Έρβιν Ρόμελ – Η αλεπού της ερήμου και ο κίνδυνος της εξιδανίκευσης του “ιπποτικού” στρατάρχη
Η συγκριτικά τυπική ως προς την τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου αντιμετώπιση των εχθρών του και η ρήξη του με το Χίτλερ που οδήγησε στην αναγκαστική του αυτοκτονία, τείνουν να δημιουργήσουν μια αρκετά εξιδανικευτική εικόνα του δημοφιλέστερου στρατάρχη του Γ’ Ράιχ.
Ο Έρβιν Ρόμελ ήταν από τους ελάχιστους ναζί που απέσπασαν το σεβασμό και την αναγνώριση του αντιπάλου τους για τις στρατιωτικές τους επιτυχίες στη Β. Αφρική, ως επικεφαλής του Άφρικα Κορπς. Η συγκριτικά τυπική ως προς την τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου αντιμετώπιση των εχθρών του και η ρήξη του με το Χίτλερ που οδήγησε στην αναγκαστική του αυτοκτονία, τείνουν να δημιουργήσουν μια αρκετά εξιδανικευτική εικόνα του δημοφιλέστερου στρατάρχη του Γ’ Ράιχ. Η διαφορά στις μεθόδους του δε συνεπαγόταν μειωμένη αφοσίωσή του στα απάνθρωπα ναζιστικά ιδανικά, ενώ και η σύγκρουση με το Χίτλερ δεν ήταν ιδεολογική, αλλά αφορούσε την ανησυχία του Ρόμελ για την ικανότητα του Φύρερ να οδηγήσει τη Γερμανία στη νίκη.
Γεννήθηκε στις 15 Νοέμβρη 1891 στη Βυτεμβέργη, από οικογένεια ενός επαρχιακού δασκάλου και μετά την αποφοίτηση από Τεχνικό Λύκειο, μπήκε στο στρατό του κρατιδίου της Βυτεμβέργης, ενώ σπούδασε και στη στρατιωτική σχολή του Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ στην Πολωνία). Έλαβε ποικίλες διακρίσεις κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και τραυματίστηκε στο μηρό. Μεταπολεμικά έκανε καριέρα στη Βέρμαχτ και δίδαξε επίσης στη Σχολή Πυροβολικού της Δρέσδης. Χαιρέτησε την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και σύντομα αναδείχτηκε μέλος της στρατιωτικής συνοδευτικής φρουράς του Χίτλερ. Με αυτήν την ιδιότητα πρωταγωνίστησε στην προσάρτηση της Σουδητίας το 1938 και της υπόλοιπης Τσεχίας το 1939. Με το ξέσπασμα του πολέμου, ήταν διευθυντής του αρχηγικού επιτελείου του Φύρερ. Συμμετείχε στην κατάκτηση της Γαλλίας και το 1941 τίθεται επικεφαλής του Άφρικα Κορπς στη Λιβύη (Κυρηναϊκή) την οποία κατορθώνει να επανακατακτήσει από τους Βρετανούς. Μετά την κατάκτηση του Τομπρούκ, ο Χίτλερ τον ονομάζει στρατάρχη, προκαλώντας αντιδράσεις εντός Γενικού Επιτελείου από άλλους αξιωματικούς που φθονούσαν την ταχύτατη ανέλιξή του. Στα τέλη του 1942, ξεκινά την απόσυρσή του από τη Β. Αφρική μετά τη νίκη των βρετανικών δυνάμεων στο Ελ Αλαμέιν. Η οριστική συνθηκολόγηση της Αφρικανικής στρατιάς έρχεται το Μάη του 1943. Εκείνη την περίοδο γεννήθηκε και το γνωστό σύνθημα των μαυραγοριτών “Βάστα Ρόμελ” για τη συντήρηση των υψηλών τιμών, όσο περισσότερο γινόταν.
Στη συνέχεια, μετά την πτώση του Μουσολίνι, ο Ρόμελ καταλαμβάνει την Ιταλία, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του βόρειου τμήματος της χώρας, ενώ στα τέλη του 43′ του ανατίθεται η υπεράσπιση των ατλαντικών ακτών της Γαλλίας, κάτι που τον κατέστησε άμεσο υφιστάμενο του Χίτλερ.
Στις αρχές του 1944, ο Ρόμελ ήρθε σε επαφή με συνωμοτικούς κύκλους εντός γερμανικού στρατού, τους ίδιους που τελικά διεξήγαγαν την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, την 20ή Ιούλη 1944. Ο Ρόμελ επιβεβαιωμένα είχε επαφές με τον επικεφαλής της συντηρητικής αντιπολίτευσης υπό τον Καρλ Γκέρντελερ, είναι όμως ασαφές αν γνώριζε για τα σχέδια δολοφονίας του Φύρερ. Υπάρχουν πάντως δύο μαρτυρίες πως ο στρατάρχης και γνώριζε και ενέκρινε τα σχέδια αυτά, μολονότι η χήρα του ισχυρίστηκε αργότερα πως ο άντρας της θεωρούσε πως ένας φόνος του Χίτλερ ισοδυναμούσε με ξέσπασμα Εμφυλίου στη Γερμανία. Εκείνο που με αρκετή βεβαιότητα δε γνώριζε ήταν (…) οι συνωμότες τον προόριζαν για διάδοχο του ναζί δικτάτορα.
Ο Ρόμελ προσπάθησε ως την ύστατη στιγμή να πείσει το Χίτλερ να διαπραγματευτεί ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με τους δυτικούς συμμάχους, χωρίς αποτέλεσμα. Οι επαφές με τους συνωμότες έγιναν γνωστές τυχαία, όταν ένας από τους συλληφθέντες για την απόπειρα της 20ής Ιούλη ανέφερε το όνομά του πάνω στο παραλήρημά του. Ο Ρόμελ που είχε τραυματιστεί βαριά κατά την απελευθέρωση της Γαλλίας, κλήθηκε να λογοδοτήσει στο ανώτατο δικαστήριο, κάτι που αρνήθηκε για λόγους υγείας. Στις 14 Οκτώβρη 1944, δύο ανώτατοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ του μετέφεραν την κατηγορίας της συμμετοχής στην απόπειρα κατά του Χίτλερ. Μπροστά στους δύο αξιωματικούς, ο στρατάρχης αυτοκτόνησε με δηλητηριώδη κάψουλα. Για να αποφύγει την αποκάλυψη του σκανδάλου, η ηγεσία τουη Γ’ Ράιχ συγκάλυψε την υπόθεση και του έκανε κηδεία με όλες τις στρατιωτικές τιμές.