Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το Λουίς Φίγκο κανείς…
Ο “Ιούδας” κλωτσούσε υπέροχα…
Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο συμπαθής λαός, όπως ο πορτογαλικός, έχει βγάλει μερικές απ’τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου: Κριστιάνο Ρονάλντο, Ζοζέ Μουρίνιο και Λουίς Φίγκο, ένας από τους πιο διάσημους ποδοσφαιρικούς Ιούδες, που είναι “καταδικασμένος να τον θυμάται ο κόσμος για την επεισοδιακή του μετακίνηση απ’ την Μπαρτσελόνα στη Ρεάλ Μαδρίτης, και παρεμπιπτόντως για όσα έκανε μες στο γήπεδο.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 4 Νοέμβρη 1972 στη Λισαβόνα κι έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στη Σπόρτινγκ, με την οποία κατέκτησε ένα κύπελλο. Στα 23 του είχε ήδη ξεχωρίσει με την εθνική ομάδα των Νέων – σε μια χρυσή γενιά μαζί με του Ρούι Κόστα και άλλους – κι ήταν έτοιμος για το επόμενο βήμα. Κατάφερ όμως να υπογράψει διο διαφορετικά συμβόλαια με Γιουβέντους και Πάρμα και να τιμωρηθεί από την Ιταλική Ομοσπονδία, δίνοντας από αρκετά νωρίς δίγματα γραφής κατά πόσο προσέχει πού βάζει την υπογραφή του.
Τελικά πήρε μεταγραφή στη Μπαρτσελόνα όπου κέρδισε δυο πρωταθλήματα κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχνω, έπαιξε μαζί με το “φαινόμενο” Ρονάλντο και έγινε μέλος μιας τρομερής επιθετικής τριάδας μαζί με Ριβάλντο και Κλάιφερτ. Κι ενώ όλα έδειχναν πως θα ανανέωνε, μπήκε στη μέση ο Φλορεντίνο Πέρεθ και η Ρεάλ Μαδρίτης.
Ο Πέρεθ χρειαζόταν μια δυνατή προεκλογική υπόσχεση, για να πείσει τα μέλη της Ρεάλ να τον ψηφίσουν και να εγκαινιάσει την εποχή των galacticos, με πρώτο κρίκο στην αλυσίδα τον Πορτογάλο. Ενίοτε ο Φίγκο παρουσιάζεται ως θύμα των παιχνιδικών του μάνατζέρ του, που -για άλλη μια φορά- δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς υπέγραφε και βρέθηκε εγκλωβισμένος, χωρίς να μπορεί να κάνει πίσω. Μπορεί αυτό όμως να ήταν απλά μια δική του απόπειρα να εξευμενίσει αναδρομικά το κοινό της Μπάρτσα, σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει τα όρια της ματαιότητας.
Η υποδοχή του “Ιούδα” στο Καμπ Νου ως παίχτη της μισητής Ρεάλ είναι απ’ τους πιο αξιοσημείωτους σταθμούς στην ιστορία των clasicos. Κάποιες μετρήσεις έδειξαν πως ο θόρυβος απ’ τις αποδοκιμασίες στο γήπεδο ξεπερνούσε τα ντεσιμπέλ που παράγει ένα Μπόινγκ όταν απογειώνεται, ενώ οι οπαδοί των Blaugrana έκαναν διαγωνισμό για να δουν ποιος φτύνει πιο μακριά και μπορεί να φτάσει τον Πορτογάλο από την εξέδρα στα πλάγια. Τη δεύτερη φορά που ήρθε στο Καμπ Νου, το μίσος δεν είχε καταλαγιάσει στο παραμικρό. Οι οπαδοί είχαν μαζί τους πλαστικές κούκλες του σεξ με το όνομά του Φίγκο. Ενώ μετά από μια εκτέλεση κόρνερ που πήγε να κάνει, βρέθηκαν στο χορτάρι ένα μπουκάλι ουίσκι μάρκας J&B και μια κομμένη γουρουνοκεφαλή, που κανείς δεν κατάλαβε πώς πέρασαν στις κερκίδες.
Ο Φίγκο πήρε την εκδίκησή του, φεύγοντας νικητής από επόμενες επισκέψεις του στο Καμπ Νου, σπάζοντας μια παράδοση χρόνων που είχε η Μπάρτσα, κι ο τελικός απολογισμός φάνηκε να τον δικαιώνει. Έγινε η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου – μέχρι την επόμενη – πήρε 2 πρωταθλήματα κι ένα Τσάμπιονς Λιγκ, έπαιξε δίπλα στο Ζιντάν, το Ραούλ, το Ρονάλντο -και πάλι- και τον Μπέκαμ στη Ρεάλ των γκαλάκτικος.
Αλλά στο τέλος του συμβολαίου του, ήταν πια 33 χρονών-τα χρόνια του Ιησού, όχι του Ιούδα – και δεν είχε πολλά να τον συνδέουν με την ομάδα. Πήγε στην Ίντερ του Μοράτι που έχτιζε τη δική της δυναστεία στο Καμπιονάτο και κρέμασε τα παπούτσια του στα 37 του.
Σε επίπεδο εθνικών, είχε τη μεγάλη ευκαιρία για έναν τίτλο στο Euro της Πορτογαλίας, ως οικοδεσπότης, αλλά του πήρε την μπουκιά από το στόμα η Ελλάδα του Ρεχάγκελ, με τους Έλληνες να του αφιερώνουν και ειδικό σύνθημα: Πάρε μου (να-να-να, λογοκρισία…) πριν να φύγω, Λουίς Φίγκο…
Ακόμα κι εκεί όμως τον κυνηγούσε η κατάρα των Blaugrana, με το σεσημασμένο σαλταδόρο Τζίμι Τζαμπ να εισβάλλει στον αγωνιστικό χώρο στα τελευταία λεπτά του αγώνα, ξεπερνώντας τον αστυνομικό κλοιό, να πλησιάζει τον Πορτογάλο και να του πετάει κατάμουτρα μια σημαία της Μπαρτσελόνα.
Ο Φίγκο έγινε άθελά του το σύμβολο μιας εποχής αμιγώς επαγγελματικής, όπου δεν υπάρχει χώρος για συναισθήματα και …”προδοσίες”. Η’ μήπως όχι; Είναι ζήτημα αν τελικά αξίζουν τον κόπο τα αργύρια – που ήταν πολύ παραπάνω από τριάντα- κι αν ο ίδιος ένιωθε γεμάτος στο τέλος της ή θα έδινε τα πάντα για να την αλλάξει, μαζί με την υστεροφημία του.