υποδοχή του αποτελέσματος από τον ευρισκόμενο στο Παρίσι Βενιζέλο έδειχνε ότι οι υπολογισμοί περί ομόνοιας στο αστικό στρατόπεδο μεσω επιστροφής του Γεωργίου Β’ είχαν πέσει μέσα. Ο δρόμος προς τη δικτατορία Μεταξά με τη σύμπραξη ή την ανοχή των περισσότερων αστικών πολιτικών δυνάμεων είχε ήδη ανοίξει.