Κορνήλιος Σελαμσής: “Αυτή η στάση για μένα τώρα εκφράζει την ελευθερία και την επαναστατικότητα: Να κάνουμε τα έργα μας με ειλικρίνεια και μέσα κατά το δυνατόν στα πιστεύω μας.”

Ο Κορνήλιος Σελαμσής μουσικοσυνθέτης της νέας γενιάς παραδόξως μπορεί να μας φανεί «τονικό έγκλημα» μέσα στην εποχή μας. Σε μια εποχή που τρέχει, καταβροχθίζοντας τα πάντα για χάρη της κατανάλωσης και του κέρδους εκείνος προτιμά την βραδύτητα. Σε μια χώρα μας απασχολεί ο άλλος εκείνος κάνει αυτοπαρατηρησία. Ο λόγος του στονάρει στα αυτιά όσων ψάχνουν την εύπεπτη σκέψη και το γρήγορο scrollάρισμα.

Η σημερινή εποχή δεν του ταιριάζει. Η αβρότητα που τον χαρακτηρίζει φαντάζει ξωτική σε μια χώρα που ποτέ δεν κατάφερε να αναπτύξει αστική κουλτούρα και το μόνο που καταφέρνει είναι να δημιουργεί πολύ μικρούς κύριους αρχοντοχωριάτες που καμώνονται τους σοβαρούς και τους καθωσπρέπει.

Ο Κορνήλιος Σελαμσής είναι νέος συνθέτης που δεν επιζητά τη δημόσια αναγνώριση με το έργο του. Μοναδική του επιθυμία είναι να έχει την ηρεμία να κατασκευάσει αυτά που θέλει. Αν αυτό το έργο αναγνωριστεί ή όχι του είναι αδιάφορο αρκεί να καταφέρει να δώσει σε όσα συγκρούονται μέσα του σχήμα. Ανακούφιση στα τραύματά του.

Σε μια εποχή που η κάθε άποψη γίνεται viral και όλοι νιώθουν μικρές διασημότητες, εκείνος επιλέγει την ηρεμία του. Εκκεντρικός; Κάποτε για να ξεχωρίσει ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα. Σε μια εποχή επιδειξιμανίας ίσως η «ηρεμία του» να φανεί στα μάτια των πολλών ως προσπάθεια εκκεντρικότητας αλλά όχι. Δεν προσποιείται για να τραβήξει την προσοχή μας.

Η φινέτσα του, η σωστή χρήση της γλώσσας, η ανάγκη του για ηρεμία και δημιουργία δεν είναι μια persona που χρησιμοποιεί για να κάνει την διαφορά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ο Κορνήλιος Σελαμσής είναι η διαφορά χωρίς καμία προσπάθεια… Έτσι απλά.

Ένα τόσο σπάνιο όνομα, σαν το δικό σου, φαντάζομαι σε ‘’ξεχώρισε’’ από μικρό ανάμεσα στους άλλους;

Αρχικά, υπήρξε ένας ετεροπροσδιορισμός, οι εκτός οικογένειας όντως σχολίαζαν ιδιαιτέρως επειδή είχα αυτό το όνομα. Δεν γνώρισα ποτέ άλλο παιδί με το δικό μου όνομα. Ακόμα και το επώνυμο μου ήταν παράδοξο, τα περισσότερα επώνυμα έληγαν σε –όπουλος ή –άκης. Εγώ τα άκουγα με μεγάλη συμπάθεια. Πολύ μικρός θεωρούσα πως κάθε όνομα ήταν ξεχωριστό και άνηκε μόνο σε έναν και πως απλά πολύ σπάνια υπήρχαν κάποιες συμπτώσεις μιας και κάποτε συναντούσα ανθρώπους με ίδιο όνομα. Βρέθηκα έξω από το οικογενειακό περιβάλλον, στο σχολείο, και γνώρισα άλλα παιδιά που σχεδόν πάντα είχαν ονόματα όπως Γιώργος, Τάκης, Κώστας, οπότε συνειδητοποίησα πως ναι, έχω ένα όνομα που δεν είθισται.

Αυτή η συνειδητοποίηση όντως καθόρισε κάτι για εμένα υποθέτω. Έπαιξε ρόλο το παράξενο όνομα μαζί με τον εσωστρεφή και ασυνήθιστο στα ενδιαφέροντά του χαρακτήρα που είχα ως παιδί.

Δεν θυμάμαι να σου πω ακριβώς πώς ένιωθα γι’ αυτό. Έχω πολύ περιορισμένες παιδικές μνήμες σχετικές με το σχολείο και τους Άλλους. Δεν είμαι βέβαιος ότι το βίωσα εντελώς τραυματικά και σε ποιο βαθμό. Κατά κάποιο τρόπο πάντα με κυνηγά αυτός ο τρόμος της σχέσης με τις κοινότητες.

Πιστεύω πως τα τραύματα μας ή οι εμπειρίες μας συνειδητά ή όχι, ειδικά στους καλλιτέχνες, αποτυπώνονται στο έργο τους, οπότε θα είχε ήδη βγει..

Θεωρώ πως στην περίπτωσή μου ισχύει αυτό. Για να είμαι συνεπής σε αυτό το έργο που ο ίδιος κατασκευάζω, επιμένω στη λέξη, ανασκάπτω πολύ μέσα μου. Θεωρώ πως όλοι μας είμαστε ένα σύνολο από τραύματα, τα οποία προσπαθούμε με διάφορους τρόπους να καταπραΰνουμε με επιτυχία ή χωρίς. Στην πορεία της ζωής αποκτούμε και άλλα τραύματα και στην πραγματικότητα ποτέ δεν σταματάμε να εργαζόμαστε με αυτά, σε αυτά, προς αυτά, ή εξαιτίας τους.

Αν ανατρέξουμε στην ιστορία, συναντάμε σπουδαία πρόσωπα που επέδρασαν στις κοινωνίες, στους λαούς, στις κοινότητες, ξεκινώντας από τα τραύματά τους. Δεν μπορούμε να βρούμε, είμαι βέβαιος, κάποιο σημαντικό πρόσωπο που να έχει καθορίσει τον ρου της ανθρωπότητας χωρίς να δούμε τα καίρια τραύματα που φέρει.

Πριν ανοίξεις το κασετοφωνάκι είχαμε μια συζήτηση για την αγιοσύνη. Δεν νομίζω πως υφίσταται αγιοσύνη τουλάχιστον υπό το πρίσμα ενός απολύτου καλού μίας απόλυτης ηθικής. Αυτά είναι ανοησίες. Υπάρχουν τραύματα και επιγνώσεις που μας καθορίζουν.

Και οι άγιοι πριν αγιοποιηθούν έφεραν τα δικά τους τραύματα.

Ακριβώς. Η αγιοκατάταξη όπως την λένε οι ειδικοί της θρησκείας λαμβάνει χώρα όταν εκ μέρους του αγιοποιούμενου συντελούνται θαύματα ή υπομένονται μαρτύρια και συντελούνται θαύματα ή μόνο μαρτύρια κοκ. Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση που προσωπικώς με αφορά είναι ο πρωταθλητισμός επί του τραύματος εκ μέρους του αγίου, η επούλωση ή ο υπερκερασμός ή η συμφιλίωση. Υπάρχει ένα μέρος του χριστιανικού μυστικισμού που περίπου λέει, ή έτσι θα ήθελα να το διαβάσω εγώ: Αναγνωρίστε τα τραύματά σας, αγαπήστε τα τραύματά σας και, ακριβώς σε αυτό το σημείο, νομίζω βλέπουμε να συγκλίνουν πράγματα όπως η ψυχανάλυση και η θρησκεία με έναν τρόπο παράδοξο.

Αν και αυτό ήταν το μήνυμα του Χριστιανισμού, η σημερινή εκκλησία κάθε άλλο μας προσδιορίζει ως «τραύματα» με αυτό το πολύ όμορφο νόημα, αντίθετα μας προσδιορίζει σαν αμαρτωλούς.

Η εκκλησία ως πολιτικός με την πλατύτερη έννοια οργανισμός έχει ασκήσει μία παράδοξη εξουσία στους ανθρώπους μέσα από την ενοχή. Αυτό είναι εντελώς διαφορετικό από την ιδιωτική ανάγνωση ενός ελεύθερου πνεύματος επί των γραφών. Είτε πρόκειται για ευσεβή κληρικό είτε για λαϊκό, για να μιλήσουμε με όρους τέτοιους. Η εκκλησία ως οργανισμός οφείλει στον εαυτό της να παράγει κανόνες ώστε να μπορεί να χειρίζεται τις κοινωνίες και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η θρησκεία υπήρξε ένας τρόπος να παραχθεί συνεκτικότητα μέσω του φόβου, του αποκλεισμού, της ενοχής. Αυτός φαίνεται να είναι ο ρόλος της μέσα στην ιστορία. Όταν δεν είχε διαμορφωθεί πλήρως το κράτος σαν πολιτική οντότητα και δεν ρύθμιζε τα της κοινωνίας, η εκκλησία κάλυψε το κενό και δημιούργησε δικούς της κανόνες με αυτόν το σκοπό της συνεκτικής κοινωνίας.

Αν βγεις από αυτή τη στενωπό και κοιτάξεις το πραγματικό μήνυμα, κάθε θρησκείας, όχι μόνο της χριστιανικής, θα δεις πως τα προτάγματά τους συμπίπτουν με την ψυχανάλυση, με τον κομμουνισμό ή ακόμα και με την αναρχία. Όταν όμως παίζει το ρόλο για τον οποίο διαμορφώθηκε ως θεσμός, συγκλίνει με τα ακριβώς αντίθετα, όποια και αν είναι αυτά.

Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα η οποία δυστυχώς δεν γίνεται πολύ συχνά και δεν ξέρω αν μπορεί να εξαντληθεί και ποτέ. Οι σχέσεις του ανθρώπου με το θείο, οι σχέσεις εκκλησίας, σύγχρονου κράτους και κοινωνίας… Ωστόσο θέλω να επιστρέψουμε πίσω σε σένα και να μιλήσουμε για το πώς ξεκίνησες την πορεία σου μέσα στην μουσική;

Μεγάλωσα στην Αθήνα σε μια οικογένεια μη καλλιτεχνική. Οι γονείς μου είναι τυπικοί άνθρωποι της γενιάς τους. Καθώς ο πατέρας μου είναι Έλλην εξ Αιγύπτου, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον μάλλον αρκετά καλλιεργημένο το οποίο δεν υπήρχε έξω από την πόρτα του πατρικού σπιτιού και ήταν αυτό ένα ακόμα στοιχείο το οποίο με έφερε συχνά σε σύγκρουση με την πραγματικότητα.

Στο σπίτι μου θυμάμαι να υπάρχει μια βιβλιοθήκη με τα απαραίτητα βιβλία που όφειλε να έχει κάθε συμβατικά μορφωμένο σπίτι της εποχής. Υπήρχε η εγκυκλοπαίδεια του Πάπυρου Larousse που θυμάμαι να την διαβάζω λήμμα το λήμμα σαν παιδί, τα άπαντα του Παπαδιαμάντη τα οποία τα βρίσκεις σε κάθε σπίτι… Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα καλλιτεχνικά ερεθίσματα. Ο πατέρας μου, ίσως, προσπάθησε μέσα από τα ακούσματα του κρατικού ραδιοφώνου της δεκαετίας του ’80 να με εισάγει στην μουσική. Άκουσα λίγη κλασική μουσική από εκεί, που μάλλον έπαιξε κάποιο ρόλο στην συνέχεια.

Στο σχολείο χρειάστηκε να αγοραστεί ένα μικρό μουσικό όργανο, μια μελόντικα και έδειξα μια βλακώδη ευκολία από την πρώτη στιγμή που την πήρα στα χέρια μου. Αυτή η ευκολία δεν έγινε αντιληπτή από κανέναν, ούτε από τους γονείς, ούτε από το σχολείο, ούτε από εμένα τον ίδιο. Είχα μια αγαθοσύνη σαν παιδί και πίστευα πως ήταν κάτι το αυτονόητο. Το έβλεπα σαν μηχανή που κατάλαβα τον τρόπο που λειτουργεί και πως οποιοσδήποτε που θα κατανοούσε τον τρόπο λειτουργίας της θα μπορούσε να παίξει. Τόσο απλά.

Στην Τρίτη δημοτικού άρχισα το ακορντεόν, ο δάσκαλος του ακορντεόν είπε στους δικούς μου να μου πάρουν ένα πιάνο. Ήμουν αρκετά γρήγορος στο να μαθαίνω μουσική, όπως και ο αδερφός μου. Τα ανακαλύψαμε όλα μόνοι μας. Κανείς δεν άσκησε πίεση για να συναφθεί αυτή η σχέση.

Προς το Λύκειο συνάντησα ανθρώπους από τους οποίους κινητοποιήθηκα περισσότερο. Έναν συμμαθητή μου που ασχολείτο αρκετά σοβαρά και, τον Μένη Κουμανταρέα με τον οποίο κάναμε διακοπές στο ίδιο μέρος. Η φιλία αυτή καλλιεργήθηκε και από την αγάπη μου, κατά την εφηβεία, για την μουσική της δεκαετίας του ΄60 και για τα δύο τοτέμ της ελληνικής μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη. Η αγάπη αυτή μετασχηματίστηκε αργότερα και η αρχική ευλάβεια και γοητεία έγινε μία καλόπιστη κριτική γιατί και οι δύο υπήρξαν ως πρόσωπα και ως συνθέτες προβληματικές κατά τη γνώμη μου φυσιογνωμίες που εξέθρεψαν και παρήγαγαν μία παράδοση -μία συνέχεια αντιφατική σε σχέση με τις αρχικές προθέσεις και δυνατότητές τους.

Κάπου εκεί στην εφηβεία, μου αποκαλύφθηκε ουσιαστικά η κλασική μουσική. Το Τρίτο Πρόγραμμα υπήρξε η βασική μου εκπαίδευση και μέχρι σήμερα επηρεάζει ακόμα την μουσική που κατασκευάζω. Μερικές φορές αυτό δεν είναι προφανές αλλά ό,τι πειραματισμός έχει γίνει ή γίνεται στη μουσική που φτιάχνω για την αίθουσα συναυλιών ή το θέατρο κατάγεται από αυτά τα ραδιοφωνικά ακούσματα.

Ουσιαστικά με αυτά τα ερεθίσματα, λίγα μαθήματα μουσικής και με πολλή πίστη και πείσμα προχώρησες στο να γίνεις συνθέτης;

Αρχικά, παρότι είχα βρει εκείνο που ήθελα να κάνω, το γράψιμο της μουσικής δηλαδή, προσπάθησα να μπω σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, το οποίο γρήγορα το άφησα πίσω μου και τα πρώτα ενήλικα χρόνια διέσχισα έναν ατελείωτο δρόμο σπαρμένο με «όχι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις», «αυτό είναι ανέφικτό» και άλλα συναφή.

Εγώ πίστευα πως μπορώ να το κάνω αυτό μέσα μου και δεν άκουγα κανένα. Όσοι με απέρριπταν, για μένα είχαν απορριφθεί μέσα μου πριν καν με απορρίψουν οι ίδιοι, έτσι δεν λάμβανα σοβαρά την άποψή τους.

Αυτό ήταν κάτι το οποίο μου βγήκε σε καλό. Δυστυχώς ή ευτυχώς στην πορεία χάνεις αυτή τη σκληρότητα της νεότητας και επηρεάζεσαι από το περιβάλλον αλλά τότε η έπαρση και ο ναρκισσισμός μου με βοήθησαν να κρατηθώ στο αντικείμενο. Βέβαια αυτή η συμπεριφορά είναι εμμονική και δεν οδηγεί πάντα στην ισορροπία, τουναντίον. Θα μπορούσα αντί για συνθέτης να ήμουν απλά ένας φαντασμένος αν από κάτω δεν υπήρχε ένα υπόβαθρο σκληρής εργασίας και άγρυπνης περιέργειας.

Το κοντινό περιβάλλον πως χαρακτήριζε αυτή την έπαρση;

Το περιβάλλον γύρω μου με θεωρούσε ανεπαρκή σε αυτό που ήθελα και έλεγα πως μπορώ να πετύχω. Θυμάμαι να ζητώ δουλειά χωρίς να έχω την απαραίτητη κατάρτιση, κάποιοι όμως είδαν στο πρόσωπό μου την όρεξη να δοκιμάσω κάτι, φούσκωσα και ο ίδιος λίγο τα μυαλά τους στο πώς, τι μπορώ να κάνω. Υπήρξα ένας οιονεί ψεύτης… Όμως τελικά εργαζόμουν σκληρά πάνω σε ό,τι μου ζητιόταν και έφερνα ένα αποτέλεσμα.

Διεκδικούσα να κάνω πράγματα τεραστίων, για τις δυνατότητές μου, διαστάσεων που υπήρχε οριακή περίπτωση να ολοκληρώσω κατά τρόπο ευπρεπή. Όμως με ασκητική συγκέντρωση και δουλειά τα ολοκλήρωνα και νομίζω αυτές είναι οι πρώτες και καθοριστικές ευτυχείς μου αναμνήσεις.

Πριν φύγω για σπουδές έξω είχα μια μανιασμένη χαρά, ασύνετη, αδηφάγα, απεριόριστο ενθουσιασμό και βαθιά άγνοια ταυτόχρονα. Σε αυτή τη στιγμή απόλυτης εγωπάθειας και βεβαιότητας, συνειδητοποίησα πως αυτό που ονειρευόμουν να κάνω δεν είχα πραγματικά τρόπους να το κάνω.

Τι ακριβώς ζητούσες να πετύχεις τότε;

Ήθελα να φτιάξω μουσική που δεν θύμιζε τις ευκολίες μου ή δεν ακουμπούσε στις μουσικές αγάπες της εφηβείας μου. Κάτι μπορούσα να κάνω, όμως λίγο μπακαλίστικα. Υπάρχει η δημώδης μουσική που μπορείς να την παράγεις επειδή έχει μια συγκεκριμένη μορφή και κανόνες και υπάρχει και η μουσική εκείνη που δεν μιμείται αλλά ερευνά, δεν έχει συγκεκριμένα καλούπια και ορισμένη σχέση με το κοινό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραχθεί εύκολα. Αυτό δεν μπορούσα να το κάνω και το γνώριζα αυτό. Μπορούμε να πάρουμε έναν αδαή από το δρόμο και σε λίγους μήνες να τον διδάξουμε την τρέχουσα μουσική με τρομερή επιτυχία. Δεν ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε κάποιον να παραγάγει ειλικρινά κάποια κομμάτια που θέτουν υπό αμφισβήτηση τα οικεία και παραδεδομένα. Που ειλικρινά εκθέτουν τον μέσα κόσμο, το ασυνείδητό του χρησιμοποιώντας ήχους.

Η Ολλανδία πως προκύπτει στη ζωή σου ως χώρα των σπουδών σου;

Στα 23 μου βρέθηκα για σπουδές στην Ολλανδία. Έκανα μόνο μια αίτηση, σε μια σχολή, και μάλιστα χωρίς να ξέρω τίποτα για τη σχολή και χωρίς πολλή πίστη στο ότι θα γινόμουν δεκτός. Δεν είχα εικόνα για το γίγνεσθαι έξω, πώς είναι η αυτή η άλλη ζωή. Από τα χρηστικά πράγματα της επιβίωσης μέχρι και το αντικείμενο για το οποίο πήγα να σπουδάσω εκεί. Δε γνώριζα ζωντανούς νέους συνθέτες, γνώριζα μόνο τους πεθαμένους και δεν το εννοώ μεταφορικά, τον Ξενάκη ή ετοιμοθάνατους τότε συνθέτες της πρωτοπορίας γνώριζα. Δεν υπήρχε άμεση πληροφόρηση, δεν είχα την καθοδήγηση από πουθενά και τότε χρειαζόσουν περιοδικά, βιβλία, δίσκους, ακριβό άθλημα σε σχέση με σήμερα.

Όλη αυτή η άγνοια, το ψάξιμο και η χαρά της ανακάλυψης δεν ήταν κάτι το οποίο δίνει μια χροιά ρομαντισμού; Η βραδύτητα που υπήρχε κάποτε στην απόκτηση της γνώσης δεν είναι κάτι το οποίο λείπει σήμερα;

Είμαι, τολμώ να πω, νοσταλγός της βραδύτητας. Μπορεί να ακούγεται ρομαντικό αλλά η μη εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία και οι τακτικές της αναζήτησής μου άρεσαν και με ενδιέφεραν πάντοτε πολύ. Σήμερα έχουμε την τεράστια ευχέρεια της εξεύρεσης των πάντων ανά πάσα στιγμή και έτσι το κύριο ζήτημα δεν είναι η αναζήτηση της πληροφορίας αλλά η κατάταξη και η οργάνωσή της.

Ο όρος «χρήσιμη πληροφορία» δε μου αρέσει, τον θεωρώ πολιτικά ύποπτο. Σήμερα είναι πολύ πιθανό να χαθεί κανείς και να διασπάσει την προσοχή του σε πολλά πράγματα. Είναι μία στιγμή τέτοια της ιστορίας για την οποία ακόμη δε γνωρίζουμε το οριστικό της σχήμα. Η βραδύτητα της μελέτης που έκανα τα πρώτα χρόνια, στον περίπου αναλογικό κόσμο στον οποίο γεννήθηκα, μου πρόσφερε μία καλλιέργεια για την οποία ενίοτε επαίρομαι, ενίοτε καταριέμαι.

Μου προξενεί άγχος η απώλεια της βραδύτητας. Αυτό το βλέπεις και γύρω μας. Το βιώνω προσωπικώς στον κώδικα των επαγγελματικών συνδιαλλαγών. Αυτή η ταχύτητα πρέπει βέβαια να τονίσουμε πως συμβαίνει σε όλες τις μεγαλουπόλεις. Καταχρηστικά θα την αποκαλούσα ένα παρεμβατικό κοινωνικό συμβόλαιο. Όλοι νομίζουν πως είμαστε διαθέσιμοι 24ώρες τη μέρα κι εμείς αντιστοίχως για τους άλλους καθώς συνεχώς υπάρχει κίνηση, θόρυβος και παρότι το παραγόμενο προϊόν μέσα στην μέρα μας μπορεί να έχει παραχθεί μαζί με την υπεραξία του, για να μιλήσω με μαρξιστικούς όρους αφού είμαστε και σε αυτήν την ιστοσελίδα, εμείς συνεχίζουμε να είμαστε διαθέσιμοι σε ένα συνεχές τώρα, να γίνονται τα πράγματα τώρα, όχι αύριο και αυτό λογιστικά αν προσπαθήσεις να τα μετρήσεις είναι εντελώς διεστραμμένο.

Η βραδύτητα παράγει κάτι άλλο που η αποτελεσματικότητα, η παραγωγικότητα, ο ωραίος και πάντοτε υμνούμενος επαγγελματισμός δεν μπορούν να κάνουν. Η βραδύτητα είναι το εκκολαπτήριο των ιδεών. Η στάση και η ακινησία παράγουν χειρονομίες μεγάλου βάθους. Ως κατασκευαστής μουσικής αισθάνομαι την ανάγκη να υπάρχει αυτό το στάδιο της επώασης. Αυτό εδώ στην πόλη μας και τώρα το 2018, δεν υπάρχει. Το μόνο που είναι βραδύ στις μέρες μας είναι το ελληνικό Δημόσιο και ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε πως αφού είναι που είναι τόσο χαρισματικά βραδείς εκεί μέσα, θα μπορούσαμε να το μετατρέψουμε σε φυτώριο νέων ιδεών και εργαστήρι της πρωτοπορίας. Είμαι βέβαιος πως αυτή η ιδέα μου είναι ταιριαστή με την ωραία πατρίδα μας.

Μου θύμισες κείμενα του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος ασχολήθηκε με τον αντικειμενικό και υποκειμενικό χρόνο και με το μεταμοντερνισμό… Παρασυρόμαστε σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις αλλά χάνουμε το σημείο αναφοράς μας που είναι η δική σου ζωή. Οφείλω να βάλω τάξη. Πώς βιώνεις αυτή την εγκατάσταση σου στο εξωτερικό;

Θα σου πω δύο παράδοξα πράγματα που μου συνέβησαν στην Ολλανδία. Η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα πως βρισκόμουν σε ένα μέρος που ανήκα πραγματικά σε μία κοινότητα ήταν αυτό το Βασιλικό Ωδείο της Χάγης και το δεύτερο ήταν πως ήμουν σε ένα μέρος που το όνομά μου δεν ήταν σπάνιο. Υπήρχαν πολλοί Κορνήλιοι γύρω μου.

Πρώτη φορά κανονικός. Πήγα σε ένα μέρος που οι άνθρωποι αναζητούσαν αυτά που ζητούσα και εγώ. Δεν πατούσα μουσικά ακόμα στα πόδια μου για να καταλάβω αν μπορώ ή όχι να φτιάξω κάτι στέρεο, βρήκα όμως, κόσμο που μιλούσε για πράγματα που μου άρεσε να μιλάω και ο ίδιος. Στην αρχή ένιωσα και μειονεκτικά γιατί αισθάνθηκα, και ήμουν βεβαίως, ένας ερασιτέχνης και αυτοδίδακτος. Αυτό, τον πρώτο καιρό.

Υπήρχε τόση φροντίδα και ζεστασιά γύρω μου και ενίοτε ένιωθα -συμβαίνει μέχρι και τώρα- πως κάποιος είχε χρηματίσει τους ανθρώπους που γνώριζα για να μου συμπεριφέρονται τόσο καλά. Εκπλησσόμουν γιατί έβλεπα μια ευγένεια και μια καλοσύνη που την γνώριζα από το σπίτι μου αλλά δεν την είχα συναντήσει παρά σπάνια στη μέχρι τότε συνδιαλλαγή με τον έξω κόσμο. Βρέθηκα σε μια πόλη, σε μια χώρα που ήταν πολύ συνηθισμένα όλα τα ασυνήθιστα και αυτό που έδωσε μια απερίγραπτη ηρεμία.

Και ο λόγος φυγής σου από τον παράδεισο της Ολλανδίας στην πολύβουη Αθήνα με το παρεμβατικό κοινωνικό της συμβόλαιο γιατί έγινε;

Έμεινα 6 χρόνια στη Χάγη η οποία είναι μια πόλη που πρέπει να την φανταστούμε σαν σταθμό μετεπιβίβασης. Έρχονται και φεύγουν συνεχώς άνθρωποι. Οι λίγοι άνθρωποι που παραμένουν εκεί μου έδιναν την εντύπωση ανθρώπων που έχουν βαλτώσει κάπως.

Εκείνη την εποχή το 2008-2010 τα τελευταία μου χρόνια στην Ολλανδία, λίγο πριν χτυπήσει η κρίση την Ελλάδα, είχα κάνει κάποιες δουλειές στο ελληνικό θέατρο οι οποίες μου εξασφάλισαν κάποια χρήματα, τα οποία ήταν ικανοποιητικά. Ταυτόχρονα, είχα και μια σωρεία προτάσεων γιατί στην Ελλάδα όταν πρωτοεμφανίζεσαι και έχεις κάτι ικανοποιητικό ή προσφιλές κάνει, ανοίγουν όλες οι πόρτες. Στην αρχή δίνεις δεκάδες συνεντεύξεις, όλοι μιλούν με θαυμασμό για σένα και αν είσαι οργανωτικός και έξυπνος μπορεί να φτιάξεις ένα μύθο γύρω σου και να νιώσεις η κορυφή του σύμπαντος. Αυτή την υποτιθέμενη κορυφή του μικρού αθηναϊκού σύμπαντος, καθώς είμαι ιδιότροπος και κάπως ντροπαλός σαν άνθρωπος, δεν την ήθελα αλλά ομολογώ με ευχαριστούσε η αναγνωρισιμότητα και οι επιλογές που μου προσφέρονταν στα 28 μου.

Πώς και δεν επέλεξες να παρουσιάσεις ένα έργο σου τότε σε κάποια άλλη χώρα εκτός της Ελλάδας; Το ρωτώ αυτό γιατί φεύγεις από την Ελλάδα και επιτέλους βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον που μπορείς να δημιουργήσεις, στην καρδιά της Ευρώπης. Πώς παίρνεις την απόφαση αντί να πας προς την Δύση να γυρίσεις σε εμάς στην Ανατολή και σε μια χώρα που οι δυνατότητές της σε αυτό που κάνεις είναι περιορισμένες;

Δεν είμαι άνθρωπος που κάθεται κάτω και προγραμματίζει το πλάνο ζωής του. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή, είχαν φύγει οι κοντινοί φίλοι, είχα τελειώσει τις σπουδές μου, ένιωθα πως ό,τι ήταν να λάβω απ’ αυτή την πόλη το είχα λάβει και αν έμενα θα βάλτωνα. Όπως αυθόρμητο ήταν το να στείλω σε μια σχολή στην Ολλανδία χωρίς να γνωρίζω τι περιμένω, έτσι χωρίς προγραμματισμό γύρισα. Ύστερα υπήρχε και μια χρόνια αφέλεια από την οποία πάσχω σε όλο αυτό «Θα δώσω τις μάχες μου και θα αλλάξω τα πράγματα στην Ελλάδα».

09Ιον15 – Ες αύριον τα σπουδαία (Επεισ. 13 – Οι ήχοι της πόλης)

Ποιος φαίνεται να κερδίζει την μάχη σήμερα;

Ο Νίκος Εγγονόπουλος έλεγε νομίζω «Να ζείτε όπως σκέφτεστε, γιατί αλλιώς θα σκέφτεστε όπως ζείτε». Νομίζω στη μικρή κλίμακα της δικής μου ζωής κάτι κατάφερα. Μετατόπισα την συζήτηση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το δικό μου έργο, από την αισθητική στο περιεχόμενο. Δηλαδή όχι πώς στέκεται στυλιστικά ένα έργο αλλά τι ιδέες ήθελε να μεταφέρει μέσα από αυτό ο κατασκευαστής, επιμένω στη λέξη. Ας αφήσουμε την έννοια του δημιουργού στη θεολογία. Σε μια εποχή που όλα γίνονται με όρους καπιταλιστικούς, το να μιλώ για περιεχόμενο και ιδέες μέσα από την εργασία μου είναι εξαιρετικά σημαντικό για μένα.

Κατάφερα για την δική μου μικρή κλίμακα, στην εργασία μου στο θέατρο, να μπορέσω να διεκδικήσω μια ισοτιμία στη συνεργασία με το σκηνοθέτη. Διεκδίκησα, προτείνοντας αδιάκοπα πράγματα που με αφορούσαν, να γίνομαι τρόπον τινά συν-δημιουργός και όχι ερμηνευτής του δεδομένου πλαισίου στον τομέα της μουσικής. Κατάφερα να γράψω λίγα αλλά αρκετά τίμια και σοβαρά κομμάτια. Γράφω περίπου δύο κομμάτια το χρόνο για την αίθουσα συναυλιών, εννοώ ασυνάρτητα από τη θεατρική πράξη. Έχω γράψει μια όπερα και έχω κάνει και πολύ θέατρο.

Αυτές είναι μάχες που έγιναν στήθος με στήθος. Έχω μια φριχτή επιμονή να μείνω εδώ γιατί μετά το πρώτο διάστημα της επιστροφής μου η οποία αποδείχτηκε τελικά πολύ δύσκολη, τώρα με κάποιον τρόπο προέκυψαν πάλι συνθήκες στις οποίες ανοίγεται η δυνατότητα μίας ειλικρινούς συζήτησης για την τέχνη. Προσπαθώ να μην το βάλω κάτω και να μην φύγω. Όταν μάλιστα προκύπτει η δυνατότητα υποχωρώ και παραμένω εδώ.

Στον ελληνικό τύπο έγινες ιδιαίτερα γνωστός με την όπερα Λεόντιος και Λένα, με τη συμμετοχή σου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πιστεύεις πως ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να υπάρξει και πέρα από τα πλαίσια ενός φεστιβάλ των 2-3 παραστάσεων ή είναι μια μορφή τέχνης που η ελληνική πραγματικότητα δεν δείχνει ότι θα μπορούσε να την αγκαλιάσει;

Σαν θεατρικό έργο έχει παιχτεί πολλές φορές στο ελληνικό κοινό, αν και δεν είναι το προσφιλέστερο καθώς είναι αντιφατικό και ασύμμετρο στις αρετές του. Δεν επιθυμώ να σταθώ τόσο σε αυτή την εργασία επειδή έχαιρε μεγάλης προβολής τότε, αλλά κυρίως επειδή το θεωρώ ένα κομμάτι που δεν έχει λάβει ακόμη την τελική του μορφή. Θέλω να διεκδικήσω μία ακόμη παρουσίαση κάποια στιγμή γιατί ίσως πλέον με τις αλλαγές που υπέστη να μην έχει πλέον σχέση με την αρχική μορφή που παρουσιάστηκε.

Πρόκειται για το έργο του Γκέοργκ Μπίχνερ Λεόντιος και Λένα το οποίο, θα ήταν λάθος να πω την λέξη διασκεύασα σε όπερα γιατί θεωρώ πως επιχείρησα να του δώσω μαζί με τον Γιάννη Αστερή που έκανε το λιμπρέττο μια μορφή που ξεφεύγει από την απλή διασκευή.

Σαν θεατρικό έργο είναι πολύ απλό, ένας νέος με μια νέα δε θέλουν ένα κανονισμένο γάμο και το σκάνε από τα σπίτια τους, επί ματαίω όμως γιατί συναντιούνται τυχαία και ερωτεύονται μεταξύ τους. Απλή ιστορία. Ωστόσο η μορφή που πήρε δεν είναι εύκολα προσβάσιμη στα αυτιά του ελληνικού κοινού. Όχι γιατί το ελληνικό κοινό υστερεί έναντι οποιουδήποτε κοινού άλλης εθνικότητας, απλά και μόνο με όρους στατιστικούς, στο δεδομένο μέγεθος πληθυσμού ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων ενδιαφέρεται για πιο ιδιότυπες καλλιτεχνικές χειρονομίες. Αυτό το ποσοστό μεγαλώνει όσο πάμε σε κράτη με μεγαλύτερο πληθυσμό, ευμαρή οικονομία και παράδοση στην τέχνη.

Δεν πιστεύω πως μπορεί να σταθεί αυτό το κομμάτι για μήνες ή εβδομάδες σε μια σκηνή, πιστεύω πως στα πλαίσια ενός φεστιβάλ ή λίγων παραστάσεων είναι ο δρόμος του. Άλλωστε και η όπερα σαν είδος αντενδείκνυται για πολλές παραστάσεις.

Η όπερα στην Ελλάδα γενικά; Ευδοκιμεί στο παλαιό ρεπερτόριο και όχι εύκολα εκτός αυτού. Είναι μάλλον έξω από την εθνική μας καλλιέργεια αν και πρόσφατα εγχειρήματα δημιουργούν ένα καλό προηγούμενο.

Είσαι διδάσκων σε τμήμα σύνθεσης μουσικής στο Εθνικό Θέατρο. Πως βιώνεις αυτή την εμπειρία; Στο ρόλο του καθηγητή πλέον;

Στην αρχή ήταν μια τάξη για σύνθεση μουσικής ΓΙΑ το θέατρο που στα αυτιά μου ακουγόταν σαν «Γεύματα ταιριαστά για κηδείες», μετά έγινε μουσική ΣΤΟ θέατρο και τελικώς καθαρά για τη μουσική σύνθεση και μέσα από εκεί βρήκα πάλι ένα κύκλο ανθρώπων που αισθάνθηκα πολύ οικεία. Είναι ένας κύκλος ανθρώπων που ακούει, παρακολουθεί, κρίνει, συζητά γύρω από τη μουσική.

Δεν αλλάζω τον κόσμο αλλά μέσω αυτών των μαθημάτων ανοίγονται μικρές καίριες συζητήσεις δημιουργείται μια μαγιά ανθρώπων που παρατηρώ να ασκούν με ευθύνη το επάγγελμα του συνθέτη.

Την εμπειρία των μαθημάτων την βιώνω με μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό. Μου αρέσει αυτή η ανοιχτή συνδιαλλαγή που δημιουργείται γύρω από τα θέματα που με αφορούν.

Πιστεύεις πως ο καλλιτέχνης πρέπει απαραίτητα να αλλάζει τον κόσμο;

Ως καλλιτέχνες έχουμε ένα χρέος στην κοινωνία. Να μην κάνουμε στρατευμένη τέχνη. Στρατευμένη στην πολιτική, στρατευμένη στην κατανάλωση, στρατευμένη σε μία παγιωμένη αισθητική θεώρηση, γιατί η τέχνη δεν οφείλει να είναι στρατευμένη σε τίποτα. Είναι επικίνδυνο να χειραγωγεί και να χαλκεύει επιθετικά συνειδήσεις. Πιστεύω στη διέγερση της σκέψης μέσω της τέχνης όχι στη χειραγώγησή της.

Όμως αυτή η στάση «η τέχνη για τη τέχνη» απογυμνωμένη από τις όποιες αξίες ή ιδεολογίες που μπορούν να την χαρακτηρίσουν ως «στρατευμένη» ή «πολιτικοποιημένη» δεν είναι σήμερα μια βολική στάση η οποία εναρμονίζεται με το απολιτικό ώστε οι καλλιτέχνες να μην προκαλούν και να μπορούν να μένουν αγαπητοί από όλους; Θέλω να πω ακούω πολλούς καλλιτέχνες να επιλέγουν στο σήμερα μια τέχνη «αδιάφορη» για τα κοινωνικό-οικονομικά και πολιτικά θέματα, όπως σε άλλες εποχές επέλεγαν την στρατευμένη τέχνη επειδή υπήρχε η τάση προς την αριστερά και τον κομμουνισμό; Δεν είναι μια ασφαλής επιλογή το απολιτικό για να είσαι mainstream και να μένεις στην επικαιρότητα;

Η τέχνη δεν χρειάζεται απαραίτητα να εκφράζει το κοινωνικό ή το πολιτικό διακύβευμα για να υπάρξει. Η τέχνη για μένα οφείλει να δίνει ερεθίσματα ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να κρίνουν και να σκέπτονται, να τίθενται ενώπιον του κόσμου και του εαυτού τους με ειλικρίνεια και θάρρος. Να μπορούν να κρίνουν και να απορροφούν και να σχετίζονται με την τέχνη σαν τέχνη και κατ’ επέκταση με όλα τα πράγματα και τις ιδέες γύρω τους ενεργά. Όχι παθητικοί και πωρωμένοι όπως λέει και ένας φίλος ποιητής.

Σε άλλες εποχές ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, πολλοί άνθρωποι της τέχνης είτε ήταν πραγματικά κομμουνιστές είτε όχι στρατεύθηκαν οι ίδιοι και ουσιαστικά στράτευσαν τις ικανότητές τους πάνω στην τέχνη τους για να εκφράσουν την ανάγκη τους για ελευθερία, για ανατροπή, για επανάσταση έναντι της καταφανούς κοινωνικής αδικίας που η αριστερά με κύριο όχημα το Κομμουνιστικό Κόμμα εξέφραζε. Σπουδαίοι καλλιτέχνες βρήκαν καταφύγιο στα κομμουνιστικά κόμματα τα οποία εκείνη την μεταπολεμική εποχή ήταν συχνά παράνομα και κυνηγημένα.

Τότε ναι, υπήρξε τέχνη στρατευμένη που εξέφρασε ιδεώδη και τα μεγαλύτερα προτάγματα της ανθρωπότητας και βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς, παρήγαγε και κάποια άθλια έργα. Όταν όμως στρατεύεται μία εργασία στη μικροπολιτική και την προπαγάνδα ή αν μου επιτρέπετε, όταν στρατεύεται στην αέναη επανάληψη μίας παλαιωμένης ρητορείας (και αυτό κυρίως στηλιτεύω όταν λέω όχι στην στρατευμένη τέχνη), οδηγεί το κοινό (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη) σε μονοπάτια που η ικανότητα της κρίσης για ό,τι βλέπει και ακούει, χάνεται.

Δε θεωρώ απολιτική τη στάση μου προς την τέχνη γιατί ο ίδιος είμαι, θέλω να πιστεύω, συνειδητός πολίτης. Κάθε πράξη μας και κάθε εργασία μας είναι μία πολιτική πράξη. Κάθε συνεννόηση και κάθε συναίνεση, κάθε παραδοχή και κάθε χειρονομία μας είναι κυρίως Πολιτική. Οι ιδέες τις οποίες υπερασπίζομαι εμπράκτως είναι σε μία σημαντική σύμπτωση με την αριστερή ιδεολογία, ωστόσο δεν θέλω μια τέχνη χρωματισμένη κυριολεκτικά από το τι πιστεύω εγώ. Αυτό που κάνω είναι μοιραία αυτό που πιστεύω αλλιώς υπάρχει πρόβλημα. Αυτή η στάση για μένα τώρα εκφράζει την ελευθερία και την επαναστατικότητα: Να κάνουμε τα έργα μας με ειλικρίνεια και μέσα κατά το δυνατόν στα πιστεύω μας.

Mainstream μπορεί να είσαι σήμερα κάνοντας και στρατευμένη τέχνη, αρκεί να λες αυτό που η πλειοψηφία ζητά να ακούσει. Αυθεντικός είσαι λέγοντας αυτό που πιστεύεις, ακόμα και αν είναι κάτι που δε θέλει η πλειοψηφία.

Και η αριστερά μετά τη Μεταπολίτευση ήταν mainstream και μέσα στην κρίση έγινε ξανά mainstream. Δεν είναι μόνο το απολιτικό στη μόδα. Άλλωστε άλλο είναι το απολιτικό και άλλο να προσπαθείς να κάνεις το κοινό να σκεφτεί, ο καθένας με το δικό του τρόπο, πάνω σε ένα έργο και να προβληματιστεί εξ αυτού χωρίς να του προσφέρεις εύπεπτο το νόημα έμμεσα ή άμεσα.

Ο ίδιος τι γνώμη έχεις για την αναγνωρισιμότητα; Θα ‘θελες να γίνει αυτό που λένε διάσημος μέσω της τέχνης σου;

Όχι. Δεν επιζητώ τη διασημότητα αλλά τη συναίνεση μέσα σε ένα κύκλο που ενδιαφέρεται να εισπράξει αυτό που κάθε φορά θέλω να εκφράσω. Μικρότερος πίστευα πως η τέχνη πρέπει να είναι δύσκολη, να μην είναι κατανοητή σε όλους, να μην είναι προσβάσιμη, μια πολύ ζοφερή και κοντόφθαλμη άποψη. Μεγαλώνοντας, αν και έχω μέσα μου αυτή την τάση, να παράγω για μένα και αδιάφορος για οιονδήποτε άλλον, βλέπω πως λίγο αποσύρομαι πλέον από την επίθεση.

Ξέρεις αυτή η προσπάθεια να επιτευχθεί μια τέχνη με καλολογικά μέσα, η αποδεκτή από όλους τέχνη, η τέχνη που θα απαντά στα κριτήρια της ομορφιάς, της αρμονίας που θα αποκοιμίσει ηθικά το κοινό λέγοντας το πανάρχαιο τραγούδι της συμμετρίας, με απωθεί. Δε χρειάζεται η τέχνη να είναι εύπεπτη. Χρειάζεται να είναι ο εαυτός της. Αν πρέπει στην περιοχή της απόλυτης ελευθερίας του ασυνειδήτου και της σκέψης να θέσουμε όρους για το αποτέλεσμα και τους σκοπούς, είμαστε φασίστες του χειρότερου είδους.

Η φράση «Α, εγώ θέλω να ακούσω μουσική για να χαλαρώσω» με τρομάζει. Η μουσική ως ικανότατη παλλακίδα θα πάρει μακριά μας την κακή πραγματικότητα. Εγώ ο ακροατής θα αγοράσω και θα προάγω λοιπόν αυτόν τον μαστροπό που μου προσφέρει την καλλίπυγο παλλακίδα, τη δυνατότητα να μη δω τον εαυτό μου και τον σύμπαντα κόσμο ως έχει. Ενδιαφέρουσα στάση, δε νομίζεις;

https://soundcloud.com/kornilios-selamsis

Δε σκέφτεσαι δηλαδή τον αποδέκτη της τέχνης σου, όταν δημιουργείς;

Το να φτιάξω ένα κομμάτι παίρνει πολύ σκέψη και το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόμουν είναι ο ακροατής. Εκείνη την στιγμή σκέφτομαι μόνο προς εμένα και προς το κομμάτι και τις επιθυμίες που αυτό έχει, τέλος-τέλος σκέφτομαι αν αυτό που γράφω ενδιαφέρει εμένα σαν ακροατή και αυτό με φειδώ γιατί δεν έχει σημασία. Γιατί να ενδιαφερθώ για τον ακροατή αλήθεια; Δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Είναι αστείο να σκεφτόμαστε τι θα αρέσει σε έναν άγνωστο ακροατή.

Όταν έχω υπάρξει ερωτευμένος, μπορεί πιθανώς να έχω απευθύνει προσωπικώς στο πρόσωπο που επιθυμούσα κάποια μουσική, αλλά να σκεφτώ ένα φανταστικό ακροατή και να γράψω για αυτόν ή να θεωρητικοποιήσω και ομαδοποιήσω τα χαρακτηριστικά μιας μάζας ανθρώπων, ώστε να απευθυνθώ σε αυτήν στοχευμένα; Με συγχωρείτε, αλλά εδώ όντως ο καπιταλισμός γίνεται το απόλυτο κακό.

Αυτό όμως συμβαίνει σήμερα… Πολλά τμήματα μάρκετινγκ ομαδοποιούν τους ανθρώπους σε πιθανούς καταναλωτές ενός συγκεκριμένου είδους τέχνης και πετυχαίνουν πωλήσεις… Και παταγώδεις αποτυχίες βέβαια…

Έχω μια πολύ ρομαντική άποψη επί του θέματος. Δεν πιστεύω πως η κοινωνία ομαδοποιείται και κόβεται σε υποσύνολα και όλα κινούνται μέσα σε καθορισμένα όρια και κανόνες και μέσα στα υποσύνολα δεν υπάρχουν διαφορετικότητες και πως όλα μαζικοποιούνται σε 1 ή ν χαρακτηριστικά. Αυτή είναι μια καπιταλιστική αντιμετώπιση της κοινωνίας που ψάχνει τη μαζικοποίηση για να βρει ένα τρόπο να μεγιστοποιήσει το κέρδος της.

Είμαι υπέρ της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης. Θα ήταν άδικο αν τόσο εύκολα, όσο λένε, η κοινωνία χειραγωγούνταν και έμπαινε σε κουτάκια. Κρίμα και άδικο.

Τι σε ενδιαφέρει αν δε σε ενδιαφέρει η αναγνωρισιμότητα;

Ένα μικρό ήσυχο γραφείο και η συνεργασία και συμπαιγνία μιας μικρής κοινότητας. Δε θα μου προσέφερε τίποτα η διασημότητα που άλλωστε είναι έξω από την κλίμακα της κατασκευής μου.

Αναφέρθηκες, προηγουμένως, σε δύο ιερά τοτέμ της μουσικής στην Ελλάδα, το Μίκη Θεοδωράκη και το Μάνο Χατζιδάκι σαν «προβληματικές φυσιογνωμίες». Τι εννοείς με αυτό το χαρακτηρισμό;

Αυτοί οι δύο συνθέτες άφησαν με το έργο τους ένα δεδικασμένο το οποίο από ιστορική συγκυρία εγκλώβισε μια ολόκληρη σειρά γενεών σε ένα ερμητικά κλειστό ιδεολόγημα γύρω από το τι είναι τέχνη από δύο διαφορετικές μεριές.

Ήταν παιδιά μίας κουλτούρας της μεταποίησης και μιλώ σε παρελθοντικό χρόνο και για τους δύο, γιατί ο ένας είναι νεκρός και ο ζωντανός δεν εργάζεται πια. Παιδιά, καθ’ υπερβολήν, της μεταποίησης, δύο χαρισματικοί άνθρωποι οι οποίοι αφουγκράστηκαν με τεράστια προσοχή, ο ένας με τρόπο πολύ λεπτολόγο και ο άλλος με τρόπο χειμαρρώδη, τις παραδόσεις και τις μουσικές χειρονομίες που υπήρχαν γύρω τους και τις μεταποίησαν. Ως παράγωγα και όχι ως αφηρημένα φαινόμενα όμως. Μελέτησαν αλλά δεν ερεύνησαν, χρησιμοποίησαν αλλά δεν ανέτεμναν, ενώ θα μπορούσαν. Παρ’ όλα αυτά το εγχείρημά τους υπήρξε κατά τη γνώμη μου ιδιοφυές και εντελές και σημαίνον στη μικρή κλίμακα της μικρής πατρίδας. Ήταν κάπως τυχεροί γιατί στην ιστορική συγκυρία βρήκαν παρθένα λαϊκή τέχνη και την μεταποίησαν σοφά.

Δημιούργησαν ευρείας αποδοχής και καλής ποιότητας εργασία η οποία όμως επηρέασε περιοριστικά, καθώς οριοθέτησε μία περιοχή για το ακροατήριο και εκπαίδευσε γενεές γενεών να εισπράττουν αυτή την αμιγώς λαϊκή ή λαϊκότροπη τέχνη ως υψηλή. Δημιουργήθηκε άλλωστε και ένας όρος για την εργασία αυτού του τύπου.

Διαφορετικές απ’ όσο μπορώ να καταλάβω προσωπικότητες αυτοί οι συνθέτες μεταξύ τους, κατοίκησαν ένα μύθο που κατασκευάστηκε από ένα άθροισμα συστημάτων. Έχει πολύ ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου να κάνει κανείς την ακτινογραφία αυτής της εθνικής κληρονομιάς. Πέρα από τη σημασία της για τους ιδιωτικούς μύθους ή το συλλογικό ασυνείδητο. Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως πρόκειται περί προσώπων που στο αμιγώς επαγγελματικό μέρος δεν τόλμησαν να πάρουν μία κατεύθυνση που εν σπέρματι περιείχαν σύμφωνα και με την εργασία τους και με τα γραπτά τους. Είχαν μία θερμή σχέση με την αποδοχή και η έλλειψη αυτής της αποδοχής φαίνεται πως ήταν πολύ οδυνηρή. Έχω την αίσθηση και πιθανώς να είναι ορθή, ότι τα πιο καίρια έργα αυτών των συνθετών υπήρξαν εκείνα που δεν έχουν ακόμα εκδοθεί και κάποια που δεν έχουν αποκτήσει τη θερμή σχέση τους με το ακροατήριο. Δεν είναι όμως απλό να πάρουμε αποστάσεις να δούμε και να κρίνουμε. Το δεχόμαστε ως έχει. Δεν έχει ανοίξει σοβαρά αυτή η συζήτηση, όχι ως αποτίμηση ποιότητας αλλά σαν αποστασιοποιημένη έρευνα.

Μπορούμε να πούμε ότι οι δύο αυτές προσωπικότητες μαζί με τους συνοδοιπόρους τους και την όλη εποχή θα πρέπει να αποτιμηθούν σε ορίζοντας 50ετίας. Αυτό που βλέπω να συμβαίνει είναι μια άκριτη λατρεία, μια τοτεμική λατρεία και η τοτεμική λατρεία δείχνει μια κοινωνία ειδωλολατρική.

Έχουμε ειδωλολατρική κουλτούρα σαν λαός… Ίσως το μόνο που μας ενώνει με την αρχαία Ελλάδα… Στην πολιτική, στην τέχνη. Αν κατάλαβα σωστά τους θεωρείς προβληματικές φυσιογνωμίες, γιατί οι ίδιοι δημιούργησαν εν μέσω καθολικού θαυμασμού μια «μνημειακή» εικόνα» του εαυτού τους;

Ακριβώς. Παρατηρώ μία αδυναμία αποστασιοποίησης του δημιουργού από το έργο. Μία ενίοτε άτολμη αποχώρηση από την ασφαλή περιοχή που είχε ιστορικά εξασφαλιστεί. Η εργασία τους δεν εκτέθηκε μέσα από τη στάση τους σε μία αμφισβήτηση σε μία μετάβαση κάπου αλλού, γιατί όχι σε μία επανεφεύρεση. Ιδεολογικά και φιλοσοφικά πολλά και σοφά ελέχθησαν εκ μέρους τους, όμως αυτά δεν έγιναν ποτέ ουσιωδώς ακουστά. Αυτή μου η θέση δεν είναι φθονερή. Περιέχει την προσωπική εμπλοκή και τη συμπάθεια. Έχει όμως σημασία για μένα να τίθεμαι όσο το δυνατόν πιο μακριά από την αισθηματολογία και όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μία πιο στιβαρή τεχνική θεώρηση της κληρονομιάς που μας παραδόθηκε.

Ο ίδιος είσαι δεκτικός στην κριτική όταν σου ασκείται; Έχει μείνει τίποτα από την έπαρση της νιότης σου ή τώρα αν ακούσεις κάτι, θα αποθαρρυνθείς πιο εύκολα;

Αρεστός σε όλους δεν μπορεί να είναι κανείς μας. Ένας φίλος του αδερφού μου είπε χαρακτηριστικά «Κρίμα τόσος κόπος, τόσα χρήματα, τόσοι μουσικοί για αυτό το πράγμα» ή ένας ευφυής κριτικός έγραψε για μία εργασία μου πως ηχεί «Σαν μουσική που θα ακούσουμε στην κόλαση (ποτέ πια εν ζωή) για αμαρτήματα που δεν διαπράξαμε ποτέ» .

Έχω αποδεχτεί ότι εφόσον εκτίθεται η εργασία μου στο κοινό, θα υπάρξει καλή και κακή κριτική ανεξάρτητα αν με αγγίζει ή όχι, ωστόσο γίνομαι λιγότερο ευάλωτος στη γνώμη των άλλων και περισσότερο ευαίσθητος στα εγχειρήματά μου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: