Κώστας Κοτζιάς – Όταν η πένα γίνεται όπλο κομμουνιστικής στράτευσης
Παρότι ολιγογράφος, κατόρθωσε να αφήσει ένα έργο που διατηρεί το δυναμισμό του αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.
Η έννοια της στρατευμένης τέχνης έχει λοιδωρηθεί όσο λίγες, ειδικότερα στη λογοτεχνία κι έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση του έργου πολλών συγγραφέων που έταξαν την πένα τους στην υπόθεση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη του κομμουνιστή συγγραφέα και δημοσιογράφου Κώστα Κοτζιά, που παρότι ολιγογράφος, κατόρθωσε να αφήσει ένα έργο που διατηρεί το δυναμισμό του αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.
Ο Κώστας Κοτζιάς γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα, από ευκατάσταση οικογένεια, η οποίας όμως μετά το θάνατο του πατέρα Παναγιώτη Κοτζιά το 1936 και ιδίως στα χρόνια της κατοχής βρέθηκε σε δεινή οικονομική θέση. Μετά την αποφοίτηση από το Λεόντιο Λύκειο φοίτησε στην Ιατρική σχολή Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε στο τελευταίο έτος σπουδών για να ασχοληθεί μαζί με τον αδερφό του, επίσης πεζογράφοαργότερα, Αλέξανδρο (με αντιδιαμετρικά αντίθετους ιδεολογικούς προσανατολισμούς) σε οικοδομικές επιχειρήσεις, σύντομα όμως κατάλαβε ότι η κλίση του ήταν το γράψιμο. Συμμετείχε στην Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ και συνεργάστηκε με το εαμικό λογοτεχνικό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα το 1946, χροιά κατά την οποία δημοσίευεσε το θεατρικό του “Το Ξύπνημα”. Το έργο αυτό ανέβηκε από το θίασο προοδευτικών ηθοποιών “Ενωμένοι Καλλιτέχνες” με επικεφαλής το μεγάλο Αιμίλιο Βεάκη. Η ενασχόληση με το θέατρο συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, καθώς συνίδρυσε με το Γιώργο Γιαννίδη το Ρεαλιστικό θέατρο το 1949, όπου εργάστηκε και ως σκηνοθέτης, ενώ έγραψε και έργα για το θίασο του Τζαβέλα Καρούσου.
Μια επίσης σημαντική στιγμή υπήρξε η συγγραφή, από κοινού με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, του σεναρίου της ταινίας “Συνοικία το Όνειρο” του Αλέκου Αλεξανδράκη, που απεικονίζει με ρεαλισμό άγνωστο ως τότε στον ελληνικό κινηματογράφο τη ζωή στην παραγκούπολη του Ασυρμάτου. Η ταινία “σφαγιάστηκε” από τη λογοκρισία και η πρεμιέρα της στην Αθήνα διακόπηκε από εισβολή αστυνομικών οργάνων, στη συνέχεια όμως απέσπασε σημαντικά εγχώρια και διεθνή βραβεία, ανάμεσά τους εκείνο του Διεθνούς Φεστιβάλ Μόσχας.
Ο Κοτζιάς εργάστηκε κυρίως ως δημοσιογράφος, ως κριτικός σε εφημερίδες όπως η “Δημοκρατική” και ο “Δημοκρατικός” στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και στη συνέχεια στην Αυγή, ενώ μεταπολιτευτικά υπήρξε ανταποκριτής του Ριζοσπάστη στην ΕΣΣΔ. Στη Σοβιετική Ένωση είχε καταφύγει ως πολιτικός πρόσφυγας στη διάρκεια της δικτατορίας, χάνοντας μάλιστα την ελληνική ιθαγένεια για τη δράση του. Στη Μόσχα έμεινε ως το τέλος της δυστυχώς σύντομης ζωής του, καθώς πέθανε σαν σήμερα το 1979 από διάτρηση στομάχου.
Το έργο αυτό, που απέσπασε το α’ βραβείο πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων, πραγματεύεται την ιστορία γύρω από το “Κάστρο του Υμηττού”, έναν από τους γνωστότερους θρύλους της αντίστασης. Παράλληλα αποτελεί και μια τοιχογραφία της περιόδου από τη δικτατορία του Μεταξά ως την κατοχή, σκιαγραφώντας τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώθηκε μια ολόκληρη γενιά αγωνιστών. Το 1985 το βιβλίο αυτό μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη, με πρωταγωνίστρια τη γνωστή από τις μελό ταινίες του ’60 Μάρθα Βούρτση.
Ακολούθησε το μυθιστόρημα του Κώστα Κοτζιά “Γαλαρία νο 7”, που με το γνώριμο δωρικό ύφος του συγγραφέα αποτυπώνει τη ζωή της εργατικής τάξης σε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης, βέβαια για την νίκη της και την επικράτηση ενός καλύτερου κόσμου. Από τα γνωστότερα έργα του είναι “Ο αλύγιστος” (1978) μια μυθιστορηματική επεξεργασία του τραγικού και ηρωϊκού τέλους του Νίκου Πλουμπίδη, η οποία αποτελεί μια νέα εκδοχή του παλαιότερου έργου του “Επί εσχάτη προδοσία”. Το 1974 έγραψε το έργο “Ο Παράνομος” που τροφοδοτήθηκε από την εμπειρία της χούντας και αποτελεί μια ανατομία του νεοφασισμού στην Ελλάδα. Πέραν της πεζογραφικής παραγωγής, ο Κοτζιάς είχε στο ενεργητικό του πέντε θεατρικά έργα, διασκευές λογοτεχνικών έργων και μεταφράσεις ξένων συγγραφέων, ενώ και τα δικά του έργα μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σε πολλές χώρες στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη.
Δύσκολες Νύχτες