Παύλος Μελάς – ψηφίδες ιστορικής αλήθειας σε ένα μωσαϊκό εθνωφελών θρύλων

Αν και αφοσιωμένος στην υπόθεση των συμφερόντων του ελληνικού κράτους, ο Παύλος Μελάς δε δίσταζε να μιλά με ειλικρίνεια για τις συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα του, ανατρέποντας μύθους για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής, όσο και για τον δήθεν άσπιλο και ιπποτικό αγώνα των Μακεδονομάχων κατά βαρβάρων κομιτατζήδων.

Η μορφή του Παύλου Μελά εξακολουθεί ως σήμερα να στοιχειώνει το φαντασιακό των εθνικιστών, λόγω της δράσης του στη Μακεδονία που οδήγησε στον πρόωρο -πλην αμφιλεγόμενο ως προς τις ακριβείς συνθήκες του-  θάνατό του σαν σήμερα το 1904. Σπλάχνο από τα σπλάχνα της ελληνικής αστικής τάξης στη φάση της επέκτασής της, πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια του ελληνικού κράτους να προσεταιριστεί τους πλειοψηφικά σλαβόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, έναντι του βασικού έτερου διεκδικητή τους, της Βουλγαρίας (και δευτερευόντως της Σερβίας). Αν και αφοσιωμένος στην υπόθεση των συμφερόντων του ελληνικού κράτους, ο Παύλος Μελάς δε δίσταζε να μιλά με ειλικρίνεια για τις συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα του, ανατρέποντας μύθους για την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής, όσο και για τον δήθεν άσπιλο και ιπποτικό αγώνα των Μακεδονομάχων κατά βαρβάρων κομιτατζήδων.

Ήρθε στον κόσμο στις 29 Μάρτη του 1870 στη Μασσαλία, όπου ζούσε ο εύπορος, έμπορος πατερας του Μιχαήλ Μελάς. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, αποφοιτώντας ως Ανθυπολοχαγός του  Πυροβολικού το 1891. Ένα χρόνο μετά παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του σημαίνοντος πολιτικού Στέφανου Δραγούμη και αδελφού του έτερου “σταρ” του εθνικισμού, Ίωνα. Δραστηριοποιήθηκε στην παρακρατική “Εθνική Εταιρεία”, που προωθούσε έναν επιθετικό μεγαλοϊδεατισμό, βασισμένο μάλιστα σε ανεδαφικές εκτιμήσεις για τις δυνατότητες του ελληνικού στρατού, πρωταγωνιστώντας στο λεγόμενο “ατυχή” πόλεμο του 1897, όπου συμμετείχε ενθουσιωδώς ο Μελάς. Σε επιστολή του μετά την εμφανή τροπή του πολέμου κατά των ελληνικών δυνάμεων, έσπευσε να αθωώσει τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων Διάδοχο Κωνσταντίνο, ρίχνοντας όλες τις ευθύνες στην κακή κατάσταση του στρατεύματος.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το Ελληνικό κράτος συνειδητοποίησε ότι έχανε έδαφος έναντι των ανταγωνιστών του στην οθωμανική τότε Μακεδονία, και πως η καταπολέμηση της εξαρχίας και των ένοπλων σωμάτων που μάχονταν τους Οθωμανούς με προοπτική την αυτονόμηση ή την προσάρτηση της περιοχής στη Βουλγαρία δεν αντιμετωπίζονταν μόνο με τη διπλωματική κι εκπαιδευτική-εκκλησιαστική διείσδυση που προκρίνοντας ως τότε. Απο την αλλη, η επίσημη ανάληψη ένοπλων πρωτοβουλιών προσέκρουε στην αναγκαιότητα διαφύλαξης καλών σχέσεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Για το λόγο αυτό, η διοργάνωση των πρώτων ενόπλων τμημάτων Ελλήνων από το Ελληνικό Βασίλειο Κόρην αυτόνομη τότε Κρητική Πολιτεία, έγινε μέσω ανεπίσημων οργανισμών, υπό τη στενή συνεργασία κι εποπτεία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Το Φλεβάρη του 1904 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μυστική αποστολή αξιωματικών στη Μακεδονία με εντολή της κυβέρνησης Θεοτόκη, όπου συμμετείχε ο Μελάς με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (από τα χαϊδευτικά των παιδιών του, Μιχάλη και Ζωής). Οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν γρήγορα τη δράση τους, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στα τέλη Μάρτη στην Αθήνα.

Τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς ο Μελάς ταξίδεψε ξανά με πλαστό διαβατήριο στη Μακεδονία και στις 14 Αυγούστου ορίστηκε επικεφαλής του ελληνικού ένοπλου σώματος στο βιλαέτι Μοναστηρίου και λίγες βδομάδες μετά πέρασε στην Καστοριά. Η καταπολέμηση των κομιτατζήδων και απόσπαση της εύνοιας των ντόπιων δεν αποδείχτηκαν καθόλου εύκολη υπόθεση. Στις επιστολές του, ιδίως στη σύζυγό του Ναταλία, διεκτραγωδεί τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, την καχυποψία των κατοίκων (“όλοι προσποιούνται ότι δε γνωρίζουν τον τόπον”) που εξηγούσε λόγω της ληστρικής δράσης των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων (σταυραετοί) σε παλιότερες ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις στην περιοχή και τις αγριότητες των οποίων γινόταν μάρτυρας, αλλά και δράστης σε κάποιες περιπτώσεις (“έβλεπα μόνο φόνους άγριους, δολίους, ερήμωσιν οικογενειών, απελπισίαν γονέων, τέκνων, αδελφών”, “προσθέτοντας πως: “Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη, τρέμω, αλλ’ανυπομονώ να το κάμω”. Αναφερόμενος στο σλαβομακεδονικό ιδίωμα, έκανε σαφή διάκριση της “μακεδονικής” από την ελληνική γλώσσα στις επιστολές του. O ίδιος είχε άμεση εμπλοκή σε φόνους εξαρχικών, ενώ ανάγκασε κατοίκους εξαρχικών χωριών να δηλώσουν υπό καθεστώς απειλής της ζωής τους υποταγή στο μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Στο χωριό Μπελκαμένη εκδίωξε το ρουμανοδιδάσκαλο, πριν αναχωρήσει για το σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (Πολυπόταμος), με στόχο σύσκεψη ηγετικών μελών των κομιτατζήδων. Η αντίσταση της τοπικής πολιτοφυλακής και η εμφάνιση στρατού τους έτρεψαν σε φυγή.

Έφτασαν στη Σιάτιστα, που επίσης ελεγχόταν από τους κομιτατζήδες. Ο άνθρωπός των μακεδονομάχων, Ντίνας Στεργίου τους έκρυψε σε πέντε διαφορετικά σπίτια. Στη Σιάτιστα βρισκόταν κι ο αντίπαλός τους αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, που άφησε να διαρρεύσει η παρουσία των μακεδονομάχων στους Τούρκους στρατιώτες διπλανού χωριού. Οι Τούρκοι ελπίζοντας να τους συλλάβουν όλους μαζί κύκλωσαν το χωριό, αλλά οι ποιο πολλοί άντρες του Μελά διέφυγαν, με εξαίρεση το 6μελές απόσπασμα του κρητικού μακεδονομάχου Γιώργο Βολάνη που παραδόθηκε στους Τούρκους. Στο αντικρυνό σπίτι βρισκόταν ο Μελάς με τους Λάκη Πύρζα, το Ντίνα Στεργίου κι άλλους δυο ακόμα. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο αξιωματικός δε βγήκε ζωντανός από εκεί μέσα, είναι όμως μέχρι σήμερα ασαφές ποιος σκότωσε το Μελά και πώς βρέθηκε με αποκεφαλισμένο πτώμα.

Η επίσημη εκδοχή, που με μικρές παραλλαγές αναπαρήγαγε ο αθηναϊκός τύπος κι αργότερα η Ναταλάι Μελά, ο Ίων Δραγούμης, η Πηνελόπη Δέλτα και η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (με διαφορές ως προς το αν υπήρξε μάχη εντός ή εκτός σπιτιού), θέλει το Μελά να πέφτει ηρωϊκά μαχόμενος κατά των Τούρκων. Ο αποκεφαλισμός του πτώματος από τον Ντίνα δικαιολογείται ως τρόπος να μην είναι αναγνωρίσιμος ο Μελάς και διαπομπεφθεί “εκ μέρους των Βουλγάρων”.

Οι μαρτυρίες συναγωνιστών του, αλλά και αντιπάλων, έρχονται σε αντίθεση με αυτή την αφήγηση. Η εκδοχή της αυτοκτονίας παραδίδεται από το Βολάνη, αλλά και τον πρώην κομιτατζή Γκεόργκι Ποπχρήστοφ, που στα απομνημονεύματά του δεκαετίες μετά συνηγορεί υπέρ της αυτοχειρίας, ισχυριζόμενος πως ο ίδιος και οι άντρες του είχαν πρώτα τραυματίσει τον Έλληνα αξιωματικό. Δυο άλλοι μακεδονομάχοι, ο Ευθύμιος Καούδης και ο Πέτρος Χατζητάσης, μιλούν για ατύχημα, ίσως εκπυρσοκρότησ του όπλου του Πύρζα. Ο ίδιος ο Πύρζας επιστρέφοντας την Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1904 μίλησε στην οικογένεια Δραγούμη για χαριστική βολή που έδωσε στον ετοιμοθάνατο Μελά ο Ντίνας μετά από προτροπή του ίδιου του Πύρζα, ώστε να απαλλαγεί από τηνς επιθανάτιο αγωνία. Η εκδοχή αυτή μεταφέρεται από το ημερολόγιο του έφηβου τότε Φίλιππου Δραγούμη, το συγκεκριμένο απόσπασμα φέρει ωστόσο εμφανείς παρεμβάσεις από το συντάκτη του. Όσο για τους χωρικούς της Σιάτιστας, τήρησαν σιγή ιχθύος για το ζήτημα, αποκαλύπτοντας μόνο πως το πτώμα είχε ταφεί χωρίς κεφάλι πολύ πριν την υποτιθέμενη εκταφή του από τον Ντίνα.

Σε κάθε περίπτωση, ο θρύλος του Μελλά είχε ήδη επιτελέσει το ρόλο του, λειτουργώντας ως πρότυπο για πολλούς ακόμα μαχητές που συνέχισαν το έργο του στην δεύτερη και κύρια φάση του Μακεδονικού αγώνα, ο οποίος τερματίστηκε με την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908. Η τύχη της Μακεδονίας ως γεωγραφικού χώρου θα κρινόταν τελικά λίγα χρόνια αργότερα στα πεδία των μαχών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τις συνθήκες που ακολούθησαν, οι πληγές όμως που είχαν ανοίξει οι αντίπαλοι εθνικισμοί στο σώμα της έμελε να μείνουν ανοιχτές για δεκαετίες, αφήνοντας ουλές που εξακολουθούν να σημαδεύουν τους λαούς της περιοχής ως τις μέρες μας.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: