Μάης του 1968: «ο δρόμος είναι πραγματικά ο κύριος στόχος»
Το βιβλίο του Φρεντερίκ Φαζαρντί διατηρεί ζωντανή τη φλόγα για μελλοντικές επαναστάσεις, για επαναστάσεις που θα πατούν σε πιο στέρεο έδαφος, για επαναστάσεις που θα ξεμπερδεύουν μια και καλή με τον ιμπεριαλισμό, που όπως λέει και ο συγγραφέας «μπορεί να είναι μία χάρτινη τίγρη, αλλά τα τσιμπήματα των ψύλλων αυτής της τίγρης είναι συχνά οδυνηρά…»
Πάνε πενήντα χρόνια από τον Μάη του 68΄. Πενήντα χρόνια από ένα Παρίσι σε αναταραχή, από ένα Παρίσι παλλόμενο από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες χιλιάδων ανθρώπων. Πενήντα χρόνια ικανά τόσο για να μελαγχολήσουμε για μία ρομαντική εποχή που οι άνθρωποι έβγαιναν ακόμη στους δρόμους, όσο και να στοχαστούμε τι έφταιξε και αυτή η προσπάθεια έμεινε ημιτελής. Για να γίνει αυτό δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από ένα μυθιστόρημα.
Ο Φρεντερίκ, ο ήρωας του βιβλίου «κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Angelus Novus (μετάφραση Γιάννη Καυκιά), επιστρέφει στο Παρίσι το 1988, ύστερα από είκοσι χρόνια εξορίας. Επιστρέφει σε ένα Παρίσι αλλιώτικο, σε ένα Παρίσι που «δεν γνωρίζει», σε ένα Παρίσι που οι δρόμοι του έχουν γεμίσει με «μαγαζιά με έτοιμα ενδύματα που τα επισκεπτόταν μια κατσούφικη και προφανώς υποταγμένη νεολαία η οποία ακολουθούσε τη μόδα». Σίγουρα, η Φρανσίν, η γυναίκα της ζωής του, που έχει όμως να τη δει είκοσι χρόνια, δεν ανήκει σε αυτή την νεολαία. Σίγουρα;
Ο Φρεντερίκ ανατρέχει νοερά στο 1968, σε μία εποχή που έμοιαζε πιο σίγουρος από τώρα. Ήταν είκοσι χρονών και δήλωνε: «ήξερα ανέκαθεν ποιο ήταν το στρατόπεδό μου και πού βρίσκονταν οι εχθροί μου». Εμποτισμένος με επαναστατικό πνεύμα, δεν είχε πρόβλημα να περιπλανιέται εκεί που συναντιόταν «η μυρωδιά πικραμύγδαλου και δακρυγόνων». Άλλοτε μόνος του, αλλά τις περισσότερες φορές με τον παιδικό του φίλο, τον Τέντι, φορώντας ρούχα που είχαν πάρει από ποδοσφαιριστές την ώρα που οι τελευταίοι κλωτσούσαν την μπάλα.
Το βιβλίο περιεργάζεται τα στοιχεία της μοναξιάς, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, των ανθρώπινων ορίων, της αυτοθυσίας και του ηρωισμού, με την παρουσία της πολιτικής να είναι έντονη καθ’ όλη τη διάρκεια της πλοκής. Ίσως όχι πάντα φανερή, μα σίγουρα με τον τρόπο που της προσδίδει ο γάλλος ποιητής, Πωλ Βαλερύ: «πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να μπλέκονται σε όσα τους αφορούν». Αυτό έγινε τον Μάη του 68’ και αυτό θα γίνεται σε κάθε «Μάη» που θα επιχειρηθεί από εδώ και μπρος: μία προσπάθεια αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης της κοινής γνώμης για να συρθεί σε επιλογές ακίνδυνες για το σύστημα και την εξουσία του. Ως τώρα τα καταφέρνουν. Μέχρι πότε, όμως;
Τα «κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα» είναι ένα βιβλίο διαυγές ως προς τη φόρμα και απλό ως προς τη μορφή, χωρίς ίχνος διδακτικότητας, που μας φέρνει μπροστά σε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα. Μαθητές και φοιτητές, εργάτες και άνθρωποι της διπλανής πόρτας, βγαίνουν στους δρόμους και έρχονται αντιμέτωποι με την κρατική βαναυσότητα. «Οι υποκόπανοι κατέβαιναν σε κεφάλια, μασέλες, πρόσωπα, σπονδυλικές στήλες: όλα αυτά που απαιτούν τόσο χρόνο και τόση φροντίδα για να συγκροτήσουν έναν άνθρωπο…»
Οδοφράγματα, απεργίες, πορείες, μία αύρα αλλαγής και αισιοδοξίας αναμειγνύεται μαζί με τον τυχοδιωκτισμό, τις διαψεύσεις, το ξεπούλημα και τις λανθασμένες επιλογές της ηγεσίας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΓΚΚ), που μεταπολεμικά το βλέπουμε να συνθηκολογεί, να απεκδύεται την επαναστατική στρατηγική και να συμμερίζεται τις αυταπάτες για κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό. Μία καθ’ όλα, δηλαδή, οπορτουνιστική στροφή, που δεν του επέτρεψε να αναλάβει σωστό καθοδηγητικό ρόλο στον Μάη του 1968 και να συμβάλει στην κλιμάκωση των εργατικών αγώνων.
«Οι νοικοκυρές έκαναν προμήθειες. Ρύζι, μακαρόνια, σαρδέλες, ζάχαρη, πατάτες. […] Κι όμως, απ’ αυτά τα ασήμαντα πράγματα βλέπει ότι μια επανάσταση έχει τελειώσει προτού καν αρχίσει».
Ο Φρεντερίκ και ο Τέντι, δύο νέοι συνεπαρμένοι από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της εποχής, ζούνε από πρώτο χέρι τις ζυμώσεις μέσα στο κίνημα και αναρωτιούνται αν ο «δικός τους Μάης ήταν θέμα μισθών και μεταρρύθμισης του πανεπιστήμιου» για να δώσουν μετά από λίγο οι ίδιοι την απάντηση πως «θέλανε να χτυπήσουν το κακό στη ρίζα του, να καταργήσουν τις τάξεις, την ιδιοκτησία […] αλλά μάλλον είχαν πάει σε λάθος στούντιο: η ταινία που γυριζόταν δεν έμοιαζε καθόλου με το σενάριό τους».
Βλέπουμε, λοιπόν, μία ολόκληρη κοινωνία, που παρότι δεν γνωρίζει σε βάθος τον οργανισμό με τον οποίο αναπτύσσεται μία καπιταλιστική κοινωνία, κατανοεί με οξυδέρκεια πως δυσκολεύεται να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες της, τη στιγμή που η απόσταση ανάμεσα στον πλούτο που παράγει και σε αυτόν που καρπώνεται η αστική τάξη μεγαλώνει.
Μία κοινωνία που ταυτόχρονα δεν σταματά να ερωτεύεται, ίσως τώρα με μεγαλύτερη ένταση από πριν, παρότι αντιλαμβάνεται πως «καμία αγάπη δεν μπορεί ν’ αντέξει οχτώ-δώδεκα ώρες καθημερινό χωρισμό και ξαναντάμωμα μέσα στην γκρίζα, άχαρη και θορυβώδη λαϊκή πολυκατοικία…»
Ο Φρεντερίκ γνωρίζει τη Φρανσίν την πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν ψάχνει τρόπο να σώσει τη ζωή του και ταυτόχρονα να εκδικηθεί για τον θάνατο του φίλου του, Τέντι, από τον αστυνομικό «που ήθελε να τρομάξει την αστυνομία για να ρίξει στους διαδηλωτές». Την ερωτεύεται βαθιά, τόσο βαθιά που σκέφτεται να αλλάξει προς στιγμήν όλη τη στρατηγική του γι’ αυτή. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνει πως δεν γίνεται να το κάνει αυτό. Σκοτώνει τον αστυνομικό που δολοφόνησε το φίλο του και φεύγει για τη Νότιο Αφρική με τη βοήθεια του ΓΚΚ. Φεύγει και επιστρέφει είκοσι χρόνια μετά σε μία διαφορετική Γαλλία.
«Χάσατε εφτά χιλιάδες τριακόσιες μέρες από τη ζωή σας… για τίποτα. Τζάμπα!» Αυτή η φράση στριφογυρνάει διαρκώς στο μυαλό του Φρεντερίκ. Το γυρνάει από δω, το σκέφτεται από κει, ακούει τον Γενικό Ελεγκτή της αστυνομίας να του τη λέει ξανά και ξανά, αλλά κρατάει μία υποτυπώδη απόσταση. Ίσως επειδή βλέπει γύρω του τον κόσμο που δεν έχει αλλάξει και πολύ σε σχέση με αυτά που πάλευε κάποτε. Ίσως επειδή η ελευθερία του στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας είναι «σαν τον άνεμο. Ίσως λιγάκι μολυσμένη…» Ίσως πάλι, επειδή όπως θα έλεγε και ο δικός μας, Γιάννης Ρίτσος, «κι ο θάνατος μια πρόσθεση. Τίποτα δεν χάνεται».
Τίποτα δεν χάνεται, λοιπόν. Γι’ αυτό κρατάμε από τον Μάη του 1968 την εικόνα εκατομμυρίων ανθρώπων να βγαίνουν μαζί στους δρόμους, την εικόνα εκατομμυρίων ανθρώπων να αντιλαμβάνονται πως οι ανάγκες τους είναι κοινές.
Το βιβλίο του Φρεντερίκ Φαζαρντί διατηρεί ζωντανή τη φλόγα για μελλοντικές επαναστάσεις, για επαναστάσεις που θα πατούν σε πιο στέρεο έδαφος, για επαναστάσεις που θα ξεμπερδεύουν μια και καλή με τον ιμπεριαλισμό, που όπως λέει και ο συγγραφέας «μπορεί να είναι μία χάρτινη τίγρη, αλλά τα τσιμπήματα των ψύλλων αυτής της τίγρης είναι συχνά οδυνηρά…»