Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κι η ετοιμότητα της ΕΣΣΔ
76 χρόνια από την έναρξη της επίθεσης των Ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, με την κωδική ονομασία Μπαρμπαρόσα. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Β. Σαμαρά “Γιάλτα ή Πότσνταμ” που απαντούν στους μύθους που καλλιεργούνται σχετικά με την ετοιμότητα της ΕΣΣΔ, τον αιφνιδιασμό του Στάλιν, κοκ.
Σαν σήμερα, 76 χρόνια πριν, ξεκινούσε η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, δηλαδή η επίθεση των ναζί εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, που κατέληξε σε βάθος χρόνου στη συντριπτική τους ήττα και τη μεγάλη Αντιφασιστική νίκη των λαών. Κι αυτό παρά την αρχική τους προέλαση, κατά την οποία έφτασαν στα προάστια της Μόσχας, του Λένινγκραντ, αλλά και στις όχθες του Βόλγα, που διαρρέει το Στάλινγκραντ. Κι είναι αυτή ακριβώς η αρχική προέλαση που τροφοδότησε μια σειρά αστικούς μύθους για τον αιφνιδιασμό του Στάλιν, το κατά πόσο ήταν ετοιμοπόλεμος κι αξιόμαχος ο Κόκκινος Στρατός, κτλ, κατά το γνωστό σχήμα που λέει πως οι θρίαμβοι κι οι επιτυχίες είναι αποτέλεσμα της λαϊκής πρωτοβουλίας (που δρα προφανώς αυτόβουλα, χωρίς ηγέτες και καθοδήγηση), ενώ για κάθε πιθανή (έστω και προσωρινή) αποτυχία ή σκοτεινό σημείο ευθύνεται αυτή ακριβώς η ηγεσία.
Σε αυτό το πλαίσιο κρίνουμε σκόπιμο να αντιγράψουμε και να δημοσιεύσουμε κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Βασίλη Σαμαρά “Γιάλτα ή Πότσνταμ”, και το σχετικό κεφάλαιο που αναφέρεται στην αντιμετώπιση της γερμανικής επίθεσης, δίνοντας ουσιαστικές απαντήσεις στα επίμαχα ζητήματα.
Ένα άλλο κεφάλαιο σχετίζεται με την ειδικότερη προετοιμασία της Σ.Ε. απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο (πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά). Ως προς το πρώτο, η απόδειξη βρίσκεται στον τρόπο που πολέμησε ο σοβιετικός λαός. Η μεγάλη “απορία” όλων των αστών συγγραφέων, είναι το πώς δεν κλονίστηκε το σοβιετικό καθεστώς παρ’ όλες τις ήττες που στο πρώτο διάστημα υπέστη ο Κόκκινος Στρατός. Μια άλλη τους “απορία” είναι το άμεσο φούντωμα του ανταρτοπόλεμου στα μετόπισθεν του γερμανικού στρατού αμέσως μετά τη γνωστή έκκληση του Στάλιν. Ο Ρ. Καρτιέ αναφέρεται στις εκκλήσεις του Τσόρτσιλ στους Γάλλους να μη συνθηκολογήσουν αλλά να συνεχίσουν τον αγώνα με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένου και τους ανταρτοπόλεμου. Και σχολιάζει αυτήν την έκκληση υποστηρίζοντας “ότι ανταρτοπόλεμος” μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ενάντια σε έναν κατακτητή όταν αυτός αρχίζει να εξασθενεί και όχι στη φάση που θριαμβεύει”.
Από τη μεριά του έχει “δίκιο”. Στην πλευρά της Γαλλίας είχαμε πχ τον Βεϊγκάν με τους “φόβους” του, που ούτε ήθελε ούτε βέβαια μπορούσε να εμπνεύσει μια τέτοια κατεύθυνση. Στη Σ.Ε. είχαμε άλλου είδους σχέση του λαού με την ηγεσία του. Ο Ζ. Ελλενστάιν αναφέρει ότι σε όλο το διάστημα που κατείχαν τα σοβιετικά εδάφη οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να αντλήσουν παρά το 1/7 αυτών που άντλησαν στο ίδιο διάστημα από τη μικρότερη σε έκταση κατεχόμενη Γαλλία. Το αποδίδει -και σωστά- στο ότι στη Σ.Ε. βρήκαν πολύ μικρότερη ανταπόκριση και διάθεση συνεργασίας από αυτήν που βρήκαν ανάμεσα στην αστική τάξη της Γαλλίας.
Στον οικονομικό τομέα, και ειδικότερα όσον αφορά την εκβιομηχάνιση υπήρξε μια ανάλογη κατάσταση. Είναι γνωστό ότι για έναν πόλεμο εκείνης της κλίμακας η ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι ένας όρος εκ των ων ουκ άνευ.
Η εκβιομηχάνιση της ΣΕ αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο με πολλές και πολύ σημαντικές πλευρές. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η πλευρά που σχετίζεται με τον επερχόμενο πόλεμο. Και δεν υπάρχει ούτε ένας που να αμφισβητεί την τεράστια σημασία που έπαιξε το σοβιετικό βιομηχανικό δυναμικό στην εξέλιξη του πολέμου. Το μόνο που υπάρχει είναι μία ακόμη “απορία” τους. Πώς η ΣΕ σε διάστημα λίγων μόνο χρόνων κατόρθωσε από το μηδέν να κατακτήσει ένα βιομηχανικό επίπεδο τέτοιο που να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής.
Αν το γεγονός ότι η ΣΕ από γενική άποψη περίμενε τον πόλεμο δεν αμφισβητείται στα σοβαρά από κανέναν, κάπως αλλιώς τοποθετείται το ζήτημα για διάστημα ανάμεσα στην υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης ΣΕ-Γερμανίας και τη γερμανική επίθεση.
Αλλά και εδώ ακόμα δεν έχουμε ολοκληρωμένες και “ευθείες” τοποθετήσεις και αυτό που συναντάμε περισσότερο είναι πλαγιοβολές σε αναφορά με τον υποτιθέμενο “εφησυχασμό” του Στάλιν, και τον συνακόλουθο “αιφνιδιασμό’ του.
Αναφερθήκαμε προηγούμενα στη μεταφορά γερμανικών στρατευμάτων στην Ανατολή, ακόμα από την περίοδο της μάχης της Αγγλίας. Η μεταφορά αυτή συνεχίστηκε μέχρις ότου ο βασικός όγκος του γερμανικού στρατού μεταφέρθηκε ανατολικά. Όλα αυτά γίνονταν με κάθε μυστικότητα, αλλά είναι αδύνατο κινήσεις αυτής της κλίμακας να μη γίνονται αντιληπτές.
Και βέβαια δεν μπορούμε να κάτσουμε και να συζητάμε σοβαρά το αν η σοβιετική ηγεσία τις είδε ή δεν τις είδε και αν τις έλαβε ανάλογα υπόψη. Όταν ο Μολότοφ διαμαρτύρεται στο Χίτλερ για τις κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων ήδη γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Όταν προωθείται η αναδιάρθρωση της σοβιετικής ηγεσίας και ο Στάλιν αναλαβαίνει πρόεδρος του συμβουλίου των επιτρόπων του λαού (πρωθυπουργός) στις 6/5/1941 αυτό γίνεται ενόψει των εξελίξεων που επέρχονται. Όταν το 1940 αποφασίζεται η αύξηση των δαπανών για αμυντικές δαπάνες σε 43% του συνολικού προϋπολογισμού (Ζ. Ελλενστάιν) αυτό δείχνει κάποια πράγματα.
Μια ακόμη “απορία” των Δυτικών, είναι το θαύμα της μεταφοράς της βιομηχανίας πέρα από τα Ουράλια. Εμείς το μόνο που θα πούμε εδώ σε σχέση με αυτό, είναι πως δεν έγινε όπως κατά τη θεολογία πλάστηκε ο ουρανός και με ένα “γεννηθήτω” του Στάλιν. Τέτοια θαύματα στη συγκεκριμένη γήινη πραγματικότητα προϋποθέτουν μια πολύ σοβαρή προεργασία και προετοιμασία.
Υπάρχουν ωστόσο και πολύ πιο σαφείς ενέργειες που δείχνουν ποια επίγνωση των πραγμάτων είχε η σοβιετική ηγεσία. Στις 5/5/1941
“ο Στάλιν σε λόγο του προς τους νέους αξιωματικούς αναφέρει: Πρέπει να ετοιμαζόμαστε να αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε αιφνιδιασμό” (Ζ. Ελλενστάιν). “Την παραμονή της εισβολής το σοβιετικό υπουργείο άμυνας εξέδιδε την ακόλουθη ανακοίνωση: Προς… κλπ 1) Στις 22 ή 23 Ιούνη είναι δυνατόν να διενεργηθεί αιφνιδιαστική επίθεση των Γερμανών στο μέτωπο των περιοχών Λένινγκραντ-Βαλτικής-Δυτικών περιοχών Κιέβου και Οδησσού. Η γερμανική επίθεση μπορεί να αρχίσει με προκλητικές ενέργειες (κατά το προηγούμενο της Πολωνίας σ.σ.). 2) Τα στρατεύματά μας οφείλουν να μην παρασυρθούν από καμιά προκλητική ενέργεια ικανή να δημιουργήσει σοβαρές περιπλοκές. Ταυτόχρονα τα στρατεύματα των περιοχών … οφείλουν να είναι έτοιμα να αποκρούσουν ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές επιθέσεις Γερμανών ή των συμμάχων τους…”
Ο Ζ. Ελλενστάιν που παραθέτει το απόσπασμα το τοποθετεί στα επιχειρήματα με τα οποία στηρίζει την άποψη για αιφνιδιασμό του Κόκκινου Στρατού. Βεβαίως πρόκειται για αυθαίρετη ερμηνεία. Εμείς το “διαβάζουμε” διαφορετικά το κείμενο. Να συνεχίσουμε όμως.
“Στις 22/6/41 ο σοβιετικός στρατός είναι κινητοποιημένος κατά 80%… Έχοντας αντιιληφθεί τις γερμανικές βλέψεις, οι Ρώσοι πραγματοποίησαν πυκνότερη συγκέντρωση στρατευμάτων στην Ουκρανία… (Ρ. Καρτιέ).
Ας αναφερθούμε όμως και στο Χρουτσόφ. Σε αυτόν που στη “μυστική” έκθεση στο 20ό Συνέδριο κατηγόρησε το Στάλιν πως “αιφνιδιάστηκε”. Ο Μίλοβαν Τζίλας στο παθιασμένα αντισταλινικό βιβλίο του “Συνομιλίες με το Στάλιν”, χωρίς να το θέλει ίσως, μας δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία. Αναφέρει πως σε συζήτησή του με το Χρουτσόφ αυτός του ανέφερε πως την παραμονή της γερμανικής επίθεσης του τηλεφώνησε από τη Μόσχα ο ίδιος ο Στάλιν και τον ειδοποίησε να είναι σε συναγερμό γιατί είχε την πληροφορία ότι οι Γερμανοί ήταν πιθανόν να αρχίσουν την επίθεση την επομένη, 22 Ιουνίου, Βέβαια ο Χρουτσόφ, πολιτικός υπεύθυνος τότε για την Ουκρανία, όταν μιλούσε με τον Τζίλας δε φανταζόταν ίσως ότι κάποτε θα του ήταν χρήσιμο να πει τα ακριβώς αντίθετα.
(…)
Ένα μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας για αιφνιδιασμό της σοβιετικής ηγεσίας στηρίζεται στις ήττες που υπέστη το πρώτο διάστημα ο κόκκινος στρατός και στην οπισθοχώρησή του. Η συλλογιστική πάνω στην οποία στηρίζονται τα ανάλογα συμπεράσματα, λέει πάνω-κάτω τα εξής: Ο κόκκινος στρατός στο πρώτο διάστημα υπόστηκε ήττες, άρα δεν ήταν προετοιμασμένος, άρα η σοβιετική ηγεσία αιφνιδιάστηκε,
Το ότι μια τέτοια λογική είναι αυθαίρετη αυτή καθαυτή είναι το ένα ζήτημα. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι αυτή ανατρέπεται από τη συγκεκριμένη εξέταση των πραγματικών δεδομένων. Γιατί ούτε η σοβιετική ηγεσία “αιφνιδιάστηκε” ούτε ο κόκκινος στρατός ήταν απροετοίμαστος. Όλοι αυτοί “ξεχνάν” κάποια πράγματα.
“Ξεχνάν” πχ ποιες εκτιμήσεις υπήρχαν -αν όχι από τους ίδιους- από την πλευρά που εκπροσωπούν σε εκείνη την περίοδο. “Ξεχνάν” ότι περίμεναν να συντριβεί ο κόκκινος στρατός από τις πρώτες μέρες των μαχών, και συνακόλουθα να διαλυθεί η Σ.Ε.
Στις 23/6/1941 (την επομένη της επίθεσης, σ.σ.) ο Αμερικανός υπουργός εξωτερικών Κνοξ ανακοινώνει στο Ρούσβελτ πως σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες που μπόρεσε να συγκεντρώσει, ο Χίτλερ θα χρειαστεί έξι εβδομάδες με δυο μήνες για να διαλύσει τη Ρωσία” (Ζ. Ελλενστάιν). “Όλοι οι εμπειρογνώμονες έδιναν στο γαλλικό στρατό ένα συντελεστή αξίας διπλάσιο ή τριπλάσιο από εκείνο του ρωσικού στρατού” (Ρ. Καρτιέ). “Το τέλος της ρωσικής αντιστάσεως οι Δυτικοί το προσδιορίζουν όπως περίπου οι Γερμανοί. Η βιαιότητα των μαχών πιο πολύ ανησυχεί τον Τσόρτσιλ παρά τον καθησυχάζει. Σκέπτεται πως με τις μάχες αυτές γίνονται πιο εμπειροπόλεμα εκατομμύρια μαχητών, που θα είναι τρομεροί αντίπαλοι όταν σημάνει η ώρα της επίθεσης εναντίον της Αγγλίας. Στην Αμερική εξακολουθούν να επιμένουν στην αρχική εκτίμηση της κατάστασης. Ο Χίτλερ χρειάζεται τρεις μήνες για να τελειώνει με τη Ρωσία (Ρ. Καρτιέ).
Ο κόκκινος στρατός όμως και σε πείσμα των εκτιμήσεων “όλων των εμπειρογνωμόνων” τελικά νίκησε. Και από αυτό το καταλυτικό γεγονός όλοι αυτοί ανασύρουν ταχυδακτυλουργικά ό,τι νομίζουν ότι τους βολεύει, για να ενισχύσουν την -ήδη δοσμένη- “εκτίμησή” τους.
Κριτικάρουν πλέον τον κόκκινο στρατό, γιατί δε νίκησε από την αρχή. Στην ουσία, γιατί δεν ήταν τότε (1941) ο καλύτερος του κόσμου, εκείνος ο στρατός που οι ίδιοι θεωρούσαν κατώτερο από το γαλλικό, έναν στρατό που διαλύθηκε σε τρεις μέρες από τη γερμανική επίθεση.
Γιατί -αυτό λεν τα δεδομένα- στα 1941 ο πιο πλήρης, ο πιο ολοκληρωμένος στρατός του κόσμου ήταν ο γερμανικός. Και μάλιστα -αν εξαιρέσουμε τον κόκκινο στρατό- με μεγάλη απόσταση από όλους τους άλλους στρατούς. Και αυτό το στρατιωτικό δεδομένο ήταν από τα βασικά στοιχεία που καθόριζαν τον οπορτουνισμό στη στάση των Δυτικών όχι μόνο στην αρχή, αλλά σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο κόκκινος στρατός στην αρχή των εχθροπραξιών, όντως δεν ήταν και δε θα μπορούσε να είναι ο πληρέστερος του κόσμου. Έγινε στην πορεία. Και έγινε ο καλύτερος του κόσμου ακριβώς επειδή υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η υποδομή (υλικές και ιδεολογικές), και επειδή πάρθηκαν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα και στη σωστή κατεύθυνση.
Ας δούμε όμως περισσότερο συγκεκριμένα κάποια πράγματα. Από άποψη κινητοποίησης και γενικής ετοιμότητας, ήδη αναφέραμε προηγούμενα, ότι ο κόκκινος στρατός ήταν κινητοποιημένος, συγκεντρωμένος στα σύνορα, και με πυκνότερη τη διάταξή του στην Ουκρανία, όπου ακριβώς βρισκόταν το “κέντρο βάρους” της γερμανικής επίθεσης, όπως φάνηκε στη συνέχεια. Οι δυνάμεις αυτές βρίσκονται σε ετοιμότητα, και πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, αυτό φαίνεται και από τον τρόπο της άμεσης αντίδρασής τους στη γερμανική επίθεση.
Η ρωσική όμως αντίδραση εκδηλώνεται με ταχύτητα που καταπλήσσει στρατεύματα συνηθισμένα να κερδίζουν οριστικά την υπεροχή πάνω στον αντίπαλο. Από τις 22 Ιουνίου το βράδυ (ημέρα έναρξης της γερμανικής επίθεσης σ.σ.) τα σώματα στρατού του Ραϊχενάου και του Στιλπνάγκελ είναι κιόλας υποχρεωμένα να αντιμετωπίζουν σφοδρές αντεπιθέσεις” (Ρ. Καρτιέ).
Όσον αφορά το θάρρος και την αποφασιστικότητα των μαχητών του κόκκινου στρατού, αυτή δεν αμφισβητείται από κανέναν. Έχουν όμως κάτι να πουν και εδώ κάποιοι. Έχουν να χύσουν κάποια κροκοδείλια δάκρυα για τους στρατιώτες που “θυσίαζε” ο Στάλιν. Εμείς εδώ “δεν έχουμε” να αντιτάξουμε κανένα επιχείρημα. Απλώς ξέρουμε ότι όλοι αυτοί ήταν έτοιμοι για την αντίθετη περίπτωση.
“Η πρώτη έκπληξη προήλθε από το θάρρος των πολεμιστών, τη στιγμή που όλοι υπέθεταν ότι ο μπολσεβικισμός είχε εξαφανίσει τον πατριωτισμό και περίμεναν μια ηθική κατάρρευση” (Ρ. Καρτιέ).
Η έλλειψη λοιπόν μαχητικότητας θα αποδείκνυε την αντιλαϊκότητα κλπ του καθεστώτος. Η ύπαρξή της “αποδεικνύει” πάλι το ίδιο. Κι εμείς, πια, τι να πούμε.
Μια άλλη κατηγορία ενάντια στο Στάλιν, αφορούσε τον οπλισμό, την υλική υποδομή του κόκκινου στρατού. Μια κατηγορία που την επανέλαβε επίσημα ο Χρουτσόφ στο 20ό Συνέδριο:
Τη στιγμή της γερμανικής εισβολής δε διαθέταμε πια το παλιό υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή οπλισμού και δεν είχαμε ακόμη το καινούριο υλικό.
Βέβαια ο Χρουτσόφ ψεύδεται αδιάντροπα. Ας συγκρατήσουν ωστόσο οι αναγνώστες τα λεγόμενά του. Μέσα στο συνολικό ψεύδος υπάρχει κάτι σημαντικό όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Και σε αυτόν όπως σε όλους που επαναλαμβάνουν τις ίδιες κατηγορίες, υπάρχει και η αναίρεσή τους, είτε στο ίδιο σημείο, είτε πιο κάτω (όταν υποχρεώνονται να αναφερθούν συγκεκριμένα), είτε στις αντιφάσεις που παρουσιάζονται μεταξύ τους.
Από το 1939 προγραμματίζεται η κατασκευή νέου τύπου αεροπλάνων και η μαζική τους παραγωγή αρχίζει το πρώτο εξάμηνο του 41… νέοι τύποι τανκς… πυροβόλων… (κατιούσες) (Ζ. Ελενστάιν)
Αμέσως από τις 23/6 οι άνδρες του Φον Κλάιστ ανακαλύπτουν ένα άρμα άγνωστου τύπου, το Τ34, σχεδιασμένο θαυμάσια, εξοπλισμένο ισχυρά, άτρωτο από το γερμανικό αντιαρματικό των 37 χιλιοστών, εκτός από τις ερπύστριες και τη σχάρα του κινητήρα του”. “Η δεύτερη έκπληξη προήλθε από την αφθονία του υλικού και συγκεκριμένα του αριθμού των ρωσικών αρμάτων”. “Στις 4/8/41 γίνεται σύσκεψη του Χίτλερ με τους διοικητές της ομάδας στρατιών Μίττε. Οι στρατηγοί εκφράζουν παράπονα για τα νέα σοβιετικά άρματα, τις κατιούσες… Ο Χίτλερ λέει σε κάποια στιγμή στον Γκουντέριαν: “Αν είχα πιστέψει πως οι Ρώσοι είχαν τόσα άρματα όσα λέγατε στο βιβλίο σας “Achtung Panzer” νομίζω πως δε θα είχα αρχίσει αυτόν τον πόλεμο”. Ο Γκουντέριαν είχε μιλήσει για 10.000 σοβιετικά άρματα. Οι υπολογισμοί του ήταν πιθανότατα κατώτεροι κατά 50% από την πραγματικότητα. (Ρ. Καρτιέ).
Δε νομίζουμε ότι ως προς αυτό καθαυτό το ζήτημα έχουμε να προσθέσουμε τίποτα.