Απ’το κακό και τ’άδικο διωγμένοι
. Τότε ζητούσαν την ενσωμάτωση στους μηχανισμούς τους, να γίνει κατ’εικόνα και ομοίωση της κοινωνίας τους, του συντηρητισμού, του μικροαστικού οφελισμού. Τώρα οι μηχανισμοί τους δε συγχωρούν, και δεν τους φτάνει να είσαι ήσυχος.
Αυτή είναι η μικρή εισαγωγή του Θανάση Κ. Βογιατζή στο βιβλίο του “Τα ΕΑΣΑΔια – Μέρες δοσιλογισμού στο Βόλο”, που είναι ένας μικρός θησαυρός πληροφοριών για την τοπική ιστορία, αλλά μέσω αυτής και για το γενικό ιστορικό πλαίσιο εκείνης της ηρωικής εποχής, σε ευθεία αντίθεση με το αναθεωρητικό ρεύμα της ιστορίας, που επιλέγει να την εξετάσει σε μικροκλίμακα για να βρει υποπεριπτώσεις που θα αναιρούν τα πορίσματά της και θα την ξαναγράφουν υπό άλλο, βολικό γι’αυτούς πρίσμα. Αξίζει τον κόπο να το προμηθευτείτε από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή και να το μελετήσετε:
Ανέβηκες για άλλη μια φορά τις σκάλες, αυτές τις σκάλες που είχες ανέβει χιλιάδες φορές τα τελευταία 17 χρόνια, για να μπορέσεις να πουλήσεις την ικμάδα του έρωτα του μυαλού σου, τον ενθουσιασμό της ηλικίας σου, το τρεχαλητό της καθημερινότητάς σου…Τα ίδια πρόσωπα που έβλεπες αυτά τα χρόνια, την ίδια στιγμή κατέβαιναν τα ίδια σκαλιά, λίγο πριν σε είχαν πουλήσει σαν ένα κομμάτι κρέας στο αφεντικό τους!
Πόσο είχαν αλλάξει τα τελευταία χρόνια και πόσο θα άλλαζαν τις επόμενες ώρες, μέρες, χρόνια, τα χρόνια της κρίσης τους. Πού άραγε να το ξέρεις ή να το υπολογίσεις, πού το είχες διαβάσει, αλλά όλα αμφισβητούνται, είχες μάθει πολύ μικρός, εκείνο το βράδυ μπαίνοντας στο λεωφορείο, επιστρέφοντας στην πόλη, στο σπίτι σου, μετά από μία σκληρή, την πιο νεανική αντιπαράθεση, που σε σημάδεψε στην ψυχή και στο μέτωπο. Όμως είχες μάθει από εκείνο το σχολείο – έτσι το έλεγες – ότι μόνο με τον αγώνα, το σκληρό πόλεμο, μπορείς να μείνεις όρθιος, σαν περπατάς και να σε χαιρετάνε από την καρδιά τους οι άλλοι.
Ήταν διαφορετικά τότε και τα επόμενα χρόνια που ήρθαν τη δεκαετία του ’80. Τότε ζητούσαν την ενσωμάτωση στους μηχανισμούς τους, να γίνει κατ’εικόνα και ομοίωση της κοινωνίας τους, του συντηρητισμού, του μικροαστικού οφελισμού. Τώρα οι μηχανισμοί τους δε συγχωρούν, και δεν τους φτάνει να είσαι ήσυχος. Τώρα, απλά κόβουν το κεφάλι μέχρι να δουν αίμα στο δρόμο. Καθηλωμένο το μυαλό, χαράμι κι η ζωή! Το ηρωικό να γίνεται φόβος για τους άλλους, να μιλούν χαμηλόφωνα, τρομοκρατημένα, στα χαμένα…
Τη δεκαετία του ’80 ζητούσαν να μπεις στις τοπικές για να βολέψεις τα αναπάντητα από τους αιώνες ταξικής καταπίεσης ερωτήματά σου. Τη δεκαετία του ’90 να καταστρέψεις το όνειρό σου, να το ξεχάσεις και να το πεις εφιάλτη της παλιάς καλής εποχής. Τη δεκαετία του 2000 να γίνεις σαν αυτούς που πρόδωσαν την ψυχή τους…Η κρίση τους ερχόταν ολόρθη μέσα σε γκισέ πολυεθνικών εταιρειών και αιμοσταγών τραπεζών, σε θέλανε τώρα πτώμα με κομμένο κεφάλι απέναντι στις ιονίζουσες οθόνες της φενάκης, χωμένο στα στρώματα, αμίλητο από το φόβο, χωρίς πράξη και σκέψη. Να βλέπεις πέρα-δώθε δοσίλογους και εξουσιαστές σε νέα πανηγύρια στις πλατείες του χαμού. Το πρώτο μέτρο καταστολής η απομόνωση, η καταγγελία της καθημερινής σου δουλειάς, σηκώνεται κεφάλι, κόβει κεφάλι…Δεν υπάρχει έλεος, και για μνημόσυνο πλέον τις μέρες αυτές, ξεκινώντας από εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη του 2011 που σε ήθελαν κιμά από τη μηχανή τους , για να υπερηφανεύονται ότι αυτό το έκαναν. Προς γνώση και συμμόρφωση για τους υπόλοιπους και τους επόμενους που δεν τον πήραν είδηση. Από τότε κύλισε αρκετό νερό στις μέρες, πέρασαν κι έγιναν είλωτες αυτοί, παρεΐτσα με τους χρυσαυγίτες, των απογόνων των Ταγμάτων, τα ΕΑΣΑΔια, τους ρουφιάνους και τους ξεπουλημένους συνδικαλιστές που τους σέρνουν και όλο το υπόλοιπο συνονθύλευμα των εξουσιαστών και των αφεντικών, όπως εξιστορείται.
Όμως, πώς είναι αυτή η ζωή φτιαγμένη…! Δε γνώριζαν, ωστόσο, αυτό το στιχάκι που σιγοψιθύριζες εκείνη τη μέρα που σε είδα κάτω, κάτω από κάτι παλιές σημαίες που λες κι έρχονταν από το μέλλον, γιατί τις κρατούσαν ακόμα νεώτεροι από σένα, που τις θαύμαζες, μία έκλαιγες γοερά, σκληρά και συνέχεια, μέσα από το ατελείωτο χαμόγελό σου, ανάμεσα στα διαλείμματα της ταξικής χαράς: “Κρυφά και φανερά σ’ακολουθούνε, οι συμμορίες κι οι βασανιστές και ψάχνουν μέρα και νύχτα να σε βρούνε, μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές, το χώμα που πατούν να προσκυνούνε…”!
Διότι, ό,τι αναφορικό ακολουθεί αποτελεί την κοινωνική και προσωπική αφύπνιση ανθρώπων, σε χρόνους κάτω από την μπότα του κατακτητή και με το θάνατο να κρέμεται πάνω απ’το κεφάλι κάθε εξεγερμένου σαν καρμανιόλα, κι όχι σα μέρες σημερινές, που οι ζωές φεύγουν έτσι απλά, καθημερινά, ειρηνικά και συνηθισμένα. Ανθρώπων που αποφάσισαν μέσα από αυτή την αφύπνιση των συνειδήσεών τους να αφήσουν πίσω τους τον παλιό κόσμο και να ταξιδέψουν αλλού. Γι’αυτό και το ταξίδι τους αυτό δεν είχε γυρισμό…Είχαν ξεγράψει πλέον από το λεξιλόγιο των επιλογών τη φράση “επιστροφή στο παρελθόν” και με ό,τι ακολουθούσε, δεν πρόδωσαν το ταξίδι αυτό και το πήγαν μέχρι εκεί που ήθελαν και μπόρεσαν, αφήνοντας μια χαραμάδα ιστορίας, αν την βρουν οι επίγονοί τους, ν’ανοίξουν όλο το φως που μένει θαμμένο κάτω από τόνους σκουριά και χώμα!
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ