Ζωγραφίζοντας τη ζωή και τον θάνατο
Ο «Κόκκινος Σταυρός» αποτελεί ένα επίμονο ερώτημα για το αν μπορεί αυτός ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Δύσκολο ερώτημα, αν μη τι άλλο. Γι’ αυτό και ο καθένας αναμετριέται μόνος του μαζί του, παρόλο που για να γίνει καλύτερος ο κόσμος χρειάζεται τη συνεργασία πολλών.
Ο «Κόκκινος Σταυρός» αποτελεί ένα επίμονο ερώτημα για το αν μπορεί αυτός ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Δύσκολο ερώτημα, αν μη τι άλλο. Γι’ αυτό και ο καθένας αναμετριέται μόνος του μαζί του, παρόλο που για να γίνει καλύτερος ο κόσμος χρειάζεται τη συνεργασία πολλών.
Η Μαρία Γαβαλά προσφέρει στο ελληνικό κοινό ένα μυθιστόρημα απαιτητικό και σκληρό, με ενέσεις και σπαράγματα τρυφερότητας – κάποιες φορές απεγνωσμένης και κάποιες φορές στέρεης και σφριγηλής. Δεν διστάζει να φέρει στην επιφάνεια θέματα, που έχουν συζητηθεί και ερευνηθεί ad nauseam, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με γεγονότα της ναζιστικής θηριωδίας που κατέστρεψαν ολόκληρες ζωές, ενώ ταυτόχρονα μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον. «Να δεις που θα γίνουν νέα πογκρόμ, θα ’χουμε σύγχρονες Νύχτες των Κρυστάλλων, στη ναζιστική Γερμανία πυρπολούσαν συναγωγές, στη σημερινή καίνε τζαμιά και ξενώνες φιλοξενίας».
Ο «Κόκκινος Σταυρός», αν και αποτελεί ένα βιβλίο που θα μπορούσε κάποιος να το κατατάξει στην κατηγορία του δυστοπικού μυθιστορήματος, καθώς εξελίσσεται η ιστορία, προσφέρει μία αισιόδοξη οπτική για τον κόσμο, μία χαρούμενη και αισθαντική νότα για τις απεριόριστες δυνατότητες που κρύβουν οι άνθρωποι, που όμως παραμένουν πάντα ικανοί τόσο για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο.
Η Αριάδνη Χόπε, ελληνογερμανίδα που σπουδάζει στη Δρέσδη, ισορροπεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, στον τωρινό κόσμο της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας, στον τωρινό υπό διαμόρφωση και μεταβολή κόσμο, αλλά και στον περασμένο – σίγουρα; – κόσμο του πολέμου, των χαρακωμάτων και των ναζιστικών εξολοθρεύσεων. Δύο κόσμοι ολότελα διαφορετικοί, που έχουν όμως και σπέρματα ομοιομορφίας, όπως είναι η αδιαφορία, η παθητικότητα και φυσικά ο καπιταλισμός, ο πανταχόθεν πυροκροτητής κάθε παθολογίας.
Η Αριάδνη Χόπε μοιράζεται τη ζωή της μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας, συνθήκη που διευκολύνει τη συγγραφέα να μεταφέρει τον παλμό και τις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών που έχουν υποστεί μετατάξεις και αναπροσαρμογές μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Η διπλωματική της εργασία έχει ως θέμα τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τις καλλιτεχνικές δυνατότητες ψυχικά νοσούντων, έχοντας στο επίκεντρο τη Μπέρτα-Γκέρντρουντ Φλεκ, την έγκλειστη σε ψυχιατρείο ζωγράφο που σκότωσαν με ευγονική οι ναζί. Μ’ αυτήν η Αριάδνη «συνομιλεί» και «συνδιαλέγεται» κατά έναν τρόπο που ευνοεί παραλληλισμούς και χρονικές μετατοπίσεις, προσπαθώντας να ξεχωρίσει ποιος είναι αυτός που τελικά έχει «το πρόβλημα».
«Αλλά τι θα πει ο μη έχων σώας τα φρένας; Ποιος είναι αυτός; Όποιος βρίσκεται κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, αιχμάλωτος, παγιδευμένος, ουρλιάζοντας και σπάζοντας πράγματα ή όποιος εξαπολύει πολέμους, φωτιά, δηλητήριο, αρρώστιες, ακρωτηριασμούς και θάνατο;»
Η Μαρία Γαβαλά «φωνάζει» για να μας ταρακουνήσει, αν και μοιάζει να πιστεύει αυτό που υποστήριζε ο γερμανός φιλόσοφος, Φρήντριχ Χέγκελ, πως «το πουλί της σοφίας δεν πετάει παρά μόνο στο τέλος της νύχτας», κλείνοντας παράλληλα το μάτι και στην άλλη φράση του γερμανού φιλοσόφου που λέει πως «η ιστορία διδάσκει πως ουδείς διδάσκεται απ’ αυτή».
«Και η δική μας, η σημερινή εποχή, είναι στριμωγμένη, ξεζουμισμένη, φιμωμένη, αλλοιωμένη. Κι εμείς πλάι σε πολέμους πορευόμαστε, έστω κι αν δεν τους ζούμε όλοι πάνω στο πετσί μας, έστω κι αν δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι τα θύματα των βομβαρδισμών».
Ο «Κόκκινος Σταυρός» αποτελεί ένα επίμονο ερώτημα για το αν μπορεί αυτός ο κόσμος να γίνει καλύτερος. Δύσκολο ερώτημα, αν μη τι άλλο. Γι’ αυτό και ο καθένας αναμετριέται μόνος του μαζί του, παρόλο που για να γίνει καλύτερος ο κόσμος χρειάζεται τη συνεργασία πολλών. Ίσως εδώ να κρύβεται και η απάντηση εδώ που τα λέμε, αφού δεν θα αναρωτιόμασταν αν μπορεί αυτός ο κόσμος να γίνει καλύτερος, αν όντως δεν μπορούσε να γίνει.
Τι μένει, λοιπόν; Μόνο να το πάρουμε απόφαση και να παλέψουμε για τις ζωές, τα όνειρα και το μέλλον που θέλουμε. Χωρίς «κόκκινους σταυρούς»ή έστω χωρίς «σταυρούς»… το ρημάδι το κόκκινο το θέλουμε, πώς να το κάνουμε;