Αριστερά και αντισημιτισμός
Αριστερός αντισημιτισμός δεν υπάρχει. Κάθε μορφή ρατσισμού είναι αντίθετη με το ιδεολογικό και ηθικό φορτίο της αριστεράς. Αλλά ο αντισημιτισμός αποτελεί πραγματικό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία, τις διαστάσεις του οποίου, όσοι δεν το βιώνουμε, συχνά δεν συνειδητοποιούμε.
Αριστερός αντισημιτισμός δεν υπάρχει· κάτι τέτοιο θα ήταν αντίφαση εν τοις όροις, καθώς κάθε μορφή ρατσισμού είναι αντίθετη με το ιδεολογικό και ηθικό φορτίο της αριστεράς. Υπάρχει όμως, αντισημιτισμός στην αριστερά;
Αφορμή γι’αυτό το άρθρο ήταν η παρουσίαση από τον Απόστολο Λυκεσά στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (05.05.2017) της έρευνας του Ιδρύματος “Heinrich Böll” στην Ελλάδα, που συνδέεται με τους Γερμανούς Πράσινους, με τίτλο «Αντι-σημιτισμός στην Ελλάδα σήμερα» και συντάκτες τους Γιώργο Αντωνίου, Σπύρο Κοσμίδη, Ηλία Ντίνα και Λεόν Σαλτιέλ, οι αντιδράσεις που ακολούθησαν από φορείς και προσωπικότητες της αριστεράς και ο σχολιασμός τους –ξανά στην «Εφημερίδα των Συντακτών»- αυτή τη φορά από τον Δημήτρη Ψαρά (27.05.2017 & 31.05.2017).
Η έρευνα συμπεραίνει ότι ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα διαχέεται σε όλο το πολιτικό φάσμα, της αριστεράς συμπεριλαμβανομένης. Έτσι, το ζήτημα άνοιξε, όμως ο διάλογος αποδείχτηκε δύσκολος. Είναι αλήθεια ότι ένας τέτοιος διάλογος είναι ναρκοθετημένος από το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται, καθώς κάθε συζήτηση για τον αντισημιτισμό, αναπόφευκτα συνδέεται με τη διαμάχη στη Μέση Ανατολή, όχι μόνο γιατί υπάρχουν κάποιοι που κρύβουν τον αντισημιτισμό τους πίσω από την κριτική στο Κράτος του Ισραήλ, αλλά και γιατί το Ισραήλ και οι υποστηρικτές του προσπαθούν να σιγήσουν κάθε εναντίον τους κριτική ταυτίζοντάς την με τον αντισημιτισμό.
Θα αποπειραθούμε να διερευνήσουμε τα κίνητρα πίσω από τη δημοσίευση της έκθεσης, τεκμηριώνοντας την άποψή μας στα χαρακτηριστικά της: τη μεθοδολογία της και την ιδεολογία που αναδύεται πίσω από τις ουδέτερες ακαδημαϊκές διατυπώσεις της, αλλά και τα χαρακτηριστικά του φορέα που τη διεξήγαγε και των εκλεκτικών του πολιτικών συγγενειών.
Είναι όμως ανάγκη να μη μείνουμε μόνο στην αναζήτηση σκοπιμοτήτων. Ο αντισημιτισμός δεν είναι μία ψευδοέννοια που χρησιμεύει σαν πολιτικό εργαλείο. Είναι μια ανησυχητική πραγματικότητα, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου ένα ανοιχτά αντισημιτικό νεοναζιστικό κόμμα τερμάτισε τρίτο στις κάλπες σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Είναι χρήσιμο, για τον ιδεολογικό εξοπλισμό του κόσμου της αριστεράς να συζητήσουμε για το φαινόμενο και να το οριοθετήσουμε εννοιολογικά, όχι μόνο για να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την εργαλειοποίησή του, αλλά εντέλει λόγω επείγουσας ανάγκης αντιμετώπισής του. Χρειάζεται επίσης, η τόλμη να κάνουμε αυτοκριτική και να αναγνωρίσουμε λανθασμένες επιλογές, όχι αυτοθυματοποιούμενοι ή απολογούμενοι σε φορείς πολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλά για χάρη της συνέπειας, της συγκρότησης και της πολιτικής αποτελεσματικότητάς μας.
Η έρευνα του Ιδρύματος “Heinrich Böll”
Την έρευνα «Αντι-σημιτισμός στην Ελλάδα σήμερα» διεξήγαγε το ίδρυμα ενός κόμματος, των Γερμανών Πρασίνων, το οποίο, ενώ έχει συχνά ενδιαφέρουσες θέσεις σε ζητήματα ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, όποτε συγκυβέρνησε, υποστήριξε με υπερβάλλοντα ζήλο τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις του γερμανικού κράτους στο εξωτερικό (ποιος ξεχνά τον Γιόσκα Φίσερ;) ενώ ο βουλευτής του Φόλκερ Μπεκ έχει υπάρξει πρόεδρος της «επιτροπής Γερμανο-Ισραηλινής Φιλίας». Το ζήτημα είναι βέβαια, να δούμε αν και κατά πόσο τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά της έρευνας. Ας την εξετάσουμε λοιπόν από πιο κοντά:
Η ίδια η έρευνα ισχυρίζεται ότι επιβεβαιώνει τα ευρήματα μιας παλαιότερης παγκόσμιας έρευνας για τον αντισημιτισμό, που πραγματοποιήθηκε το 2014 από την οργάνωση “Anti–Defamation League”, μια έρευνα που δέχτηκε οξύτατη κριτική για την αντικειμενικότητά της (π.χ. από τον Νόα Φέλντμαν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ ή από την ισραηλινή δημοσιογράφο της “Ha’aretz” Αμίρα Χας). Αξίζει να σχολιάσουμε ότι η “Anti–Defamation League” δεν είναι ένας αξιόπιστος φορέας επιστημονικού κύρους. Με αυτό, δεν εννοούμε ότι οι έρευνες πάνω στις διάφορες μορφές ρατσισμού είναι απροκατάληπτες μόνο όταν γίνονται από κάποιον υποτιθέμενο «ουδέτερο τρίτο» και όχι από οργανώσεις των πληθυσμών που βρίσκονται στο στόχαστρό τους, άλλα ότι η “Anti–Defamation League” είναι τμήμα του φιλοϊσραηλινού λόμπυ στις Ηνωμένες Πολιτείες, που υπηρετεί συγκεκριμένα κρατικά συμφέροντα, και χρησιμοποιεί συχνά μεθόδους όπως η λογοκρισία, η συκοφαντία και ο εκφοβισμός. Το ότι το Ίδρυμα “Heinrich Böll” τη θεωρεί αξιόπιστη, ήδη μας προϊδεάζει τουλάχιστον ως προς τις ιδεολογικές του αναφορές.
Στο σημείο αυτό, θα εξετάσουμε τη μεθοδολογία της έρευνας, σχολιάζοντας δύο από τις ερωτήσεις με βάση τις οποίες αποδεικνύεται ο αντισημιτισμός του ερωτώμενου. Θα δούμε ότι πρόκειται για ερωτήσεις που δεν εξετάζουν αρνητικές κρίσεις ή διάθεση διακρίσεων εις βάρος των Εβραίων, συγκρίνοντάς τις, ενδεχομένως, με αυτές ενάντια σε άλλες θρησκευτικές κοινότητες ή εθνικές ομάδες, αλλά για ερωτήσεις που εξετάζουν προκαταλήψεις ή συνωμοσιολογικές απόψεις απέναντι στους Εβραίους, χωρίς όμως να είναι σαφές αν λαμβάνουν υπόψη πώς τις κατανοεί ο ερωτώμενος, σε ποιο πλαίσιο τις εντάσσει και ποια είναι τα πιθανά κίνητρα των απαντήσεών του. Αντίθετα, φαίνεται να θεωρούν ότι όλοι αντιλαμβάνονται ως δεδομένο όλο το ιδεολογικό βάθος που τους αποδίδει ο ερωτών.
Παράδειγμα 1:
«Οι Εβραίοι εκμεταλλεύονται το Ολοκαύτωμα για να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση από διεθνή κέντρα αποφάσεων».
Εδώ, η θετική απάντηση θεωρείται αντισημιτική, και αντικειμενικά είναι, καθώς αποδίδει κοινή συμπεριφορά και κοινές (και μάλιστα δόλιες) στοχεύσεις σε μια ολόκληρη εθνική ομάδα. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι μπορεί «οι Εβραίοι» γενικά να μην κάνουν πολιτική χρήση του Ολοκαυτώματος, αλλά δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για το Κράτος του Ισραήλ. Έτσι, η θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό συμπεριλαμβάνει τόσο τους κλασικούς αντισημίτες συνωμοσιολόγους, όσο και αυτούς που κάνουν την ταύτιση των Εβραίων με το Ισραήλ, συνειδητά ή αυτούς που την κάνουν ασυνείδητα και που είναι πολύ πιθανόν αν η ερώτηση ήταν διατυπωμένη με μεγαλύτερη σαφήνεια και έκανε η ίδια τη διάκριση, θα απαντούσαν διαφορετικά.
Στο σχολιασμό της ερώτησης, διαβάζουμε: «η πρώτη από αυτές αποτελεί έναν από τους κοινούς τόπους του αντισημιτισμού. Διαδίδεται με σκοπό την ταυτόχρονη απονομιμοποίηση της μνήμης του Ολοκαυτώματος με την έμμεση άρνηση της ίδιας της σημασίας του, ενώ συγχρόνως επικαλείται γνωστές θεωρίες συνωμοσίας για προνομιακή μεταχείριση του Κράτους του Ισραήλ από τη Διεθνή Κοινότητα». Εδώ, είναι οι ίδιοι οι ερευνητές που ταυτίζουν «τους Εβραίους» της ερώτησης με το Κράτος του Ισραήλ, πράγμα που αν το έκαναν άλλοι, θα ισχυρίζονταν ότι αποτελεί έναν από τους κοινούς τόπους του αντισημιτισμού, και θεωρούν ως δεδομένο ότι η προνομιακή μεταχείριση του Ισραήλ είναι θεωρία συνωμοσίας, παρά το γεγονός ότι αυτό προστατεύεται σταθερά, όχι από τη «Διεθνή Κοινότητα», αλλά από έναν πολύ συγκεκριμένο μέλος της, που διαθέτει το προνόμιο του βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Αντισημιτισμός είναι να θεωρείς ότι αυτή η προστασία είναι αποτέλεσμα του ελέγχου που ασκεί το φιλοϊσραηλινό λόμπυ (ως αντισημίτης, μπορεί να χρησιμοποιείς και κάποιον πιο ωμό εθνοφυλετικό όρο) στην κυβέρνηση του κράτους αυτού και όχι από την εκ μέρους του εκτίμηση των δικών του κρατικών συμφερόντων.
Παράδειγμα 2:
«Οι Ισραηλινοί συμπεριφέρονται στους Παλαιστίνιους, όπως ακριβώς συμπεριφέρθηκαν οι ναζί στους Εβραίους».
Η πρόταση αυτή αντικειμενικά είναι αντισημιτική γιατί υποβαθμίζει το Ολοκαύτωμα εξισώνοντάς το με ένα μικρότερης κλίμακας έγκλημα. Παρόλαυτά, κάποιος θα μπορούσε να εκλάβει μια αρνητική απάντηση, ως συμφωνία με τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι Ισραηλινοί στους Παλαιστίνιους και να δηλώσει την αντίθεσή του απαντώντας θετικά. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει έλλειψη κατανόησης της ερώτησης και όχι αντισημιτική διάθεση για υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος και θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν η ερώτηση είχε διατυπωθεί π.χ. ως εξής: «Είναι ίσης βαρύτητας η εθνοκάθαρση και κατοχή της Παλαιστίνης από το Ισραήλ, με τη βιομηχανική γενοκτονία των Εβραίων, λόγω ενός παράλογου φυλετικού μίσους, από τους ναζί κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;» Η ερώτηση συνοδεύεται από ένα διάγραμμα κατανομής των θετικών απαντήσεων στο πολιτικό φάσμα, έτσι ώστε η αριστερά να εμφανίζεται πιο αντισημιτική από την κεντροαριστερά και στη συνέχεια η ανοδική πορεία του αντισημιτισμού να συμβαδίζει με την πορεία προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Πόσο εύκολο είναι να βγάλουμε συμπεράσματα για την κατανομή του αντισημιτισμού στο πολιτικό φάσμα από την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, όταν οι διαφορές ανάμεσα στην αριστερά και την κεντροαριστερά μπορεί να οφείλονται στη μεγαλύτερη συμφωνία, που μπορεί να υπάρχει στην κεντροαριστερά με τον τρόπο που συμπεριφέρεται το Ισραήλ στους Παλαιστινίους (οπότε δεν τίθεται καν ζήτημα σύγκρισης με τους ναζί).
Και οι δύο ερωτήσεις έχουν το προβληματικό στοιχείο ότι οι «σωστές απαντήσεις» προϋποθέτουν τη δυνατότητα ο ερωτώμενος να κάνει πολιτικές και ιδεολογικές διακρίσεις, που προϋποθέτουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό συμμετοχή στον ακαδημαϊκό ή τον πολιτικό διάλογο σχετικά με τον αντισημιτισμό, κάτι που δεν ισχύει για την πλειοψηφία των συμπολιτών μας. Το ίδιο το ερωτηματολόγιο εμπεριέχει έτσι την ιδεολογική αντίληψη ότι ο ρατσισμός είναι προκατάληψη ή άγνοια και όχι σχέση εξουσίας και τρόπος διακυβέρνησης και ότι ως εκ τούτου οι λαϊκές μάζες είναι άξεστες και ρατσιστικές, σε αντίθεση με τις μορφωμένες ελίτ. Το πρόβλημα θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν τις κρίσιμες εννοιολογικές διακρίσεις τις έκανε το ίδιο το ερωτηματολόγιο, αντί οι ερευνητές να περιμένουν τους ερωτώμενους να την πατήσουν για να δικαιωθούν οι υποθέσεις τους.
Τα όσα αναφέραμε για τη σχέση της ιδεολογίας των ερευνητών με τη μεθοδολογία της έρευνας, καθιστούν τη δυσπιστία απέναντί της αρκετά δικαιολογημένη και δεν θα κατηγορήσω όποιον είδε με καχυποψία την παρουσίασή της από την «Εφημερίδα των Συντακτών». Χωρίς να αποδεικνύει προθέσεις, το γεγονός ότι η αρθρογραφία της εφημερίδας στην πλειοψηφία της στηρίζει –συχνά φτάνοντας στο επίπεδο χυδαίου απολογητισμού- μια κυβέρνηση που όχι μόνο επιτίθεται στους όρους ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας, αλλά ακολουθεί και την πιο απροσχημάτιστη φιλοϊσραηλινή εξωτερική πολιτική από τη μεταπολίτευση, μετακίνησε αναπόφευκτα τον άξονα της συζήτησης από την ουσία στην αναζήτηση σκοπιμοτήτων.
Και η αριστερά; Τα λέει και τα κάνει όλα καλά;
Στο σημείο αυτό θα προχωρήσουμε στο δύσκολο κομμάτι, αυτό της αυτοκριτικής. Καταρχήν, θα πρέπει να αποφορτίσουμε τη συζήτηση και να την απεμπλέξουμε από το πλέγμα των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Δεν επιθυμούμε να κολλήσουμε τη ρετσινιά του αντισημίτη σε κανέναν, αλλά να συζητήσουμε για αδυναμίες και λάθη που καλώς ή κακώς τα ανέδειξε η έρευνα του “Heinrich Böll”.
Τα λάθη αυτά οφείλονται σε δύο παράγοντες:
1. Ζητήματα όπως ο αντισημιτισμός που επανέρχονται με οδυνηρό τρόπο στην επικαιρότητα, με την άνοδο από τους υπονόμους της ιστορίας των νεοναζιστών της Χρυσής Αυγής, σε μεγάλο βαθμό η αριστερά τα υποτιμά και το μεγαλύτερο μέρος των οργανώσεών της δεν τα συζητά με οργανωμένο τρόπο, αφήνοντάς τα στην προσωπική αναζήτηση των μελών.
2. Τα περισσότερα από τα μέλη και τα στελέχη των οργανώσεων της αριστεράς ανήκουν στην πλειοψηφούσα εθνική ομάδα της ελληνικής κοινωνίας, προέρχονται από οικογένειες ελληνικές και ορθόδοξες, επομένως η σχέση τους με το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό δεν είναι βιωματική, αλλά θεωρητική. Επομένως, ανεξάρτητα από προθέσεις, αν δεν έχουμε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας κάνουμε πολιτικές επιλογές που υποτιμούν τον τρόπο που τις αντιλαμβάνονται όσοι έχουν βιωματική σχέση με τον αντισημιτισμό. Με άλλα λόγια, πράττουμε σαν να είμαστε υπόλογοι μόνο σε εθνικά και όχι και σε εβραϊκά ακροατήρια.
Αποτέλεσμα αυτών των δύο παραγόντων είναι λάθη που θα μπορούσαν να αποφευχθούν. Τα λάθη αυτά θα μπορούσαμε να τα κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες:
1. Στη σύγχυση ανάμεσα στους Εβραίους και το Κράτος του Ισραήλ. Τη σύγχυση αυτή τη συντηρούν, με διαφορετικά βεβαίως κίνητρα μεταξύ τους, οι αντισημίτες και το Ισραήλ, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως κράτος του εβραϊκού και όχι του ισραηλινού λαού. Ο πρωθυπουργός Μπενγιαμίν Νετανιάχου είχε μάλιστα ισχυριστεί ότι εκπροσωπεί όλους τους Εβραίους, όπου γης, ακόμα κι αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί του. Ο πολιτικός διαπαιδαγωγητικός ρόλος της αριστεράς, θα έπρεπε να είναι να κάνει επιλογές που αποσαφηνίζουν και οριοθετούν τη διάκριση αυτή και δεν τη συσκοτίζουν. Έτσι, η επιλογή του ΠΑΜΕ κατά τον βομβαρδισμό του Λιβάνου από την ισραηλινή αεροπορία το 2006, να τοποθετήσει (κοντά στο) μνημείο των θυμάτων του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, φωτογραφίες των αμάχων θυμάτων του βομβαρδισμού, ήταν άστοχη. Ακόμα κι αν η ειλικρινής πρόθεση ήταν να αθροίσει τα θύματα και όχι να τα αντιπαραθέσει, για να αναδείξει οικουμενικά μηνύματα, επειδή η πολιτική γίνεται κατανοητή σε αδρές γραμμές και όχι στις ιδεολογικές υποσημειώσεις, κάτι τέτοιο μπορεί να επιτείνει τη σύγχυση στα κομματικά και γενικότερα ακροατήρια, αντί να τη διαλύσει, και να προκαλέσει στην εβραϊκή κοινότητα, που πιθανολογώ ότι δεν διαβάζει με συνέπεια ανακοινώσεις του ΠΑΜΕ, το πολύ δυσάρεστο συναίσθημα ότι βάλλεται. Για να μην εστιάζω μόνο στο χώρο του ΚΚΕ, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να εξηγήσω πόσο εκτεθειμένος ένιωσα όταν διάβασα στο πρωτοσέλιδο του ΠΡΙΝ κατά τη διάρκεια της επίθεσης στη Γάζα τη φράση «Εβραίοι φονιάδες» ή κάθε φορά που διαβάζω στις στήλες του για το «εβραϊκό λόμπυ» (μ’αυτήν την εθνο-θρησκευτική ορολογία).
2. Η δεύτερη κατηγορία είναι η υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος, που γίνεται συνήθως στο πλαίσιο της συζήτησης για το Παλαιστινιακό. Η ταύτιση του αντιπάλου με τους ναζί γίνεται και από τις δύο πλευρές της διαμάχης (ο Νετανιάχου έφτασε στο τραγελαφικό σημείο να πει ότι ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ έπεισε τον Χίτλερ να προχωρήσει στην «τελική λύση») και έχει προφανώς προπαγανδιστικό χαρακτήρα.
Η εθνοκάθαρση και η κατοχή της Παλαιστίνης μπορεί να θυμίζει στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς τη συμπεριφορά απέναντί τους των γερμανικών δυνάμεων κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά απέχει πολύ από τη συμπεριφορά τους απέναντι στους Εβραίους. Το μόνο ιδεολογικό αποτέλεσμα αυτού του τύπου της προπαγάνδας είναι να φτάνουμε να την πιστεύουμε αναπαράγοντας έναν αντισημιτικό κοινό τόπο, πιστεύοντας ότι κάνουμε πολιτική.
Ένα σχόλιο για τον Δημήτρη Ψαρά
Θεωρώ τη δημοσιογραφική πορεία του Δημήτρη Ψαρά πολύ ενδιαφέρουσα, ήδη από τα χρόνια του «Σχολιαστή», παρά το γεγονός ότι διαφωνώ με τις πολιτικές του επιλογές, ιδιαίτερα τις πιο πρόσφατες και νομίζω ότι η εμπάθεια ή η δίκη προθέσεων δεν προσθέτουν κάτι στην πολιτική κριτική. Άλλωστε, αν αποδειχτούν λανθασμένες, έχουν απλά αδικήσει έναν άνθρωπο χωρίς λόγο. Δεν νομίζω ότι είναι «μίσθαρνο όργανο», αλλά ότι στο ζήτημα της ισραηλινοπαλαιστινιακής διαμάχης, λόγω των ιδεολογικών του αποσκευών και των πολιτικών του προτεραιοτήτων, κάνει λάθος. Εκτίμησή μου είναι ότι θεωρεί πως στην αντιπαράθεση με τη Χρυσή Αυγή χρειάζονται δίαυλοι επικοινωνίας με την επίσημη εκπροσώπηση της Ισραηλιτικής Κοινότητας και ότι δεν χρειάζεται να αναδεικνύουμε ζητήματα που διχάζουν. Στο βιβλίο του για την ελληνική καριέρα των «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών», παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνει πολλές χρήσιμες και πρωτότυπες πληροφορίες στα αρκετά σημεία του που διαφωνώ (όπως ότι δέχεται αβασάνιστα ως αξιόπιστη πηγή την “Anti–Defamation League”) είναι εμφανής η επιρροή του γάλλου συγγραφέα Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ (που έχει γράψει ένα αντίστοιχο βιβλίο για τα «Πρωτόκολλα»), ο οποίος από αριστερόστροφος θεωρητικός του ρατσισμού, έχει καταντήσει νεοσυντηρητικός ρατσιστής και απολογητής του Ισραήλ. (Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η κριτική που κάνει στον Ταγκιέφ ο γαλλοϊσραηλινός αριστερός ταλμουδιστής Ιβάν Σεγκρέ).
Θα μπω στον πειρασμό να σχολιάσω δύο σημεία από τις τοποθετήσεις του Δημήτρη Ψαρά πάνω στο ζήτημα, νομίζω ενδεικτικά των ιδεολογικών του αποσκευών:
Το πρώτο είναι ότι αντίθετα με ό,τι ισχυρίζεται ο Δημήτρης Ψαράς, ο σιωνισμός (ως πολιτικό κίνημα και κρατική ιδεολογία και όχι σαν φανταστικός εχθρός του φασίστα) είναι όντως ρατσισμός, καθώς ιστορικά ως εθνικό κίνημα των Εβραίων δεν επιδίωξε το ξεπέρασμα του αντισημιτισμού διεκδικώντας ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, αλλά διεκδικώντας να αναγνωριστεί και στον Εβραίο το προνόμιο των υπόλοιπων Ευρωπαίων να μοιράζονται τη γη των μη-Ευρωπαίων, χωρίς να τους ρωτήσουν. Άλλωστε, την εποχή της αποικιοκρατίας οι ιθαγενείς στη χώρα τους δεν αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι με επιθυμίες και δικαιώματα, αλλά ως κομμάτι του τοπίου σαν τη φοινικιά και τον αμμόλοφο (για να θυμηθούμε κι εμείς τον Φραντς Φανόν).
Ο σιωνισμός, ως παιδί του 19ου αιώνα, θεωρεί αυτονόητο ότι ο Εβραίος πηγαίνει στον «πολιτισμένο κόσμο» ζητώντας άσυλο, ενώ στον «απολίτιστο» ως Ευρωπαίος, απαιτώντας εθνική κυριαρχία. Ο λεγόμενος αριστερός σιωνισμός, δεν νομίζω ότι προχώρησε πέρα από τη λογική της συνύπαρξης με τους άραβες με όρους πατερναλισμού.
Το γεγονός ότι το Ισραήλ αναγνωρίστηκε από τον Ο.Η.Ε., όταν ο οργανισμός είχε λευκή πλειοψηφία, ενώ ο κόσμος όχι, ενώ στη διάσκεψη του Ντέρμπαν που χαρακτήρισε τον σιωνισμό μορφή ρατσισμού, η ανισορροπία αυτή δεν υπήρχε, είναι μια όψη της πραγματικότητας, ανοιχτή σε προβληματισμό.
Το δεύτερο είναι ότι ευτυχώς, στον 21ο αιώνα, μεγάλο μέρος της αριστεράς θεωρεί ότι τα σοσιαλιστικά πειράματα που πραγματοποιούνται από εθνικά καθαρές κοινότητες, χτισμένες πάνω στα ερείπια χωριών που οι κάτοικοί τους γίνανε πρόσφυγες και τα ονόματά τους σβήστηκαν από το χάρτη , για να επιβιώνουν μόνο στη μνήμη των προσφύγων, αυτοακυρώνονται ως σοσιαλιστικά.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο αντισημιτισμός αποτελεί πραγματικό πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία, τις διαστάσεις του οποίου, όσοι δεν το βιώνουμε, συχνά δεν συνειδητοποιούμε. Πέρα από την ανάγκη να διακρίνουμε πολιτικές σκοπιμότητες, οφείλουμε να προχωράμε πέρα από τον καταγγελτικό λόγο και να επαγρυπνούμε απέναντι στη διείσδυση τρόπων και τόπων της αντισημιτικής ιδεολογίας στον πολιτικό μας χώρο, θεωρώντας την πολιτική μόρφωση και συνέπεια με τις αρχές μας αυταξίες.