Η καπηλεία μιας επανάστασης – 100 χρόνια από την επανάσταση του Νοέμβρη στη Γερμανία
Αν ο Κάιζερ δεν παραιτηθεί, δε μένει για τη σωτηρία του Ράιχ από τη νίκη της επανάστασης στο Βερολίνο, την ύψιστη σύγχυση, την πείνα και το μπολσεβικισμό, παρά μόνο η ανάληψη της εξουσίας από το υπουργικό συμβούλιο με δικτατορικές εξουσίες.»
Ήταν νωρίς το απόγευμα της 9ης Νοέμβρη 1918, όταν το ηγετικό στέλεχος των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών Φίλιπ Σάιντεμαν ανέβαινε σε μια καρέκλα που του είχε στήσει ένας υπηρέτης στο μπαλκόνι του αναγνωστηρίου του γερμανικού ράιχσταγκ. Δίπλα του βρικόσταν ο κεντρώος βουλευτής Ρίχαρντ Μίλερ, που παρέδωσε και την ακριβή σκηνή σε μια ιδιωτική του ειστολή. Ο βουλευτής ανατρέπει τον μύθο του SPD, ότι εργάτες και στρατιώτες «έκαναν έφοδο» στο αναγνωστήριο: «Επρόκειτο για 5-6 άτομα, που διάβαζαν ήσυχοι τις εφημερίδες τους». Ο Σάιντεμαν παρακολουθούσε τους ανθρώπους στην πλατεία, που σήμερα ονομάζεται Πλατεία Δημοκρατίας. Αυτό το πλήθος δεν είχε έρθει για εκείνον, αλλά ανήκε στις διαδηλώσεις που είχαν ξεκινήσει το πρωί της 9ης Νοέμβρη στις εργατοσυνοικίες του Βερολίνου και κινούνταν προς το κέντρο της πόλης. Από την προηγούμενοι μέρα πρωτοπόροι εργάτες, ανάμεσά τους και οι Σπαρτακιστές του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ είχαν κηρύξει γενική απεργία κι είχαν καλέσει σε δημιουργία συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών, κάτι που είχε γίνει σχεδόν παντού στη γερμανική πρωτεύουσα.
O Σάιντεμαν ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάτι. Σύμφωνα με το Μίλερ, κάποιοι διαδηλωτές που αναγνώρισαν το Σάιντεμαν φώναξαν «Ζήτω!». Τότε εκείνος είπε κάτι ακατάληπτο, κούνησε το χέρι του και φώναξε: «Ζήτω η γερμανική δημοκρατία», με ορισμένους από τους εργάτες να επευφημούν. Ο Σάιντεμαν πήδηξε από την καρέκλα, πατώντας κατά λάθος το Μίλερ και βγήκε από το αναγνωστήριο.
Η σκηνή αυτή αργότερα ερμηνεύτηκε από την αστική γερμανική ιστοριογραφία ως βασικός τρόπος με τον οποίο η «Γερμανία έγινε δημοκρατία», αν και τότε είχε περάσει μάλλον απαρατήρητη. Ο λόγος για τον οποίο κατέκτησε αυτή την υστεροφημία είναι επειδή εν τέλει ο σκοπός της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή να τεθεί επικεφαλής της μαζικής επαναστατικής δράσης του γερμανικού λαού στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, ώστε να την καναλιζάρει σε ακίνδυνα για την αστική εξουσία μονοπάτια, επετεύχθη, δια πυρός και σιδήρου, κυρίως βέβαια μέσα από το λουτρό αίματος και καταστολής κατά των Γερμανών κομμουνιστών.
Ο Σάιντεμαν και ο ηγέτης του SPD Φρίντριχ Έμπερτ, δεν ήταν οι μόνοι που είχαν την ιδέα πως η διάσωση του παλιού καθεστώτος περνούσε μέσα από την κατάργηση της μοναρχίας, ως τότε πυλώνα του, που πλέον είχε γίνει επικίνδυνο βαρίδι. Ακόμα και ο φιλελεύθερος υπουργός Κόντραντ Χάουσμαν, σημείωνε το πρωί της 9ης Νοέμβρη, ότι «Αν ο Κάιζερ δεν παραιτηθεί, δε μένει για τη σωτηρία του Ράιχ από τη νίκη της επανάστασης στο Βερολίνο, την ύψιστη σύγχυση, την πείνα και το μπολσεβικισμό, παρά μόνο η ανάληψη της εξουσίας από το υπουργικό συμβούλιο με δικτατορικές εξουσίες.» Αργότερα θα προκηρυσσόταν «Εθνική Συνέλευση», όπου τα «θεμελιώδη ζητήματα» θα γινόταν σε πνεύμα «εθνικής ανανέωσης».
Στόχος ήταν, αρχής γενομένης με το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης υπό τον Μαξ φον Μπάντεν, την πρώτη στην οποία υπήρξε συμμετοχή του SPD, να υπάρξει, σε προσεκτικές δόσεις μια επανάσταση «από τα πάνω» , για τον «εκδημοκρατισμό» του συντάγματος, δηλαδή την πραγματοποίηση προσεκτικών αστικοδημοκρατικών ανοιγμάτων, που θα αποσοβούσαν το διαφαινόμενο επαναστατικό κύμα. Πυρήνας αυτών των συνταγματικών αλλαγών ήταν η πρόβλεψη η κήρυξη πολέμου και η σύναψη ειρήνης να εγκρίνονται από τη βουλή και η εξάρτηση του καγκελαρίου από την εμπιστοσύνη της βουλής και όχι του μονάρχη. Σύντομα όμως ο νέος καγκελάριος έχασε την εμπιστοσύνη των περισσότερων κομμάτων, ενώ ο αρχηγός των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών (USPD, διάσπαση από το SPD το 1917 λόγω αντίθεσης στον πόλεμο) Χούγκο Χάαζε απαίτησε την ανακήρυξη δημοκρατίας και μιας «σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης», εισπράττοντας τη χλεύη και τις αποδοκιμασίες των αντιπάλων του.
Ο Κάιζερ πράγματι συμφώνησε με βαριά καρδιά στις αλλαγές, μπροστά στον κίνδυνο επαναστατικής έκρηξης. Παράλληλα μπήκαν ακόμα περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση καθώς, όπως εκμυστηρεύτηκε ο καγκελάριος στο γαμπρό του «Με τη βοήθειά τους, ίσως καταφέρω να σώσω τον Κάιζερ. Τι ειρωνεία της μοίρας». Πράγματι, αρχικά οι σοσιαλδημοκράτες ήταν πρόθυμοι να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Καθόλου τυχαία στις 17 Οκτώβρη 1918 η ηγεσία του κόμματος κυκλοφόρησε ανακοίνωση που προειδοποιούσε για «Επαναστατικά συνθήματα μπερδεμένων, ανεύθυνων ατόμων, που προσπαθούν να υποκινήσουν τους εργάτες τώρα σε άσκοπες και άχρηστες απεργίες και διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης». Στις 9 Νοέμβρη λοιπόν, δε νίκησε η «επανάσταση», όπως διατείνονταν οι σοσιαλδημοκράτες, απλά οι ίδιοι έκαναν το πρώτο βήμα για να ελέγξουν τις εξελίξεις που έμοιαζαν να ξεφεύγουν από τα χέρια τους. Η πολιτική κι οργανωτική απειρία κι ανετοιμότητα της εργατικής τάξης και του πιο πρωτοπόρου κομματιού της, κυρίως όμως η αποφασιστικότητα των σοσιαλδημοκρατών να συμμαχήσουν με τα πιο αντιδραστικά στοιχεία του απερχόμενου καθεστώτος και συγκεκριμένα με τη στρατιωτική ηγεσία για να καταπνίξουν τις επαναστατικές κινήσεις των πιο ριζοσπαστικών εργατών υπό τους Σπαρτακιστές και το ΚΚΓ, που θα ιδρυόταν ούτε δυο μήνες μετά την ανακήρυξη της «Δημοκρατίας», ήταν εκείνη που τελικά απομάκρυνε την πιο σοβαρή απειλή που γνώρισε ποτέ το αστικό γερμανικό κράτος στην ως τώρα ιστορία.