Νικόλαος Πλαστήρας – Ο Μαύρος Καβαλάρης της πιο μαύρης αντίδρασης
Ο “Μαύρος Καβαλάρης”, όπως έγινε γνωστός, προβάλλεται συχνά, ως ένας πατριώτης στρατιωτικός και μετριοπαθής -πλην αδύναμος – πολιτικός ηγέτης, ενώ υποβαθμίζεται ο ρόλος του ως κατ’εξακολούθηση κινηματία, θαυμαστή δικτατόρων και βέβαια ως ηγέτη την εποχή της εκτέλεσης του Μπελογιάννη
H Ελλάδα είναι διάσπαρτη με οδούς και πλατείες Πλαστήρα, ενώ και η τεχνητή λίμνη Ταυρωπού στην Καρδίτσα είναι πολύ γνωστότερη με το όνομα του εμπνευστή της, παρότι υλοποιήθηκε χρόνια μετά το θάνατό του. Ο “Μαύρος Καβαλάρης”, όπως έγινε γνωστός λόγω της δράσης του στους Βαλκανικούς πολέμους προβάλλεται συχνά, κυρίως στις επίσημες βιογραφίες του, ως ένας πατριώτης στρατιωτικός και μετριοπαθής -πλην αδύναμος – πολιτικός ηγέτης, ενώ υποβαθμίζεται, όταν δεν αποσιωπάται ή ωραιοποιείται ο ρόλος του ως κατ’εξακολούθηση κινηματία, θαυμαστή δικτατόρων και βέβαια ως ηγέτη την εποχή της εκτέλεσης του Μπελογιάννη, την οποία συχνά προσπαθούν να παρουσιάσουν ότι έγινε περίπου εν αγνοία ή έστω ενάντια στη θέλησή του.
Ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1883, σε φτωχική οικογένεια ενός ράφτη και μιας υφάντρας στο χωριό Μορφοβούνι Καρδίτσας. Πήγε σχολείο στην πόλη της Καρδίτσας, αλλά μετά από συμπλοκή με έναν Τούρκο κατέφυγε στον Πειραιά για να μη συλληφθεί, φοιτώντας στη Βαρβάκειο, για να επιστρέψει στη συνέχεια στην Καρδίτσα, όπου ολοκλήρωσε το γυμνάσιο. Ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία και στη συνέχεια συμμετείχε στις αντάρτικες ομάδες Ελλήνων Αξιωματικών στην οθωμανική Μακεδονία. Αργότερα φοίτησε μετά τη δεύτερη απόπειρα να εισαχθεί, στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, εξερχόμενος ως ανθυπολοχαγός το 1912.
Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου απέκτησε -εξαιτίας του μελαψού του παρουσιαστικού – και το προσωνύμιο που τον συνόδευσε ως το τέλος της ζωής του, και προήχθη σε λοχαγό λόγω “εξαιρέτων πράξεων”. Επιχείρησε να αναμειχθεί στο αυτονομιστικό κίνημα της Βορείου Ηπείρου, συνελήφθη όμως από τις ελληνικές αρχές στην Καλαμπάκα, και στάλθηκε πίσω στη Χίο, όπου εκπαίδευε κληρωτούς.
Στη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού συντάχθηκε με το Βενιζέλο και το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, μεταβαίνοντας στην έδρα της παράλληλης κυβέρνησης που είχε συγκροτηθεί στη Θεσσαλονίκη. Διακρίθηκε στη μάχη του Σκρα και προήχθη σε αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στην επέμβαση των ιμπεριαλιστών κατά των μπολσεβίκων στην Ουκρανία, ως διοικητής του θεωρούμενου ως “απείθαρχου” 5/42 ευζωνικού συντάγματος. Παρά την αποτυχία της εκστρατείας, η συμβολή του Πλαστήρα, που επέτρεψε τη διαφυγή γαλλικών κυρίως δυνάμεων από την Οδησσό προς τη Βεσσαραβία, αναγνωρίστηκε από τον αστικό στρατό που τον προήγαγε σε ηλικία 36 ετών στο νεότερο ως τότε συνταγματάρχη, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, όπου χτυπούσε η καρδιά των διεκδικήσεων της εγχώριας αστικής τάξης.
Κέρδισε αρκετές μάχες στο Μικρασιατικό μέτωπο, με αποτέλεσμα να κερδίσει το παρατσούκλι “Καρά – πιπέρ” (μαύρο πιπέρι) ενώ το 5/42 σύνταγμα ευζώνων έγινε γνωστό ως “Σεϊτάν Ασκέρ” (Στρατός του Διαβόλου). Οι δυνάμεις του Πλαστήρα ήταν ουσιαστικά οι μόνες που υποχώρησαν στοιχειώδως συγκροτημένα μετά την κατάρρευση του μετώπου το καλοκαίρι του 1922, επιτρέποντας στον Πλαστήρα να αναδειχτεί ως από μηχανής θεός για τη διαμόρφωση του νέο πολιτικού σκηνικού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, σε μια περίοδο που οι έντονα αντιπολεμικές διαθέσεις του λαού και η οργή για τα γεγονότα εγκυμονούσαν κινδύνους μελλοντικής ριζοσπαστικοποίησης.
Ηγήθηκε του κινήματος που το Σεπτέμβρη του 1922 υποχρέωσε τον βασιλιά σε παραίτηση υπέρ του Γεωργίου Β’, ασκώντας την ουσιαστική εξουσία χωρίς να είναι μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης. Προχώρησε σε αναδιοργάνωση της στρατιάς του Έβρου, η επιτυχία της οποίας στις μάχες με τον τουρκικό στρατό αποτέλεσε κύριο διαπραγματευτικό χαρτί του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Πρωταγωνίστησε επίσης στη δίκη και εκτέλεση των “εξ” πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της φιλοβασιλικής αντιπολίτευσης ως αποκλειστικών υπαιτίων της καταστροφής, σε μια κίνηση εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Αποσύρθηκε για κάποια χρόνια από την ενεργό δράση ενώ το 1924 αποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιστράτηγου. Έφυγε στο εξωτερικό μετά τη δικτατορία του Παγκάλου το 1925 κι επέστρεψε μετά την ανατροπή του από τον Κονδύλη, κατ’άλλους πριν από αυτό, γλιτώνοντας από τους παγκαλικούς χωροφύλακες που τον παρακολουθούσαν σε φιλικό του σπίτι.
Όταν φάνηκε πως τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 θα τις κέρδιζαν οι Λαϊκοί του Παναγή Τσαλδάρη, προχώρησε σε κίνημα το ίδιο βράδυ, με τη διστακτική συγκατάθεση του Βενιζέλου. Ο Πλαστήρας εκείνη την εποχή εμφορούνταν από ανοιχτό θαυμασμό για το φασισμό του Μουσολίνι και μάλιστα σε στιχομυθία του με το Βενιζέλο όταν του έθεσε την ιδέα του πραξικοπήματος, η μοναδική ένσταση του τελευταίου ήταν πως ο Πλαστήρας δε διέθετε τις ικανότητες και τους συνεργάτες του Ιταλού δικτάτορα. Μετά την κατάπνιξη του κινήματος ο Πλαστήρας έφυγε στο εξωτερικό, επιχείρησε όμως από εκεί να οργανώσει εκ νέου πραξικόπημα την 1η Μαρτίου 1935, αυτή τη φορά με πιο ανοιχτή στήριξη του Βενιζέλου. Το κίνημα απέτυχε και πάλι και ο ίδιος μαζί με το Βενιζέλο καταδικάστηκαν σε θάνατο ερήμην, για να λάβουν αμνηστία από το βασιλιά Γεώργιο Β’ μετά το νόθο δημοψήφισμα την ίδια χρονιά.
Ήταν αντίπαλος της δικτατορίας του Μεταξά, ωστόσο η πολιτεία του κατά την περίοδο του πολέμου και της κατοχής ήταν τουλάχιστον επιλήψιμη. Κατέφυγε στην ελεγχόμενη από το καθεστώς του Βισύ νότια Γαλλία και είχε εκτεταμένες επαφές με το καθεστώς Πεταίν ως τον Ιούνη του 1941. Αργότερα είχε επαφές και με τις γερμανικές αρχές, με πρόταση να του ανατεθεί η εξουσία στην Ελλάδα.
Μεταπολεμικά κυκλοφόρησε επιστολή του Πλαστήρα, της οποίας τη γνησιότητα δεν αμφισβήτησε, με την οποία παραπονούνταν για το γεγονός πως δεν είχε γίνει δεκτή η πρόταση του να μεσολαβήσει για αποδοχή των όρων της Γερμανίας στη διευθέτηση του πολέμου με την Ιταλία και κατηγορούσε το βασιλιά και την κυβέρνησή του πως συνέχισαν “άσκοπα” τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, οδηγώντας σε καταστροφή της Κρήτης.
Επέστρεψε στην Ελλάδα κατόπιν πρόσκλησης του Γεωργίου Παπανδρέου λίγο μετά την απελευθέρωση, ενώ στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λέγεται πως σε συνάντηση πολιτικών ηγετών είχε έναν έντονο καβγά με το Γιώργη Σιάντο, όταν ο Πλαστήρας υιοθέτησε όλη την αντικομμουνιστική φιλολογία για τον ΕΛΑΣ περί εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων και καταστροφών στην ύπαιθρο. Όταν ο Σιάντος του απαγόρευσε να βρίζει τους αντάρτες ο Πλαστήρας λέγεται πως του απάντησε “Κάθισε κάτω ζαγάρι!”.
Ανέλαβε πρωθυπουργός αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, ωστόσο η δεξιά εφημερίδα “Ελληνικόν Αίμα” έφερε στη δημοσιότητα την επίμαχη κατοχική επιστολή λίγους μήνες, εξυπηρετώντας τα σχέδια των Βρετανών που επιθυμούσαν να προωθήσουν μια πιο ανοιχτά αντικομμουνιστική προσωπικότητα στην πρωθυπουργία. Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός απαίτησε και έλαβε την παραίτηση του Πλαστήρα, ο οποίος επανήλθε δυναμικά μετά τον εμφύλιο, με το φωτοστέφανο του “συμφιλιωτή”.
Η κεντροαριστερή ΕΠΕΚ κατόρθωσε με υποσχέσεις αναδιανεμητικής πολιτικής και κυρίως της απάλυνσης των αντικομμουνιστικών διώξεων να έρθει δυο φορές στη διακυβέρνηση το διάστημα 1950 -1952, τη δεύτερη φορά σε συνεργασία με το συντηρητικότερο κόμμα των Φιλελευθέρων υπό το Σοφοκλή Βενιζέλο. Η αναγκαστική αυτή συγκατοίκηση, όπως και οι πιέσεις Αμερικανών και ανακτόρων προβάλλονται συνήθως ως άλλοθι για τη μη υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των προεκλογικών υποσχέσεων του Πλαστήρα. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνησή του όχι απλώς υπαναχώρησε, αλλά πρωταγωνίστησε σε λογικές που εναρμονίζονταν απόλυτα με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης αλλά και των υπερατλαντικών συμμάχων, όπως την ένταξη στο ΝΑΤΟ, την οποία και προσωπικά στήριξε ο Πλαστήρας και την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην Κορέα.
Μπορεί σταδιακά να απώλεσε την εμπιστοσύνη του αμερικανικού παράγοντα, που ήθελε να τελειώνει με το “κεντρώο διάλειμμα” για να αναλάβει μια στιβαρή δεξιά κυβέρνηση το έργο της μετεμφυλιακής ανασυγκρότησης του ελληνικού αστικού κράτους, δεν είναι όμως καθόλου αληθές ότι δε διέθετε ερείσματα εκεί, με σημαντικότερο τον πρεσβευτή τον ΗΠΑ Γκραίντι, που συγκρούστηκε με το βασιλιά για να επιβάλλει τον Πλαστήρα στην πρωθυπουργία και σημείωνε για εκείνον: «Μου έκαμεν εντύπωσιν η ενεργητικότης του πρωθυπουργού και των συνεργατών του, η εκ μέρους των κατανόησις των ελληνικών προβλημάτων και η απόφασίς των να προχωρήσουν εις το έργον της ανασυγκροτήσεως. Ιδιαιτέραν εντύπωσιν μου επροξένησεν η εκ μέρους των Ελλήνων επισήμων κατανόησις του πνεύματος και των αρχών επί των οποίων βασίζεται η αμερικανική πολιτική βοηθείας, ως και η ισχυρά απόφασίς των να λάβουν τα αναγκαία μέτρα διά να καταστήσουν αποδοτικήν την βοήθεια».
Σημείο καμπής φυσικά υπήρξε η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του το 1952. Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί γύρω από τον προσωπικό ρόλο του Πλαστήρα στην υπόθεση, την κακή κατάσταση της υγείας του, τις πιέσεις που δέχτηκε κλπ. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν δεχτεί κανείς τα πιο ευνοϊκά για τον ίδιο σενάρια ως προς τις προσωπικές του πεποιθήσεις για το ζήτημα, γεγονός είναι πως δεν παραιτήθηκε ούτε πριν, ούτε καν μετά τις εκτελέσεις. Υπό αυτή την έννοια το σύνθημα του ΚΚΕ “Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος”, που λοιδωρήθηκε όσο λίγα στην ιστορία του κόμματος, αποτύπωνε απλώς μια πραγματικότητα ως προς τον πυρήνα της ακολουθούμενης πολιτικής σε όλα τα σημαντικά ζητήματα. Επίσης η κυβέρνησή του είχε διευκολύνει στην θριαμβευτική άνοδο του Παπάγου στις εκλογές της 16ης Νοέμβρη 1952, έχοντας υιοθετήσει την αμερικανική απαίτηση για χρήση πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος σε εκείνη την αναμέτρηση. Ο Πλαστήρας έφυγε από τη ζωή στις 26 Ιούλη 1953 και κηδεύτηκε με μεγάλη επισημότητα. Έκτοτε οι προσπάθειες ωραιοποίησης ή και αγιοποίησης της δράσης του υπήρξαν ουκ ολίγες, και σε αυτές εντάσσεται ειδική συνεδρία που είχε γίνει στην ελληνικού βουλή το 2009, όπου ξεχώρισε η παρέμβαση του Σπύρου Χαλβατζή, την οποία μετέφερε ο Ριζοσπάστης στις 5 Φλεβάρη εκείνης της χρονιάς:
«Ο πρώην πρωθυπουργός Ν. Πλαστήρας λειτούργησε μέσα στο ιδεολογικοπολιτικό πνεύμα και την παράταξη που εκπροσώπησε, είτε ως επικεφαλής κομματικού σχηματισμού, είτε ως στρατιωτικός με κατεξοχήν πολιτική και όχι μόνο στρατιωτική δράση. Εξέφρασε τον αστικό φιλελευθερισμό και ακριβώς από αυτήν τη σκοπιά, εξυπηρέτησε τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης», τόνισε στην ομιλία του ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Σπ. Χαλβατζής.
Η φήμη του, είπε, ως «μαύρου καβαλάρη» δημιουργήθηκε την εποχή που η αστική τάξη έχοντας ως στόχο τη δημιουργία της «Μεγάλης Ελλάδας» προχώρησε στο γνωστό τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας, η οποία επέφερε το θάνατο σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και συντέλεσε στον ξεριζωμό ακόμα περισσότερων.
Ο Σπ. Χαλβατζής τόνισε ότι ο Ν. Πλαστήρας, πέρα από την άλλη πολιτική του διαδρομή και τις εξαγγελίες για την τακτοποίηση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία «συγκαταλέγεται στους απόντες από την Ελλάδα στα χρόνια της τριπλής κατοχής 1941 – ’44, ενώ τον έχει στιγματίσει η επιστολή του που διανεμήθηκε στον Απρίλιο του 1941, με την οποία καλούσε το λαό να υποταχθεί και συνιστούσε τη δημιουργία φιλογερμανικής κυβέρνησης.
Βρέθηκε απέναντι από το ΕΑΜ και στις μέρες του Δεκέμβρη, καθώς και ως πρωθυπουργός από το 1945. Υπογραμμίζουμε τις ιστορικές ευθύνες του Πλαστήρα στην υπόθεση Μπελογιάννη. Στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνησή του το 1952 όταν εκτελέστηκαν ο Ν. Μπελογιάννης, ο Δ. Μπάτσης, ο Ν. Καλούμενος και ο Η. Αργυριάδης.
Οσα γράφτηκαν από τότε για εκείνα τα γεγονότα με σκοπό να αποσείσουν τις ευθύνες του, στερούνται πραγματικής βάσης. Μια κυβέρνηση που βρίσκεται μπροστά σε ένα τέτοιο έγκλημα, αν δεν μπορεί να το αποτρέψει, οφείλει κατά την άποψή μας να παραιτηθεί. Είναι πρόσχημα η δικαιολογία που έχει προβληθεί επανειλημμένα ότι δεν παραιτήθηκε, επειδή έτσι θα διευκόλυνε το σχέδιο των ΗΠΑ να έρθει η Δεξιά στην κυβέρνηση. Διότι λίγους μήνες αργότερα, το κόμμα της ΕΠΕΚ, του οποίου ηγούνταν ο Πλαστήρας, συναίνεσε στην ψήφιση του πλειοψηφικού συστήματος, με αποτέλεσμα στις εκλογές του 1952 η ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι είχε πάρει 9,5% να μείνει εκτός Βουλής, ενώ ο Ελληνικός Συναγερμός υπό τον Α. Παπάγο κατέλαβε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Ο Ν. Πλαστήρας δε φάνηκε συνεπής ως το τέλος ούτε στις εξαγγελίες του περί μέτρων ειρηνεύσεως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Γράφτηκε επανειλημμένα ότι σε αυτό τον εμπόδιζε ο Γ. Παπανδρέου.
Ως ΚΚΕ αξιολογούμε τα ιστορικά γεγονότα και τα πρόσωπα, τη συνολική στάση και προσφορά τους για να βγάζουμε χρήσιμα διδάγματα για τον αγώνα του λαού μας σήμερα».