Οι εξελίξεις στη Βόρεια Κορέα μέσα από το βλέμμα της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Η μεταβολές των σχέσεων ΗΠΑ και ΛΔΒΚ από την προεδρία Ομπάμα σε εκείνη του Τραμπ και τα ερωτηματικά πίσω από τη δολοφονία του αδελφού του Κιμ στη Μαλαισία.
Με τον ένα η άλλο τρόπο, η ΛΔΒΚ εξακολουθεί συχνά – πυκνά να βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας, ιδίως με αφορμή το πυρηνικό της πρόγραμμα και την ιστορική Συμφωνία της Σιγκαπούρης πριν λίγους μήνες, της οποίας το μέλλον βέβαια εξακολουθεί να είναι αβέβαιο, κυρίως λόγω της στάσης των ΗΠΑ. Ένα ενδιαφέρον χρονικό των εξελίξεων στη χώρα, με έμφαση στην εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά και το ρόλο της μυστηριώδους δολοφονίας του Κιμ Γιονγκ – Ουν στη Μαλαισία πριν σχεδόν δυο χρόνια, βρίσκουμε στο μπλογκ της Φραγκίσκας Μεγαλούδη, πολύ γνωστής από την εμπειρία της στη χώρα και το βιβλίο της “Στη χώρα των Κιμ”. Ακολουθούν το Α και Β Μέρος:
Το βιβλίο, Στη Χώρα των Κιμ, ολοκληρώθηκε λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές, όταν όλα τα προγνωστικά έδιναν την Χίλαρι Κλίντον ως την επόμενη πρόεδρο των ΗΠΑ. Η Κλίντον ακολουθούσε την πάγια τακτική των κυρώσεων εναντίον της Βόρειας Κορέας, τις οποίες θεωρούσε ως το μοναδικό μέσο πίεσης ώστε να εγκαταλείψει η Πιονγκγιάνγκ το πυρηνικό της πρόγραμμα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της ως υπουργός εξωτερικών, από το 2009 μέχρι το 2013, είχε επανειλημμένα ζητήσει και επιβάλλει μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αυστηρές κυρώσεις εναντίον της Πιονγκγιάνγκ ενώ προωθούσε την αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ασία ως «αντιστάθμιση στην βορειοκορεατική απειλή».
Οι πράξεις της Κλίντον ήταν σε απόλυτη σύμπνοια με την πολιτική που εφάρμοζε ο πρόεδρος Ομπάμα.
Ο πρόεδρος Ομπάμα και η “Πολιτική της Στρατηγικής Υπομονής”
Η πολιτική αυτή έχει μείνει γνωστή ως «πολιτική στρατηγικής υπομονής», μόνο που ο ηχηρός αυτός τίτλος εξέφραζε μια διαφορετική πραγματικότητα. Φαινομενικά στηριζόταν στην ιδέα ότι η Ουάσινγκτον θα αγνοεί τις «προκλήσεις» της Πιονγκγιάνγκ και θα περιμένει ώστε η Βόρεια Κορέα να αναγκαστεί- λόγω οικονομικού και διπλωματικού αποκλεισμού- να παραδώσει τα πυρηνικά της όπλα.
Φυσικά κανείς νοήμων άνθρωπος δεν πίστεψε ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε στο άμεσο μέλλον, επομένως υπήρχαν αρκετά σκοτεινά σημεία αυτής της στάσης, τα οποία βέβαια σπάνια αναφέρονται στον τύπο.
Το 2008 ο υποψήφιος πρόεδρος Ομπάμα υποστήριζε ότι μια από τις προτεραιότητες του θα είναι η μείωση των στρατιωτικών δαπανών. ‘Οπως υποστήριζε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, θα εξοικονομούσε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια περιορίζοντας τις δαπάνες και την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων. Πράγματι το 2009 μείωσε τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ κατά 1.4 δισεκατομμύρια δολάρια ενώ τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς εισηγήθηκε την ακύρωση των σχεδίων αντιπυραυλικής ασπίδας στην Τσεχία και την Πολωνία, του προέδρου Μπους. Το κόστος της αντιπυραυλικής ασπίδας του προέδρου Μπους είχε θεωρηθεί ιδιαίτερα ακριβό ενώ το όλο σχέδιο είχε προκαλέσει ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ –Ρωσίας αλλά και ανάμεσα στα μέλη του ΝΑΤΟ. Ο πρόεδρος Ομπάμα υποσχέθηκε οπλικά συστήματα νέας τεχνολογίας, ευέλικτα και με πολύ μικρότερο κόστος τα οποία θα γίνονταν ευκολότερα αποδεκτά από τα άλλα μέλη του ΝΑΤΟ.
Στην ουσία, αυτό που ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε, ήταν να αντικαταστήσει τις γεωγραφικές περιοχές και το είδος των οπλικών συστημάτων, συνεχίζοντας την ίδια πολιτική, την ανάπτυξη δηλαδή νέας κατηγορίας ειδικών οπλικών συστημάτων ικανών να πλήξουν κάθε γωνιά του πλανήτη σε λιγότερο από μία ώρα.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, ο πρόεδρος Ομπάμα, ανακοίνωσε την Ευρωπαϊκή Προσέγγιση Σταδιακής Προσαρμογής (European Phased Adaptive Approach -EPAA), η οποία αντικατέστησε την αντιπυραυλική ασπίδα του Μπους. Βασικό στοιχείο της προσέγγισης ήταν η επέκταση του Aegis, ενός προηγμένου συστήματος διοίκησης και ελέγχου το οποίο χρησιμοποιεί υπολογιστές και ραντάρ για την παρακολούθηση και την καταστροφή εχθρικών στόχων στον αέρα. Η εγκατάσταση του Aegis θα επεκτεινόταν σταδιακά (είχαν προβλεφθεί 3 κύριες φάσεις μεταξύ 2011-2018) ώστε να καλύψει όλη την Ευρώπη, στα πλαίσια της βορειοατλαντικής συμμαχίας (ΝΑΤΟ).
Παράλληλα με την ανάπτυξη περιφερειακών αμυντικών συστημάτων, ο πρόεδρος Ομπάμα προχώρησε σε ακόμα μεγαλύτερες επενδύσεις στον χώρο της άμυνας, ως απάντηση στην απειλή της Βόρειας Κορέας και του Ιράν. Στο πλαίσιο αυτό ενέκρινε την ανάπτυξη εδαφικού συστήματος άμυνας (GMD) στην Αλάσκα και την Καλιφόρνια, το οποίο είχε την ικανότητα να αναχαιτίσει διηπειρωτικούς πυραύλους ενώ μεταξύ του 2013 και του 2017 αύξησε τον αριθμό των βλημάτων αναχαίτισης εδάφους (GBIs) από 30 σε 44. Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι την πρόβλεψη αυτή, την αύξηση δηλαδή των GBIs σε 44, την είχε εισαγάγει ο πρόεδρος Μπους και καταργήθηκε όταν ο Ομπάμα έγινε πρόεδρος λόγω κόστους, για να την επαναφέρει τελικά ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα.
Και ενώ η Βόρεια Κορέα απαντούσε με εκτοξεύσεις πυραύλων, οι ΗΠΑ αποφασίζουν να ενισχύσουν την πυραυλική τους άμυνα με το σύστημα (THAAD) το οποίο αρχικά εγκαθιστούν στη νήσο Γκουάμ. Το σύστημα αυτό έχει την ικανότητα να αναχαιτίσει εχθρικούς βαλλιστικούς πυραύλους, τόσο μέσα όσο και οριακά έξω από την ατμόσφαιρα.
Τον Ιούλιο του 2016, η τότε πρόεδρος της Νότιας Κορέας Park Geun-hye είχε εγκρίνει την εγκατάσταση του συστήματος στα σύνορα της, κάτι που είχε προκαλέσει ρωγμές στη σχέση της Νότιας Κορέας με την Κίνα αλλά και έντονες αντιδράσεις από τη Βόρεια Κορέα.
Η Κίνα υποστήριζε ότι τα συστήματα αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για κατασκοπεία εναντίον της ενώ η Βόρεια Κορέα τα θεωρούσε άμεση απειλή στην ακεραιότητα της. Ο νέος πρόεδρος της Νότιας Κορέας Moon Jae-in, αν και αρχικά ενέκρινε την επέκταση του συστήματος THAAD, ύστερα από πιέσεις και οικονομικό αποκλεισμό της Κίνας, δεσμεύθηκε να μην εγκαταστήσει άλλα αντιβαλλιστικά συστήματα στην Κορέα και να μην προχωρήσει σε στρατιωτική συμμαχία Κορέας, ΗΠΑ και Ιαπωνίας.
Με φόντο λοιπόν το γεωπολιτικό παιχνίδι στην ΒΑ Ασία, τους συνεχείς εξοπλισμούς και τις εύθραυστες δυναμικές μεταξύ των χωρών, η περιοχή έχει σταδιακά μετατραπεί σε ένα τεράστιο οπλοστάσιο συστημάτων τελευταίας τεχνολογίας ικανά να πλήξουν ολόκληρο τον πλανήτη, εάν ανατραπούν οι λεπτές ισορροπίες.
Η πολιτική της στρατηγικής υπομονής του προέδρου Ομπάμα, δεν στηριζόταν στην υπομονή αλλά στα οπλικά συστήματα και στις όλο και σκληρότερες κυρώσεις εναντίον της Πιονγκγιάνγκ.
Η στάση του Trump στο θέμα της Βόρειας Κορέας ήταν λιγότερο ξεκάθαρη, καθώς από το 1999 μέχρι τις εκλογές του 2016 οι δηλώσεις του έδιναν μικτά μηνύματα. Τον Απρίλιο του 1999 είχε πει σε συνέντευξη στην εκπομπή Meet the Press, ότι θα διαπραγματευτεί «σαν τρελός» με την Βόρεια Κορέα εάν εκλεγεί πρόεδρος. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 2000, στη Μινεσότα κατά τη διάρκεια της τότε προεκλογικής του εκστρατείας χαρακτήριζε τη Βόρεια Κορέα ως τη μεγαλύτερη απειλή για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ενώ σε διάφορες αναρτήσεις του στο τουίτερ είχε χαρακτηρίσει τον Kim Jong-un ως «μανιακό που κάθεται πάνω σε πυρηνικά».
Τον Μάιο του 2016, λίγους μήνες πριν εκλεγεί τελικά πρόεδρος, είχε πει ότι θα καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τον Κιμ για να λύσουν τις διαφορές τους, κάτι που επανέλαβε ακόμα και όταν απειλούσε να πνίξει τη Βόρεια Κορέα σε «βροχή φωτιάς».
Ο πρόεδρος Trump ακολούθησε την πολιτική της μέγιστης πίεσης ανακοινώνοντας νέες σκληρότερες κυρώσεις εναντίον της Πιονγκγιάνγκ και απαιτώντας πλήρη καταστροφή του πυρηνικού οπλοστασίου πριν οι ΗΠΑ συμφωνήσουν σε διαπραγμάτευση.
Οι ΗΠΑ μάλιστα, επέβαλλαν κυρώσεις εναντίον ρωσικών, γεωργιανών και κινέζικων εταιρειών που σχετίζονταν με τη Βόρεια Κορέα, ακόμα και κατά τη διάρκεια των χειμερινών Ολυμπιακών αγώνων, όταν οι δύο Κορέες είχαν συμφωνήσει σε συναντήσεις και κοινές εμφανίσεις στους Ολυμπιακούς αγώνες.
Αν και είναι ξεκάθαρο ότι τα βέλη του προέδρου Trump στόχευαν κυρίως την Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Βόρειας Κορέας, και η Βόρεια Κορέα δεν ήταν παρά ένα μέσο πίεσης ώστε να εκβιάσει οικονομικές διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους, είναι σημαντικό να εξετάσουμε πως φτάσαμε στην συνάντηση κορυφής της 12ης Ιουνίου 2018.
Μέρος Δεύτερο: Βόρεια Κορέα και ΗΠΑ: πως το μίσος έγινε (;) αγάπη
Τον Φεβρουάριο του 2017, περίπου δυο μήνες πριν ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας αρχίσουν να ανταλλάσσουν χαρακτηρισμούς και απειλές, ο υπουργός Εξωτερικών της Βόρειας Κορέας θα συμμετείχε σε μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη με Αμερικανούς αξιωματούχους- την πρώτη που θα διεξαγόταν σε αμερικανικό έδαφος από το 2011.
Τότε συνέβη η δολοφονία του ετεροθαλούς αδερφού του Kim Jong-un, Kim Jong-nam στη Μαλαισία.
Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε όλη την αλήθεια για το ποιος και γιατί τον δολοφόνησε, τα μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν αμέσως τον Kim Jong-un για τη δολοφονία του αδελφού του. Το κίνητρο ήταν ότι ο Nam πορεί να σχημάτιζε εξόριστη κυβέρνηση με την υποστήριξη της Κίνας. Όπως ήταν αναμενόμενο, αμέσως μετά τη δολοφονία οι βίζες της βορειοκορεατικής αντιπροσωπείας ακυρώθηκαν και η διοίκηση του Trump το θεώρησε πράξη τρομοκρατίας.
Η ιστορία του θανάτου του εγείρει πολλά σοβαρά ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Γιατί ο Kim Jong-un να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό του σε δημόσιο χώρο, γεμάτο κάμερες και μάρτυρες, χρησιμοποιώντας τοξικό αέριο, ενώ θα μπορούσε να το κάνει πολύ πιο διακριτικά και σε πιο ασφαλές περιβάλλον, όταν ο Nam διέμενε στην βορειοκορεατική πρεσβεία. Η απάντηση σε αυτό ήταν ότι μια τόσο φαινομενικά παράλογα σχεδιασμένη δολοφονία θα θόλωνε ακόμα περισσότερο το τοπίο και κανείς δεν θα μπορούσε να βρει αποδείξεις εναντίον της Βόρειας Κορέας.
Ένα άλλο ερώτημα που δεν απαντήθηκε ποτέ πειστικά, αν και εξετάστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν πως γίνεται οι δύο νεαρές γυναίκες που άλειψαν το πρόσωπο του Nam με το τοξικό αέριο το οποίο τον σκότωσε μέσα σε 15 λεπτά, να μην εμφανίσουν κανένα σύμπτωμα δηλητηρίασης ή έστω κάποιας δυσφορίας. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν τις γυναίκες να πλένουν αργότερα και χωρίς καμία βιασύνη τα χέρια τους στην τουαλέτα του αεροδρομίου, ενώ οι αστυνομικοί που έσπευσαν στον χώρο και ήρθαν σε επαφή με τον αδερφό του βορειοκορεάτη ηγέτη, δεν εμφάνισαν επίσης κανένα σύμπτωμα. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν αρκετούς παρατηρητές να υποστηρίξουν ότι υπήρχε κάποιος τρίτος συνεργός, αν και ποτέ δεν συνελήφθη κανείς. Οι 4 βορειοκορεάτες που κρατούνταν ως ύποπτοι, επειδή σύμφωνα με τις αρχές της Μαλαισίας είχαν έρθει σε επαφή με τις δυο γυναίκες, αφέθηκαν ελεύθεροι και επέστρεψαν στην Πιονγκγιάνγκ.
Με όλες τις επιφυλάξεις, το σίγουρο είναι ότι η ιστορία της δολοφονίας του Kim Jong-nam είχε πάρα πολλά κενά ακόμη και για τους πιο εχθρικούς απέναντι στη Βόρεια Κορέα, ερευνητές. Πολλοί δημοσιογράφοι και αναλυτές δικαιολόγησαν τις ασυνέπειες της ιστορίας υποστηρίζοντας ότι ήταν μια παλαιά διαταγή του Kim Jong-un που πραγματοποιήθηκε όταν οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, χωρίς να απαιτείται άμεση έγκριση. Αυτή η θεωρία όμως αντικρούει την πάγια γραμμή των ίδιων αναλυτών και δημοσιογράφων, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία υποστήριζαν ότι ο βορειοκορεάτης ηγέτης είναι απόλυτα συγκεντρωτικός και τίποτα δεν μπορεί να συμβεί στην χώρα χωρίς την άμεση έγκριση και γνώση του. Πόσο μάλλον, η εντολή μια τόσο σοβαρής δολοφονίας.
Η ανακοίνωση της ταυτότητας του Nam έγινε από τις μυστικές υπηρεσίες της Νότιας Κορέας προτού ακόμα ειδοποιηθεί η Πιονγκγιάνγκ, κάτι που εγείρει ακόμα περισσότερα ερωτήματα και σύγχυση για το ποιος ήταν πίσω από τη δολοφονία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου αυτό έγινε επειδή οι μαλαισιανές αρχές μπέρδεψαν την εθνικότητα του Kim Jong-nam και ειδοποίησαν πρώτη την Νότια Κορέα, μια εκδοχή που η Μαλαισία έχει αρνηθεί, χωρίς να εξηγήσει όμως γιατί ειδοποίησε πρώτα την πρεσβεία της Νότιας Κορέας.
Με δεδομένο βέβαια ότι η δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το γεγονός ότι θα μπορούσε όντως η εντολή δολοφονίας να ήταν από την Πιονγκγιάνγκ ή ακόμα και το Πεκίνο, σε περίπτωση που ο Nam είχε πράγματι έρθει σε επαφή με πράκτορες της CIA σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα είδος «εξόριστης κυβέρνησης» υπό την άμεση επιτήρηση των ΗΠΑ.
Η δολοφονία ήταν η αφορμή για τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ να τοποθετήσει τη Βόρεια Κορέα, πίσω στη λίστα με τις χώρες που υποθάλπουν την τρομοκρατία και να επιβάλλει επιπλέον κυρώσεις ώστε να εμποδίσει την πρόσβαση της Πιονγκγιάνγκ στο τοξικό αέριο VX με το οποίο εικάζεται ότι δολοφονήθηκε ο Nam.
Οι εξελίξεις μετά τη δολοφονία ήταν αστραπιαίες. Τον Απρίλιο του 2017 οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοινώνουν την αποστολή του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Carl Vinson στην Κορεατική Χερσόνησο, η οποία συνοδευόταν από απειλές ότι θα ξεκινούσαν προληπτική επίθεση ενάντια στο Βορρά εάν η Πιονγκγιάνγκ διεξήγαγε έκτη πυρηνική δοκιμή.
Λίγες μέρες πριν, στις 7 Απριλίου, ο πρόεδρος Trump είχε διατάξει την εκτόξευση 59 πυραύλων Tomahawk εναντίον μιας αεροπορικής βάσης στη Συρία ως αντίποινα για την επίθεση με χημικά στο Khan Shaykhun. Τόσο αυτή η κίνηση, όσο και η χρήση της της «μητέρας όλων των βομβών» στο Αφγανιστάν από τους Αμερικανούς την ίδια περίοδο, θεωρήθηκαν ως έμμεσα μηνύματα εναντίον της Βόρειας Κορέας.
Η κατάσταση έδειξε να κλιμακώνεται επικίνδυνα όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 2017, η Βόρεια Κορέα πραγματοποίησε την έκτη πυρηνική δοκιμή. Μπορεί η δοκιμή αυτή να μην άλλαζε ουσιαστικά τίποτα στις ήδη διαμορφωμένες δυναμικές στην κορεατική χερσόνησο, όμως τα μέσα ενημέρωσης και οι διεθνείς αναλυτές βρήκαν μια ακόμα ευκαιρία να σπείρουν πανικό συζητώντας πλέον ανοιχτά το ενδεχόμενο ενός πυρηνικού πολέμου.
Ίσως η πιο φανερή συνέπεια της δοκιμής, να ήταν η αλλαγή της Κίνας, η οποία αποφάσισε να σκληρύνει πραγματικά την στάση της και τάχθηκε με τις ΗΠΑ, ψηφίζοντας ακόμα πιο αυστηρές κυρώσεις εναντίον της Πιονγκγιάνγκ. Τα νέα μέτρα τώρα χτυπούσαν όλες τις ζωτικής σημασίας δραστηριότητες για τη Βόρεια Κορέα, τις εξαγωγές λιγνίτη και υφασμάτων, που αποτελούσαν και τα μεγαλύτερο έσοδο της οικονομίας της χώρας. Η Κίνα, η οποία ελέγχει το 85% του εμπορίου με τη Βόρεια Κορέα, συμφώνησε να απαγορεύσει τη λειτουργία επιχειρήσεων βορειοκορεατικών συμφερόντων στην επικράτεια της και να σταματήσει την εισαγωγή μεταλλευμάτων και οστρακοειδών από τη Βόρεια Κορέα