Με το χαμόγελο στα χείλη…
Τι ξέρουμε εμείς για αυτό το χαμόγελο; Γνωρίζουμε τις εικόνες, τις φωτογραφίες της ημέρας του πολέμου, που δείχνουν τους ανθρώπους να χαμογελούν. Θα ήμασταν πιο ακριβείς, αν λέγαμε ότι δείχνουν πολλούς, υπερβολικά πολλούς ανθρώπους να χαμογελούν, μια μέρα που τίποτε το καλό δεν υποσχόταν…
Τι ξέρουμε εμείς(…) για αυτό το χαμόγελο; Γνωρίζουμε τις εικόνες, τις φωτογραφίες της ημέρας του πολέμου, που δείχνουν τους ανθρώπους να χαμογελούν. Θα ήμασταν πιο ακριβείς, αν λέγαμε ότι δείχνουν πολλούς, υπερβολικά πολλούς ανθρώπους να χαμογελούν, μια μέρα που τίποτε το καλό δεν υποσχόταν. Το χαμόγελο ήταν δημόσιο. Σκαρφαλωμένοι στα τραμ ή στα λεωφορεία της Αθήνας, συναθροισμένοι στα πεζοδρόμια, νέοι άνθρωποι, δείχνουν περίσκεψη και ταυτόχρονα αποπνέουν τη σιγουριά που δίνει το χαμόγελο. Πολλές οι σχετικές εικόνες, ακόμα περισσότερες οι μαρτυρίες για τον ενθουσιασμό της ημέρας. Τόσο πολλές, που είναι αδύνατο να εφευρέθηκαν από οποιονδήποτε προπαγανδιστικό μηχανισμό. Είναι αδύνατο να αφορούν ένα αυστηρά προσδιορισμένο δείγμα. Οπωσδήποτε, η ΕΟΝ του Μεταξά δοκίμασε να δημιουργήσει το δικό της κλίμα. Αυτό το γνωστό, το θεατρικό και κραυγαλέο, το τόσο μακρινό στα νοήματα από το απλό χαμόγελο των ανθρώπων. Χάθηκε η ΕΟΝ και οι θεατρινισμοί της εκείνη την ημέρα. Ελάχιστοι φωτογραφικοί φακοί φαίνεται να τίμησαν τις χλαμύδες που αποπειράθηκε να διαπομπεύσει, μέχρι που οι ίδιοι οι σκηνοθέτες της παραιτήθηκαν του έργου τους και αφέθηκαν να τους παρασύρει το γενικό αίσθημα.
Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από εφέδρους. Αυτοί, οι κλάσεις του 1929 και πέρα, ξεχύθηκαν στις πόλεις ψάχνοντας να βρουν τις ανακοινώσεις της επιστράτευσης στα αστυνομικά τμήματα. Μετά, αφού μάθαιναν τον προορισμό τους και το χρονικό περιθώριο που είχαν για να παρουσιαστούν, έτρεχαν προς τους σταθμούς των τραίνων, πολιορκούσαν τους συρμούς που έφευγαν αδιάκοπα, ασφυκτικά γεμάτοι από το ανθρώπινο φορτίο τους, προς τη Λάρισα ή προς την Πάτρα. Ήταν παράξενο πράγμα οι έφεδροι. Πολίτες ακόμα, εργάτες, μαστόροι, τεχνίτες, λογιστές, δάσκαλοι, σερβιτόροι, βαστάζοι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες, ό,τι, τέλος πάντων, μια κοινωνία του εικοστού αιώνα, αποδίδει στους ανθρώπους ως παραγωγική και κοινωνική ιδιότητα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και πολεμιστές. Κινούνταν στο μεταίχμιο του πολέμου και της ειρήνης, ζούσαν ανάμεσα στις μέρες της ειρήνης, που γρήγορα ξεθώριαζαν, και σ’ εκείνες του πολέμου, που έρχονταν να τις διαδεχθούν. Ήταν κανονικοί άνθρωποι και εν δυνάμει σκληροί πολεμιστές. Δεν είχαν σκοτώσει ποτέ στη ζωή τους, στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν τους είχε περάσει ποτέ από τον νου ο θάνατος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευγαν όμως βιαστικά από τον κόσμο που ως τότε γνώριζαν, για να προλάβουν έναν άλλον, στον οποίο η κύρια φροντίδα τους θα ήταν να σκοτώσουν – αντάμα και η πιθανότητα να σκοτωθούν.
Αυτούς συνήθως τους αυριανούς πολεμιστές που, ως πολίτες ακόμη, έδιναν τον γοργό ρυθμό του πολέμου στους δρόμους της Αθήνας, αιφνιδίαζαν οι φωτογράφοι. Σε αυτούς ανακάλυπταν αποτυπωμένο το χαμόγελο. Στο κάτω κάτω, επρόκειτο για τους αληθινούς ήρωες της ημέρας. Τη μέρα αυτής της κρίσης, η εικόνα του αύριο, η πορεία του πολέμου, τα σχέδια των καθεστώτων και των επιτελείων, είχαν ταπεινά εναποτεθεί στη δική τους κρίση και διάθεση. Τα πάντα εξαρτιόνταν από την προθυμία τους. Την πρώτη μέρα του πολέμου, οι μηχανισμοί είναι εύθραυστοι, ελάχιστα μπορούν να αποκαταστήσουν τις όποιες δυσλειτουργίες παρουσιαστούν. Δεν έχουν νόημα, τη μέρα αυτή, τα στρατοδικεία, οι απειλές, οι κανονισμοί, η πειθαρχημένη ιεραρχία του στρατεύματος. Οι εν δυνάμει πολεμιστές και νυν πολίτες παίρνουν στα χέρια τους, τη μέρα αυτή, τις τύχες του πολέμου. Και πρόκειται για τύχες ευμετάβλητες. Ήταν θέμα λίγων ημερών, ή και ωρών ακόμα, η επιτυχία των σχεδίων του εχθρού. Αν έφθανε στο Μέτσοβο, πάνω στα βουνά, αν πρόφταινε να πάρει το λιμάνι της Πρέβεζας, οι τύχες του πολέμου σίγουρα θα ήταν διαφορετικές. Από την προθυμία των απλών ανθρώπων εξαρτιόταν αυτό. Από την ταχύτητα με την οποία θα άλλαζαν την ιδιότητα του πολίτη με την ιδιότητα του πολεμιστή. Τη μέρα αυτή, οι τύχες της χώρας εναποτέθηκαν ολοκληρωτικά στα χέρια των πολιτών της. Ήταν η πιο απόλυτη εκδοχή της δημοκρατίας. Στο ερώτημα αυτό απάντησε το χαμόγελο και, στην περίσταση, από αόριστη εικόνα μεταβλήθηκε σε μετρήσιμη κοινωνική κίνηση και πολιτική επιλογή.(απόσπασμα από την Εισαγωγή)
Από το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων…Ο Πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009