Καρλ Κάουτσκι – Γιατί δεν είναι όλοι οι Κάρολοι ίδιοι
Οι ιδέες του Κάουτσκι και ιδιαίτερα η αντισοβιετική κριτική του υπήρξε, συνειδητά ή μη, σημείο αναφοράς όχι μόνο της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και ενός σημαντικού τμήματος του λεγόμενου Δυτικού Μαρξισμού.
Η ιστορία, πόσο μάλλον η ιστορία των ιδεών δε γράφεται με “αν”, είναι όμως δύσκολο να μην μπει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί τι θα γινόταν αν ο Καρλ Κάουτσκι παρέμενε μαρξιστής. Στενός φίλος του Ένγκελς και δάσκαλος μιας ολόκληρης γενιάς επαναστατών, ανάμεσά τους ο ίδιος ο Λένιν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Κάουτσκι επέλεξε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του να θέσει την εντυπωσιακή μαρξιστική του κατάρτιση στην υπηρεσία του συμβιβασμού με το καπιταλιστικό σύστημα, διολισθαόινοντας σε ολοένα και πιο αντεπαναστατικές θέσεις. Από την άλλη, η αποστασία του Κάουτσκι ήταν και μια πρόκληση για τους συνεπείς επαναστάτες, την οποία αντιμετώπισαν με πολεμική, η επικαιρότητα της οποίας είναι διαρκής στη διαμάχη με τον οπορτουνισμό.
Γεννήθηκε στις 16 Οκτώβρη 1854 από πατέρα Τσέχο και μητέρα Αυστριακή, την ηθοποιό Μίννα Κάουτσκι, ενώ ο άντρας της Γιαν Κάουτσκι εργαζόταν ως ζωγράφος σκηνικών. Το 1863 η οικογένεια μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ο νεαρός Καρλ αποκαλούνταν “μιξοαίματος”, λόγω του Σλάβου πατέρα του. Γοητεύτηκε από την ιδέα μιας ανεξάρτητης Τσεχίας, ευελπιστώντας σε νίκη των Γάλλων κατά το Γαλλο-γερμανικό πόλεμο 1870-71, ενώ η Παρισινή Κομμούνα τον έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με σοσιαλιστικές ιδέες. Πριν ακόμα ξεκινήσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, έγινε μέλος το 1874, του SDAP, προδρόμου του SPD. Ως φοιτητής φιλοσοφίας, ιστορίας και οικονομικών, αρθρογραφούσε στα σοσιαλδημοκρατικά έντυπα με το ψευδώνυμο “Σύμμαχος”. Η ενασχόλησή του με το μαρξισμό έγινε εντονότερη μετά τη γνωριμία του με τον Έντουαρντ Μπερστάιν και τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς. Με τον τελευταίο είχαν στενή σχέση την περίοδο 1885-1890, όταν ο Κάουτσκι ζούσε στο Λονδίνο. Ο θάνατος του Ένγκελς σήμανε την ανάδειξη του Κάουτσκι σε κορυφαίο μαρξιστή θεωρητικό της Β’ Διεθνούς, με πλούσια αρθρογραφία και βιβλιογραφικό έργο.
Από τα πρώιμα έργα του ξεχωρίζουν “η Εισαγωγή στο Κεφάλαιο”, αλλά και η “Καταγωγή του Χριστιανισμού”, όπου προσπάθησε να εφαρμόσει τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού για την εξέταση του πρώιμου χριστιανισμού. Ο ίδιος έβλεπε τον πρωτοχριστιανισμό ως ένα πληβειακό προλεταριακό κίνηα, το οποίο μέσω της Παποσύνης μετατράπηκε σε όργανο των κυρίαρχων ελίτ στη Ρώμη, μετά το Μέγα Κωνσταντίνο. Η θέσπιση της αγαμίας των κληρικών σήμανε μια πρώιμη μορφή κεφαλαιακής συσσώρευσης, καθώς με τον τρόπο αυτό αποτρεπόταν η κληροδότηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε λαϊκούς κι ως εκ τούτου ο κατακερματισμός της. Ο Κάουτσκι ενδιαφέρθηκε επίσης για ριζοσπαστικές μορφές της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, όπως ο Τόμας Μίντσερ, που αργότερα θα απασχολούσε εκτεταμένα τους μαρξιστές ιστορικούς.
Κατά μία ειρωνεία της ιστορίας, ο Κάουτσκι υπήρξε για χρόνια ο βασικός πολέμιος του ρεβιζιονισμού, του παλιού του δασκάλου, Ε. Μπερνστάιν, μέσα στις γραμμές του SPD. Η αλλαγή ρότας του Κάουτσκι διακρίνεται ήδη από το 1912, όταν διατυπώνει τη θέση για τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός “υπεριμπεριαλισμού” στο μέλλον. Η άποψη αυτή, που σε πρώιμη μορφή είχε διατυπωθεί το 1902 από το Βρετανό σοσιαλφιλελεύθερο διανοούμενο Τζον Χόμπσον, πρέσβευε ότι στη θέση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνιστικών κρατών, θα μπορούσε να υπάρξει ένα είδος διακρατικού καρτέλ, το οποίο θα καθιστούσε περιττή την κούρσα των εξοπλισμών και θα παραμέριζε τον κίνδυνο του πολέμου. Η θεωρία αυτή, που ο Λένιν θα χαρακτήριζε “ανόητη και πρακτικά σοφιστεία”, διαψεύστηκε πολύ γρήγορα, από τα γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ξανά λίγες δεκαετίες αργότερα, στο Β’ ΠΠ, ενώ οι διαρκείς πολεμικές εστίες ως τις μέρες μας αναδεικνύουν την ορθότητα της λενινιστικής κριτικής.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Κάουτσκι τήρησε κεντρίστικη στάση, κάτι που τον αποξένωσε οριστικά από τους παλιούς του μαθητές, Κ. Λίμπκνεχτ, Ρ. Λούξεμπουργκ και Κλάρα Τσέτκιν. Αργότερα μάλιστα θα αποτελέσε ιδρυτικό μέλος του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) που είχε ανοιχτά αντιπολεμικές θέσεις. Δεν είχε όμως κανένα πρόβλημα να συνεργαστεί με τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας στα πρώτα βήματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, φοβούμενος τη ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος την επαύριο του πολέμου. Μάλιστα το 1922 επέστρεψε κι επίσημα στο SPD, σε αντίθεση με πολλούς συντρόφους του στο USPD που προσχώρησαν στο νεοσύστατο ΚΚΓ. Το 1925 συμμετείχε στη συγγραφή του νέου προγράμματος του SPD, όπου για δημαγωγικούς λόγους τονίζεται εκ νέου ο “αντικαπιταλιστικός” χαρακτήρας του κόμματος, χωρίς να αλλάξει ο ρεφορμιστικός του πυρήνας.
Με το έργο του “Η δικτατορία του προλεταριάτου” το 1918, ο Κάουτσκι στρέφεται με πάθος κατά της Οκτωβριανής Επανάστασης, μιλώντας για “μεσσιανική συμπλέγματα ηγετών και τις δικτατορικές τους συνήθειες” και “αντικατάσταση της δημοκρατίας με τη δικτατορία”. Ισχυριζόμενος πως “ο σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία είναι αδύνατος”, παραλλήλιζε τον Οχτώβρη με την Κομμούνα του Παρισιού, λέγοντας πως η πρώτη επέτρεψε όλα τα σοσιαλιστικά ρεύματα, ενώ οι Μπολσεβίκοι ήρθαν στην εξουσία αποκλείοντας τους υπόλοιπους σοσιαλιστές.
Το ιδεολογικό τέλμα του Κάουτσκι έγινε ακόμα πιο φανερό στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν το 1937 φανταζόταν μια συμφωνία της ΕΣΣΔ με τη Γερμανία και την Ιαπωνία κατά των “δημοκρατικών κρατών και κομμάτων”.
«Εάν εκείνοι που έχουν την εξουσία (σ.σ. στην ΕΣΣΔ ) είχαν συμφωνήσει με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, θα μπορούσε ακόμη και να ειπωθεί ότι ο κομμουνισμός θα συγκροτούσε μια ένωση υποστήριξης με το φασισμό. Τα δημοκρατικά κόμματα και κράτη του κόσμου τότε θα διεξήγαγαν έναν τρομακτικό πόλεμο με μια αντιδημοκρατική ένωση που συγκροτείται από τις δυνάμεις του “κακού”».
Μετά το “Anschluss”, δηλαδή την προσάρτηση της Αυστρίαςστη Ναζιστική Γερμανία το 1938, ο Κάουτσκι κατέφυγε στο Άμστερνταμ, όπου άφησε την τελευταία του πνοή πριν από 80 χρόνια, στις 17 Οκτώβρη 1938, μία μέρα μετά τα γενέθλιά του.
Οι ιδέες του Κάουτσκι και ιδιαίτερα η αντισοβιετική κριτική του υπήρξε, συνειδητά ή μη, σημείο αναφοράς όχι μόνο της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εξάλλου μεταπολεμικά ξέκοβε κι από τις όποιες “μαρξίζουσες” ρίζες της, αλλά και ενός σημαντικού τμήματος του λεγόμενου Δυτικού Μαρξισμού. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στον αντισταλινισμό του συγκεκριμένου ρεύματος, όσο και στα περί “ανελευθερίας” της Οχτωβριανής Επανάστασης, μολονότι σε αυτό το θέμα οι εκπρόσωποί του προτιμούν να προβάλλουν τις σχετικές απόψεις της Λούξεμπουργκ, για λόγους έξωθεν καλής μαρτυρίας, καθώς η Ρόζα, σε αντίθεση με το δάσκαλό της, παρέμεινε επαναστάτρια μέχρι τέλους.