Χίλαρι Κλίντον – Μια μακελάρισσα γένους θηλυκού made in House of cards
Καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει πάει πάρα πολύ στραβά, όταν έχεις κάνει ένα συντηρητικό σοσιαλδημοκράτη, όπως ο Μπέρνι Σάντερς να μοιάζει “αριστερός” κι έναν ακροδεξιό μισογύνη σχεδόν σαν περιστέρι της ειρήνης
Καταλαβαίνεις ότι κάτι έχει πάει πάρα πολύ στραβά, όταν έχεις κάνει ένα συντηρητικό σοσιαλδημοκράτη, όπως ο Μπέρνι Σάντερς να μοιάζει “αριστερός” κι έναν ακροδεξιό μισογύνη σχεδόν σαν περιστέρι της ειρήνης (προεκλογικά, καθώς σύντομα ο πρόεδρος Τραμπ απέδειξε πως είναι καθ’ όλα άξιο γεράκι του πολέμου). Είναι λάθος βέβαια να αποδίδουμε την πολιτική που υπηρετεί η Χίλαρι Κλίντον σε κάποιου είδους προσωπικά χαρακτηριστικά, είναι πάντως γεγονός πως η “Killary” παρά τις αμείωτες προσπάθειες των φιλικών της ΜΜΕ να φιλοτεχνήσουν το προφίλ μιας δυναμικής φεμινίστριας που προασπίζεται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, δε διαθέτει χιλιοστό από το χάρισμα του προκατόχου της, προκαλώντας πηγαία αντιπάθεια ακόμα και μεταξύ πολλών παραδοσιακών ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος.
Μεγαλύτερη κόρη του Χιου και της Ντόροθι Ρόντμαν, η Χίλαρι μεγάλωσε σε προάστιο του Σικάγο. Ανήκε σε εύπορη οικογένεια καθώς ο πατέρας της είχε επιχείρηση υφασμάτων. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τα κοινά, αρχικά ως εθελόντρια του συντηρητικού Ρεπουμπλικανού υποψηφίου Μπάρι Γκολντγουότερ το 1964 και αργότερα ως πρόεδρος της τοπικής Ρεπουμπλικανικής Νεολαίας. Προσχώρησε στους Δημοκρατικούς στο κολέγιο Wellesley, κατά δήλωσή της επηρεασμένη από τις δολοφονίες των Μάλκολμ Χ, Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Σπούδασε νομικά στο Γέιλ και ακολούθησε για πολλά χρόνια πετυχημένη καριέρα ως δικηγόρος. Στο Γέιλ συνάντησε τον Μπιλ Κλίντον, οι δρόμοι τους όμως αρχικά χώρισαν μετά την αποφοίτησή τους .
Η Χίλαρι συμμετείχε στην έρευνα για το σκάνδαλο Watergate και μετά την παραίτηση του Νίξον αποφάσισε να μετακομίσει στο Αρκάνσας. Δίδαξε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Αρκάνσας, παντρεύτηκε τον Κλίντον το 1975 και μπήκε στη δικηγορική εταιρία Ρόουζ.
Όταν ο Κλίντον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Αρκάνσας το 1978, η Κλίντον συνέχισε την καριέρα της έχοντας παράλληλα δημόσια παρουσία μέσω προγραμμάτων ενίσχυσης παιδιών και απόρων. Πιο ενεργός ακόμα άρχισε να γίνεται ο ρόλος της κατά την προεκλογική καμπάνια του συζύγου της το 1992, βγάζοντας ομιλίες σε συγκεντρώσεις και λειτουργώντας σε σύμβουλος του Κλίντον.
Μετά την ορκωμοσία του, η Χίλαρι ανέλαβε επικεφαλής Task force για τη μεταρρύθμιση της υγείας, με συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών που τελικά απορρίφθηκαν και συνέβαλαν στην επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές του Κογκρέσου το 1994.
Μετά την αποτυχία αυτή, καθώς και την οσμή σκανδάλων γύρω από τα οικονομικά της και το ρόλο της στην απόλυση 7 υπαλλήλων του Λευκού Οίκου, η Χίλαρι υιοθέτησε έναν πιο “παραδοσιακό” ρόλο ως Πρώτη Κυρία. Την εποχή εκείνη ξέσπασε και το διαβόητο σκάνδαλο Λεβίνσκι, κατά το οποίο η απόφασή της να ταχθεί υπέρ του Μπιλ Κλίντον προκάλεσε ποικίλα σχόλια και έγινε διεθνώς αντικείμενο σάτιρας -όχι πάντα καλόγουστης. Το 1999 έγινε η πρώτη προεδρική συμβία που εκλέχτηκε Γερουσιαστής Νέας Υόρκης. Υποστήριξε την κυβέρνηση Μπους στον Πόλεμο του Αφγανιστάν, αν και τον επέκρινε -επί της τακτικής- για την επέμβαση στο Ιράκ.
Το 2007 έχασε την κούρσα του προεδρικού χρίσματος έναντι του Ομπάμα, υπηρέτησε ωστόσο ως Υπουργός Εξωτερικών του από το 2009 ως το 2013, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη βρώμικη ανάμιξη των ΗΠΑ κατά τη λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη” κι ιδιαίτερα στους πολέμους της Λιβύης και της Συρίας.
Το 2015 επέστρεψε στη διεκδίκηση του χρίσματος, που ήταν δυσκολότερη από όσο περίμενε, λόγω της παρουσίας του Μπέρνι Σάντερς, το μετριοπαθή κεϊνσιανισμό του οποίου παρουσίασε ως “μη ρεαλιστικό”, ενώ κι ο ίδιος αποφάσισε μετά την ήττα του να την στηρίξει προς δυσαρέσκεια μιας μερίδας ψηφοφόρων του, ανάμεσά τους και διάσημοι, όπως ο Όλιβερ Στόουν και η Σούζαν Σάραντον.
Η Χίλαρι βάσισε την εκστρατεία της στην προβολή της ως κήρυκας δικαιωμάτων των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και των μαύρων, αφήνοντας πάντως ασυγκίνητα κάποια τμήματα παραδοσιακών ψηφοφόρων σε κρίσιμες Πολιτείες, όπως οι λευκοί εργάτες που πείστηκαν από τις εξαγγελίες προστατευτισμού του Τραμπ. Σε μια καμπάνια που σημαδεύτηκε από γκροτέσκα ενίοτε συνωμοσιολογία περί ρωσικού δακτύλου υπέρ Τραμπ, το επιτελείο του τελευταίου κατάφερε πετυχημένα να πλασάρει τον υποψήφιο ως αντισυστημική επιλογή έναντι της εκλεκτής του ποντιακού και χρηματιστικού κατεστημένου. Σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, η Κλίντον έμοιαζε να υπερακοντίζει τον Τραμπ σε διάθεση για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, καλώντας σε εκτεταμένο βομβαρδισμό της Συρίας και του Ιράκ, σκλήρυνση των κυρώσεων κατά του Ιράν, αντιμετώπιση της ρωσικής, κινεζικής και βορειοκορεατικής “απειλής”. Τάχθηκε επίσης υπέρ της εξάπλωσης των μυστικών υπηρεσιών εντός κι εκτός ΗΠΑ και του εκσυγχρονισμού του αμερικάνικου στρατού.
Η Κλίντον τελικά έχασε παρά το ελαφρύ προβάδισμά της σε ψήφους, λόγω του αμερικανικού εκλογικού συστήματος, σε μια παταγώδη διάψευση των δημοσκοπήσεων που προέβλεπαν σχετικά άνετη επικράτησή της. Συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στα πολιτικά δρώμενα των ΗΠΑ, δίχως να αλλάζει τη γραμμή της, ευελπιστώντας να είναι παρούσα στη μετά-Τραμπ εποχή.