Τρίποντο – Η πρώτη αγάπη και παντοτινή
Δε βγαίνουν πια τέτοια περιοδικά στις μέρες μας…
Προσπαθώντας να σκεφτώ τον κατάλληλο τίτλο για μια αναφορά στο “Τρίποντο”, σκόνταφτα συνεχώς σε σλόγκαν από διαφημίσεις σοκολάτας, όπως αυτός στην κορυφή της ανάρτησης ή “το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής μας”, κατ’ αντιστοιχία των γλυκών αναμνήσεων με τις οποίες συνδέθηκε, ενίοτε και εθιστικών -γιατί έχει και τέτοια επίδραση η σοκολάτα.
Το δικό του σύνθημα στην προμετωπίδα του ήταν “το εβδομαδιαίο περιοδικό του μπάσκετ”, όπου αυτό το τελευταίο πρέπει να το φανταστείς με τη βαριά προφορά του Γιαννάκη, που το λέει και γεμίζει το στόμα του, “το μπάσκετ“, σα Θεσσαλονικιός -κι ας μεγάλωσε στην Κοκκινιά. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις, να βουρκώνεις από συγκίνηση και στο βάθος του μυαλού σου να σου φωνάζουν ρυθμικά “κλά-ψε, κλά-ψε”, σα να ήσουν ο δράκος, που όμως αποπλανήθηκε από μια τύπισσα με σπυριά. Που κατά βάθος δεν είναι πορτοκαλί, αλλά σαν το βάθος του ουρανού, πάντα κόκκινη.
Δεν ήταν βέβαια η πρώτη απόπειρα να γίνει ένα τέτοιο περιοδικό, ήταν όμως αυτή που κράτησε περισσότερο απ’ όλες κι ήρθε για να μείνει, όταν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες, σαν ώριμο τέκνο της ανάγκης. Αυτή που έγινε ευαγγέλιο για τους μύστες, στοά των μασόνων για το σινάφι το μπασκετικό που πέρασε σύυσωμο σχεδόν από τις σελίες του -και οι άλλοι το έβλεπαν, το ζήλευαν, του απέδιδαν μαγικές ιδιότητες και αν μπορούσαν, θα το έκαιγαν πάνω στην πυρά που τόλμησε κι ασχολήθηκε με κάτι διαφορετικό από το ποδόσφαιρο- και κανονική ιεροτελεστία για τους αναγνώστες που περίμεναν με λαχτάρα πότε θα έρθει η Τρίτη, με μια προσμονή που φαντάζει ανεξήγητο μυστήριο για τη γενιά του διαδικτύου και της άμεσης πληροφορίας.
Η δική μου πρώτη επαφή με το “Τρίποντο” ήταν προτού καν μπορέσω να φτάσω από τα 6.25 την μπασκέτα, σε μια επίσκεψη ως παιδί στον οδοντίατρο, στην αίθουσα αναμονής -εκεί που γνώρισα και τον “Αστερίξ” λίγο αργότερα. Ποτέ άλλοτε η αναμονή δεν ήταν τόσο ευχάριστη, τόσο σιωπηλή -αφού ρουφούσα τις σελίδες και με ρουφούσαν κι αυτές με τη σειρά τους- ποτέ άλλοτε η επίσκεψη στον οδοντίατρο δεν ήταν τόσο γλυκιά κι ανώδυνη. Κι ίσως να “φταίει” το Τρίποντο που δεν τους φοβόμουν, όπως άλλα παιδιά της ηλικίας μου και κάποια άλλα μικρά παιδάκια με φοβίες, που μου έριχναν καμιά σαρανταριά χρόνια.
Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε μετά από ένα Άρης-ΠΑΟΚ (αιώνιο δίλημμα αν ακούγεται καλύτερα έτσι ή αντίστροφα, Βροντάκηδες και Φουρτουνάκηδες…), όπου ο συναισθηματικός κι ευσυγκίνητος Παναγιώτης Γιαννάκης έκανε αποχή γιατί ήθελε παραπάνω χρήματα (ναι, δεν ήταν τόσο αθώες εποχές, όπως τις βλέπουμε τώρα) και τερματίστηκε ένα ιστορικό αήτητο σερί του Άρη, με τον Βεζυρτζή να κηρύσσει την έναρξη της Αυτοκρατορίας του ΠΑΟΚ, που δεν ήρθε ποτέ, ούτε όταν κατέρρευσε -ή μήπως ανατράπηκε;- αυτή του Άρη. Και στο δικό μου Αρειανό παιδικό μυαλό ήταν πάντα ένα είδος Ρόμπαξ (με ξι) που έκανε μεγαλεπήβολα σχέδια για την κορυφή και για να εκθρονίσει το Σκρουτζ, αλλά κατέληγε να τρώει τα καπέλα του από το κακό του. Πότε; Ποτέ-ποτέ-ποτέ… (Στα τέλη της δεκαετίας του 80′ είναι η σωστή απάντηση).
Η καλύτερη καζούρα της απέναντι πλευράς, που τότε ήταν όντως απέναντι μες στο γήπεδο, κι υπήρχε μόνο μια σειρά αστυνομικών για να μας χωρίζουν στο Αλεξάνδρειο, ήταν πολύ πρόσφατα, όταν πήραν ένα ντέρμπι στην Πυλαία, χωρίς να έχουν ευστοχήσει ούτε μια φορά έξω από τη γραμμή του τριπόντου, και κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο ένα τρολαριστικό εξώφυλλο που έλεγε “Δίποντο”, με τη γραμματοσειρά του παλιού περιοδικού, που μας είχε αφήσει χρόνους…
Το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους δε μαρτυρά τίποτα από όλα αυτά και διάλεξε ουδέτερες αναφορές, γιατί είχε τυπωθεί από πριν, για να προλάβει να είναι έτοιμο, και είχε το σχετικό ρεπορτάζ στις μέσα σελίδες. Που ήταν 64 στην αρχή, 80 στη συνέχεια, αλλά το ζήτημα ήταν στην ποιότητα. Διαλεκτικά δεμένο με την ποσότητα όμως. Σελίδες γεμάτες, ξεχείλιζαν πληροφορίες κι υλικό, φαινόταν πως πασχίζουν να πουν όσο το δυνατόν περισσότερα, να τα χωρέσουν όλα, σε αντίθεση με κάτι σύγχρονες ιλουστρασιόν εκδόσεις που δεν έχουν τι να πουν και πασχίζουν να γεμίσουν το χώρο με φλυαρίες και εικόνες, σαν το πιτόγυρο που είναι γεμάτο πατάτες για να κρύψει τη γύμνια του. Γεμάτες προπαντός με μεράκι που σε κάνουν να νιώσεις εξήντα χρονών λέγοντας “δε βγαίνουν πια τέτοια περιοδικά στις μέρες μας…”. Και δε χωρά καμία σύγκριση με τα υποκατάστατα που κλήθηκαν να καλύψουν το κενό του…
Ναι αλλά δεν είναι η υπερβολή ενός πρόωρα γερασμένου 35άρη -και της γενιάς του και προπαντός των προηγούμενων, που το πρόλαβαν ως ενήλικες, πλήρως συνειδητοποιημένοι. Καμία άλλη έκδοση δεν ήταν σαν πολύχρωμα εγκυκλοπαίδεια, που διαβάζεται ευχάριστα και σήμερα, ίσως με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ό,τι τα σημερινά νέα της επικαιρότητας, και αποκτά συλλεκτική αξία, όσο περνούν τα χρόνια και μένει ως μέτρο σύγκρισης ένα μίζερο -μπασκετικά μιλώντας- παρόν.
Κανένα άλλο αθλητικό περιοδικό ή έντυπο δεν μπορεί να σου γεννήσει τα ίδια συναισθήματα σήμερα, που η μυσταγωγία συνεχίζεται για τους συλλέκτες στους πάγκους των παλαιοπωλείων, όπου μπορείς να βρεις παλιά τεύχη, να χαθείς με τις ώρες, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου και της χρονιάς στην οποία βρισκόμαστε, σε ένα θησαυρό ανεκτίμητο, και βασικά ανεξάντλητο. 800 περίπου τεύχη του Τρίποντου, μας κάνουν περίπου 2.500 πόντους και πάνω από 50 χιλιάδες σελίδες. Μια καριέρα και μια ζωή ολόκληρη, που μοιάζει να πέρασε μαζί του.
Το Τρίποντο βγήκε όταν το μπάσκετ ήταν μόδα, στα ντουζένια του, κατέκτησε τα σαλόνια, κάθε καλύβα και ρεματιά της Ελλάδας, γιαγιάδες και παππούδες που δεν ήξεραν τι σχήμα έχει η μπάλα. Έζησε όλη τη χρυσή εποχή με τις υπερβολές και την κακογουστιά του επαγγελματικού αθλητισμού και περιέπεσε στην ανυποληψία, μαζί με το άθλημα, που ξεφούσκωσε σα μετοχή στο Χρηματιστήριο, για να παραμείνουν λίγοι και εκλεκτοί που το αγαπούσαν πραγματικά.
Από τότε άλλαξαν πολλά, η γραμμή του τριπόντου πήγε μισό μέτρο πίσω, το άθλημα μετράει το ύψος του που πόντο-πόντο χάνει (στην Ευρώπη τουλάχιστον) και γίνεται άθλημα των κοντών ή των ημίψηλων, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 80′. Τριάντα χρόνια έκλεισαν χτες από τη μέρα που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος. Τρεις δεκαετίες που άλλαξαν τον πορτοκαλί κόσμο -και στις οποίες μεσολάβησαν πολλές, κοσμογονικές και κοσμοκτόνες αλλαγές. Αλλά ποιος μπορεί να πει ότι είναι καλύτερος σήμερα χωρίς το Τρίποντο, κάθε Τρίτη στους πάγκους και τα περίπτερα;