Το παράδοξο της αγάπης, ο «Έλληνας ασθενής» και μία μπερδεμένη κοινωνία
«Ξέμαθε στο άψε σβήσε να είναι άνθρωπος. Έμαθε να βάζει φωτιά σε χωριά. […] Έμαθε να μεθά με τη μυρωδιά του καμένου. […] Είδε την αιμορραγία να γίνεται κρασί, το κλάμα των χτυπημένων ένα νανούρισμα, τις οιμωγές των πληγωμένων γυναικών ερωτικό κάλεσμα».
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου φέρνει στην επιφάνεια μέσα από το τελευταίο της βιβλίο την έννοια της φθαρτότητας. Δανειζόμενη στοιχεία από τα βιώματα και τις αναμνήσεις της, πλάθει ένα ευανάγνωστο μυθιστόρημα που ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας, μεταξύ πραγματικότητας και ονειροπόλησης. Μία λωρίδα ζωντάνιας και ενέργειας μέσα σε ένα αφηγηματικό σύμπαν, όπου ελλοχεύει διαρκώς η απουσία νοήματος, το εφήμερο και το παροδικό.
«Ξέμαθε στο άψε σβήσε να είναι άνθρωπος. Έμαθε να βάζει φωτιά σε χωριά. […] Έμαθε να μεθά με τη μυρωδιά του καμένου. […] Είδε την αιμορραγία να γίνεται κρασί, το κλάμα των χτυπημένων ένα νανούρισμα, τις οιμωγές των πληγωμένων γυναικών ερωτικό κάλεσμα».
Με στωικότητα και έμμετρη ηδυπάθεια και φιληδονία, ο «Έλληνας ασθενής» ερωτοτροπεί με την εποχή γύρω μας, σαν αστέρας θεάτρου που γνώρισε εποχές δόξας και τώρα ήρθε η ώρα του να αποσυρθεί. Μία καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, στις αλλαγές και στις αντιφάσεις της, στους παράγοντες που επιτείνουν ή εμποδίζουν την νοητική αποσύνθεση. Σαν φωνή που ξέρουμε πως υπάρχει, πως είναι εδώ, που έχει πληθώρα από ηχοχρώματα και αφηγηματικές τεχνικές, αλλά σιωπά. Ή έστω κάνει πως σιωπά και αναμένει την κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει. Αν υπάρχει αυτό που λέμε κατάλληλη στιγμή. Υπάρχει, άραγε;
«Αν μπορούσε να με σώσει κάτι, αυτό θα ήταν η παραίτησή μου από την αγάπη. Να σε αγαπώ τόσο πολύ, ώστε να σε αφήσω να με αφήσεις. Δεν αγάπησα αρκετά. Όλα ήταν όχι αρκετά. Το «όχι αρκετά» είναι θάνατος».
Ο «Έλληνας ασθενής» κατοπτεύει τις ανησυχίες και τους κραδασμούς του αστικού περίγυρου και μοιάζει να έχει σαν προμετωπίδα αυτό που έγραφε ο Μίλαν Κούντερα στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα»: «Το μυθιστόρημα δεν είναι μια εξομολόγηση του συγγραφέα, αλλά μια εξερεύνηση του τι είναι η ανθρώπινη ζωή μέσα στην παγίδα που έχει γίνει ο κόσμος».
«Τί είναι φυσιολογικότητα; Ποιος έχει δικαιοδοσία να απαντήσει; Δεν την έχει κανείς. Κι αν μπεις στην κανονικότητα, ποιος σου λέει ότι δεν θα χάσεις πράγματα πολύτιμα; Το ένστικτο, την αγριάδα, τον πεσιμισμό, την υφέρπουσα μελαγχολία σου, ακόμα και την παραφροσύνη σου – ποιος;»
Τα πρόσωπα που αναδίδονται άλλοτε δρουν με φυσιολογικό τρόπο και άλλοτε σαν τραγικές φιγούρες που δεν μπορούν να ξεφύγουν από μία προδιαγεγραμμένη μοίρα. Ο Θεόδωρος Κεντρωτάς, ο γιος του Ντόρης, η μικρή Ρουμπίνη, η Αλίσια, η Δώρα, ακόμα και το μαρμάρινο άγαλμα, επικοινωνούν με ένα τρόπο που δημιουργεί λαβυρινθώδεις και περίπλοκες καταστάσεις. Με ήρωες που δεν είναι συνηθισμένοι, η Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν ενδιαφέρεται μόνο για το προφανές, γι’ αυτό που όλοι μπορούν να δουν – έστω κι αν το ερμηνεύσουν διαφορετικά – αλλά εστιάζει κυρίως στο υπόγειο, στο άρρητο, σε αυτό που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια και συνδέει διαφορετικές χρονικές εποχές και γεγονότα. Σαν μία τοιχογραφία ενός σπιτιού που γκρεμίζεται μέρα με τη μέρα. Μέχρι να έρθει ο αποχωρισμός, που μοιάζει με θάνατο, με την έννοια που του προσδίδει η συγγραφέας: «να πεθαίνεις είναι να φεύγεις για λίγο».