Ντολόρες Ιμπαρούρι – Η Πασιονάρια του ισπανικού και παγκόσμιου προλεταριάτου
Αφιερωμένη από νεαρή ηλικία στο ισπανικό κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα, ακολούθησε την πολυκύμαντη πορεία του PCE από βασικό αιμοδότη του αγώνα των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, σε πρωταγωνιστή του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, το οποίο η ίδια με βαριά καρδιά ανέχτηκε.
«Δε θα περάσουν». Ένα σύνθημα που πέρασε στους αιώνες, συνδεδεμένο άρρηκτα με τη δωρική και επιβλητική συνάμα μορφή της Ντολόρες Ιμπαρούρι, εξίσου αν όχι περισσότερο γνωστή με το προσωνύμιο Πασιονάρια. Αφιερωμένη από νεαρή ηλικία στο ισπανικό κομμουνιστικό κι εργατικό κίνημα, ακολούθησε την πολυκύμαντη πορεία του PCE από βασικό αιμοδότη του αγώνα των Δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, σε πρωταγωνιστή του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος.
Η Ιμπαρούρι ήταν το όγδοο από 11 παιδιά του Αντόνιο Ιμπαρούρι και της συζύγου του Χουλιάνα Γκόμες, που δούλευαν ως εργάτες στα βασκικά ορυχεία. Μετά το σχολείο, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει στα 15 της, αν κι ονειρευόταν να γίνει δασκάλα, εργάστηκε ως υφάντρα κι αργότερα ως υπηρέτρια. Διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της κι έτσι απέκτησε σημαντική μόρφωση για γυναίκα της τάξης της.
Η μητέρα της ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη, κι όταν η Ντολόρες ήταν 10 ετών την πήγε για εξορκισμό. Η ίδια παραδίδει τον εξής διάλογο μαζί της: Είναι αλήθεια πως είμαστε όλοι παιδιά του Θεού;
-Αλήθεια είναι.
-Είμαστε όλοι αδέρφια;
-Όλοι.
-Αν λοιπόν είμαστε όλοι αδέρφια των – ανέφερα τα ονόματα εύπορων της πόλης – γιατί ο μπαμπάς πρέπει να πηγαίνει κάθε μέρα στη δουλειά, ακόμα κι όταν βρέχει, γιατί οι απατεώνες δεν πάνε για δουλειά και τα βγάζουν καλύτερα πέρα από μας;
Εκεί σταματούσαν οι γνώσεις θεολογίας της μητέρας μου κι εκείνη γεμάτη θυμό “Σιωπή! Τα παιδιά δεν πρέπει να ρωτάνε τέτοια πράγματα!». Ο πατέρας της από την άλλη, συνήθιζε να την στέλνει σε συγκεντρώσεις του Ισπανικού σοσιαλιστικού κόμματος. Εργαζόμενη ως σερβιτόρα στην πόλη Αρμπολέδα, όπου γνώρισε τον συνδικαλιστή και ιδρυτή της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Σομορόστρο Χουλιάν Ρουίς Γκαμπίνια, τον οποίο παντρεύτηκε το 1915, δυο χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Εκείνη την περίοδο, η Ιμπαρούρι ήρθε σε επαφή με τη μαρξιστική λογοτεχνία στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κέντρο του Σομορόστρο. Συμμετείχε σε απεργίες με το σύζυγό της, που το 1917 φυλακίστηκε για τη δράση του.
Άρχισε να χρησιμοποιεί το θρυλικό ψευδώνυμό της το 1918, στο πρώτο της άρθρο σε εργατική εφημερίδα, που δημοσιεύτηκε μες στη Μεγάλη Βδομάδα και στηλίτευε τη θρησκευτική υποκρισία. Έγινε μέλος του PCE το 1920 και μετά από δέκα χρόνια αναδείχθηκε στην Κεντρική του Επιτροπή, διάστημα στο οποίο γέννησε έξι παιδιά, από τα οποία έχασε τα τέσσερα σε πολύ μικρή ηλικία.
Το 1931 χώρισε από το σύζυγό της και μετακόμισε στη Μαδρίτη, αναλαμβάνοντας την έκδοση του κομματικού οργάνου «Mundo Obrero» και συνελήφθη δυο φορές εκείνη και την επόμενη χρονιά. Ασχολήθηκε με την πολιτική οργάνωση των κρατουμένων για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και καλύτερων συνθηκών κράτησης. Το 1933 επισκέφτηκε τη Μόσχα ως αντιπρόσωπος στη 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, που ασχολήθηκε με την φασιστική και πολεμική απειλή. Εντυπωσιάστηκε από τη Μόσχα: «Για μένα, που έβλεπα με τα μάτια της ψυχής» έγραφε αργότερα στην αυτοβιογραφία της «ήταν η πιο όμορφη πόλη στη γη. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού γινόταν από εκεί. Εκεί έπαιρναν μορφή τα επίγεια όνειρα ελευθερίας γενιών σκλάβων, περιθωριοποιημένων, υπηρετών, προλεταρίων. Από εκεί μπορούσε κανείς να πάρει και να αντιληφθεί την πορεία της ανθρωπότητας προς τον κομμουνισμό».
Στα τέλη του 1934 τέθηκε επικεφαλής τριμελούς ομάδας για τη ριψοκίνδυνη διάσωση εκατοντάδων παιδιών στην περιοχή Αστούριας προς τη Μαδρίτη, που λιμοκτονούσαν μετά την αποτυχημένη εξέγερση των μεταλλωρύχων. Τα παιδιά αυτά τελικά το 1935 απεστάλησαν στην ΕΣΣΔ, πληρώνοντας το τίμημα με μια βραχυχρόνια κράτησή της στις φυλακές της Σάμα ντε Λάνγκρε και του Οβιέδο.
Το 1936 φυλακίστηκε για τέταρτη φορά στη ζωή της, ενώ στις εκλογές του ίδιου χρόνιου που έφεραν το Λαϊκό Μέτωπο στην εξουσία, εξελέγη μοναδική βουλευτής του PCE. H πρώτη της ενέργεια ως βουλευτή ήταν να απελευθερώσει προσωπικά τους κρατούμενους από την εξέγερση των Αστουριών.
Στήριξε τους αγώνες απεργών της περιόδου και στήριξε φτωχούς ενοικιαστές που υφίσταντο έξωση στα περίχωρα της Μαδρίτης. Συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα, που σκόπευε να της αφιερώσει ποίημα, πριν τον προλάβει ο θάνατος στα χέρια των φασιστών του Φράνκο.
Από την πρώτη στιγμή του φρανκικού πραξικοπήματος η ίδια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της εμψύχωσης του λαού και των στρατιωτών της Δημοκρατίας, απευθύνοντας σειρά ομιλιών στο κρατικό ραδιόφωνο, όπου λάνσαρε και τα περίφημα συνθήματά της, όπως το «Νο πασαράν», «Καλύτερα να πεθαίνεις όρθιος παρά να ζεις γονατιστός» και «Πειθαρχία, Συγκράτηση, Επαγρύπνηση». Επισκεπτόταν όμως και τους στρατιώτες στο μέτωπο, προκαλώντας ιδιαίτερη αίσθηση με την πάντα μαυροντυμένη μορφή της, τη ρητορική της δεινότητα και το ακατάβλητο κουράγιο της.
To γεγονός πως η ΕΣΣΔ ήταν η μόνη ευρασιατική χώρα που παρείχε βοήθεια στην Ισπανική Δημοκρατία, ήταν κάτι που γέμιζε ευγνωμοσύνη την Ιμπαρούρι, που το 1937 την έκανε να γράφει για την περιφρόνησή της προς τις «δειλές» αστικές δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης που συνειδητά επέλεξαν την πολιτική της μη επέμβασης, βοηθώντας εμμέσως τους πραξικοπηματίες, εκθειάζοντας αντίστοιχα το «μεγάλο Στάλιν», τον «αγαπημένο ηγέτη του παγκόσμιου προλεταριάτου», που «έκανε να λάμπει το φως της λευτεριάς και της δικαιοσύνης».
Τις τελευταίες μέρες του πολέμου, λίγο πριν την οριστική κατάρρευση των δημοκρατικών δυνάμεων, κατέφυγε στη Μόσχα, όπου θα περνούσε τις επόμενες δεκαετίες, αρνούμενη μια πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο να ζήσει μόνιμα στην Κούβα, την οποία είχε επισκεφτεί το 1963. Το 1942 εξελέγη γγ του PCE, θέση που διατήρησε ως το 1960, ακολουθώντας φιλοσοβιετική πολιτική. Έλαβε σειρά διακρίσεων, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Λένιν. Είχε τη φήμη φανατικής «σταλινικής», έχοντας συναναστροφές μεταξύ άλλων, ακόμα και τη δεκαετία του ’60 με τον εκτελεστή του Τρότσκι και συμπατριώτη της Ραμόν Μερκαντέρ. Αυτό που εννοούσαν βέβαια όσοι χρησιμοποιούσαν τον όρο, ήταν η διστακτικότητα -όπως την αντιλαμβανόταν οι επικριτές της- της Ιμπαρούρι να υιοθετήσει τις εντεινόμενες παρεκκλίσεις τόσο στο σοβιετικό, όσο και στο ισπανικό κίνημα. Εν τέλει πάντως ευθυγραμμίστηκε με την διολίσθηση του ΚΚ Ισπανίας, υπό την ηγεσία πια του Σαντιάγο Καρίγιο, σε θέσεις που το 1977 θα απέληγαν κι επίσημα στην ίδρυση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος. Δείγματα αυτής της ευθυγράμμισης είναι η καταδίκη που εξέφρασε για την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, η απολογία της στον Τίτο ως εκπρόσωπος του PCE για το σχίσμα του 1948, αλλά και η αποδοχή των νέων πολιτικών του κόμματός της, που έγιναν εμφανέστερες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ισπανία. Επέστρεψε το 1977 στην πατρίδα της, όπου κι εκλέχθηκε βουλευτής.
Έφυγε από τη ζωή στις 16 Νοέμβρη 1989, λίγες μόνο μέρες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μια σύμπτωση που είχε τη δική της σημειολογία. Η σωρός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να αποτίουν φόρο τιμής στην Πασιονάρια, ενώ πάνδημη ήταν και η κηδεία της, με αρκετές πόλεις να κηρύσσουν δημόσιο τετραήμερο πένθος. Παρότι εξακολουθεί να θεωρείται ένα σεβαστό πρόσωπο της ισπανικής ιστορίας, τα τελευταία χρόνια υπάρχει προσπάθεις απάλειψης της μνήμης της σε αντικομμουνιστική βάση, με το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της Χώρας των Βάσκων να ζητά μετονομασία οδού προς τιμήν της, λόγω του “τρομαχτικού ρόλου” που έπαιξε η κομμουνίστρια ηγέτης στον Ισπανικό Εμφύλιο.