Λουτσιάνο Παβαρότι – Ο απόλυτος “σούπερ-σταρ” της όπερας
Με την εντυπωσιακή φωνή, την κυριολεκτικά πληθωρική σκηνική του παρουσία και την πολυτάραχη ζωή του, συγκίνησε εκατομμύρια ακροατών, ακόμα κι όταν δεν είχαν σχέση με την όπερα.
Η λυρική μουσική μπορεί να ανέδειξε κατά καιρούς τραγουδιστές που ξεπέρασαν τα στεγανά του συνήθους κοινού της όπερας, κανείς όμως δεν τα κατάφερε τόσο καλά όσο ο Λουτσιάνο Παβαρότι, που με την εντυπωσιακή φωνή, την κυριολεκτικά πληθωρική σκηνική του παρουσία και την πολυτάραχη ζωή του, συγκίνησε εκατομμύρια ακροατών, ακόμα κι όταν δεν είχαν σχέση με την όπερα. Ιταλός ως το μεδούλι, ήταν γνωστός για τη συνήθειά του να μεταφέρει πάντα μαζί του προσούτο, σαλάμι, παρμεζάνα και ξύδι μπαλσάμικο, απαιτώντας να έχουν τα δωμάτιά του και κουζίνα.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 12 Οκτώβρη του 1935, στη Μόδενα από λαϊκή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν φούρναρης που τραγουδούσε ως τενόρος στη δημοτική χορωδία και η μητέρα του καπνεργάτρια. Ο Παβαρότι έδειξε από μικρός κλίση στη μουσική, αρχικά όμως σπούδασε στην παιδαγωγική ακαδημία της πόλης κι εργάστηκε δυο χρόνια ως δάσκαλος. Το 1954, ο πατέρας του παρουσίασε το γιο του στον τενόρο και δάσκαλο Αρίγκα Πόλα, για να μάθει αν άξιζε να τον εκπαιδεύσει ως επαγγελματία τραγουδιστή λυρικής. Μετά από 15 λεπτά πρόβας, ο Πόλα κατάλαβε ότι επρόκειτο για σπουδαίο ταλέντο και αποφάσισε να του κάνει σχεδόν καθημερινά μάθημα δωρεάν. Το 1958 συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Μάντοβα κοντά στον Έτορε Καμπογκαλιάνι.
Για πρώτη φορά κέρδισε την προσοχή του κοινού κερδίζοντας το διαγωνισμό τραγουδιού της Ρέτζιο Εμίλια το 1961 και την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο του ως Ροδόλφος στη “Λα Μποέμ”. Η φήμη του διαδόθηκε αστραπιαία και από την επόμενη χρονιά άρχισε να περιοδεύει στην Ευρώπη (μεταξύ άλλων στη ΛΔ Ουγγαρίας και στη ΣΔ Τσεχοσλοβακίας) και σύντομα στις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Το 1966 έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου και το 1968 στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, Τη δεκαετία του ’70 διακρίθηκε κυρίως με όπερες του Βέρντι, του Μπελίνι και του Ντονιτσέτι, στο πλευρό σπουδαίων σοπράνο, όπως η Μονσερά Καμπαγιέ, η Ιλιάνα Κοτρουμπάς και η Μιρέλα Φρένι. Την επόμενη δεκαετία εμφανίστηκε κυρίως στην τηλεόραση και σε συναυλίες, ενώ σκηνοθέτησε το 1988 την όπερα “Λα Φαβορίτα” στη Βενετία.
Το 1990 η καριέρα του γνώρισε νέα άνθιση στο πλευρό των Χοσέ Καρέρας και Πλάσιντο Ντομίνγκο (οι τρεις τενόροι), που έκαναν το ντεμπούτο τους σε συναυλία στα πλαίσια του Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990, η οποία μεταδόθηκε ζωντανά και την παρακολούθησαν 800 εκατομμύρια θεατές. Το σι-ντι της συναυλίας έκανε πάνω από 10 εκατομμύρια πωλήσεις σε όλο τον κόσμο.
Οι διεθνείς εμφανίσεις του πολλαπλασιάστηκαν, μαζί με τα προβλήματα υγείας λόγω του βάρους του. Σύντομα όμως επανέκαμψε, συγκεντρώνοντας ως και 500.000 θαυμαστές του στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης.
Παράλληλα συνεργάστηκε με δημοφιλείς καλλιτέχνες της ποπ, όπως οι Στινγκ, Έλτον Τζον και Μπον Τζόβι, αναπτύσσοντας παράλληλα φιλανθρωπική δράση.
Στις αρχές του 2000 η φήμη του επισκιάστηκε από κατηγορίες για φοροδιαφυγή, ενώ πολλοί κριτικοί στηλίτευαν την κάμψη των μουσικών του ικανοτήτων. Το 2002 εκδιώχθηκε από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και την ίδια χρονιά παραιτήθηκε ο μάνατζέρ του επί 35 χρόνια, Χέρμπερτ Μπρέσλιν. Την επόμενη χρονιά την επί 40 χρόνια σύζυγό του, για να παντρευτεί τη γραμματέα του, Νικολέτα Μαντοβάνι, με την οποία απέκτησε δίδυμα, από τα οποία επιβίωσε μόνο το κορίτσι.
Μετά τα 68α γενέθλιά του, ανακοίνωσε πως αποσυρόταν από τις εμφανίσεις, τελικά όμως το 2003 επέστρεψε επί σκηνής στο Μόναχο, το Βερολίνο, αλλά και τη Νέα Υόρκη, μετά τη συμφιλίωσή του με τη ΜΕΤ. Ένα χρόνο μετά, ξεκίνησε την αποχαιρετιστήρια περιοδεία του από το Αμβούργο, αναγκάστηκε όμως να την διακόψει μετά από τη διάγνωση καρκίνου. Μετά από τριετή μάχη με την επάρατο, έφυγε από τη ζωή στις 6 Σεπτέμβρη 2007, στο σπίτι του στη Μόδενα. 100.000 άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, σε μια κηδεία που μεταδόθηκε ζωντανά από όλα τα μεγάλα διεθνή μέσα.