“Οι πόλεμοί σας, οι νεκροί μας!” – Τρία χρόνια από τις επιθέσεις στο Μπατακλάν του Παρισιού
Η επίθεση αξιοποιήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση για την επιβολή τρίμηνης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο όνομα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, οδηγώντας σε περιορισμό σημαντικών κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Συμπληρώνονται σήμερα τρία χρόνια από τις πολύνεκρες επιθέσεις τζιχαντιστών στο Παρίσι, που άφησαν πίσω τους εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες, δίνοντας ένα νέο άλλοθι για την σκλήρυνση της καταστολής και στρώνοντας ακόμα περισσότερο το έδαφος για την άνοδο της ακροδεξιάς, όχι μόνο με την κομματική της έκφραση, το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, αλλά και με τη διάδοση τέτοιων ιδεών, με επίκεντρο την ισλαμοφοβία, στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό φάσμα.
Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα στην πόλη, αλλά και στο προάστιο του Σαιν – Ντενί. Το Stade de France, που βρίσκεται εκεί, χτυπήθηκε από τρεις τρομοκράτες βομβιστές αυτοκτονίας στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα, αφήνοντας πίσω ένα νεκρό. Ακολούθησαν επιθέσεις με πυροβολισμούς και βομβιστές αυτοκτονίας σε πέντε καφέ και εστιατόρια της γαλλικής πρωτεύουσας, με μερικούς δεκάδες νεκρούς. Το αποκορύφωμα του εφιαλτικού χτυπήματος ήταν η αιματηρή επίθεση με όπλα στο θέατρο Μπατακλάν, όπου εκείνη την ώρα γινόταν συναυλία 1500 ατόμων του συγκροτήματος Eagles of Death Metal. H αστυνομία εισέβαλε στο χώρο, σκοτώνοντας κάποιους από τους δράστες, ενώ άλλοι αυτοανατινάχτηκαν τη στιγμή της εισβολής. 90 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Μπατακλάν, ενώ συνολικά οι νεκροί ανήλθαν σε 130 ανθρώπους. Εκατοντάδες ήταν και οι τραυματίες, 413 άνθρωποι εκ των οποίων οι 100 σοβαρά. Νεκροί έπεσαν και οχτώ από τους τρομοκράτες, με τις αρχές ασφαλείας να εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό των συνεργατών τους. Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Νοέμβρη, οι αστυνομικοί σκότωσαν σε έφοδο στο Σαιν Ντενί το φερόμενο εγκέφαλο των επιθέσεων, Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ, μαζί με τρεις συνεργάτες του.
Το συμβάν αυτό ήταν η πιο αιματηρή επίθεση που είχε ζήσει η Γαλλία μετά τον πόλεμο, και η δεύτερη πιο αιματηρή μετά την επίθεση στο μετρό της Μαδρίτης το 2004. Είχαν προηγηθεί την ίδια χρονιά οι επιθέσεις στο περιοδικό Charlie Hebdo, αλλά και σε εβραϊκό σουπερμάρκετ του Παρισιού, όπου συνολικά είχαν σκοτωθεί 17 άνθρωποι, ανάμεσά τους και αστυνομικοί. Τις στιγμές πανικού που έζησε η πόλη μετά τις επιθέσεις είχαν περιγράψει τότε και Έλληνες κάτοικοι του Παρισιού.
Την ευθύνη ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, υποστηρίζοντας πως επρόκειτο για αντίποινα στις γαλλικές αεροπορικές επιθέσεις κατά στόχων του ΙΚ στη Συρία και το Ιράκ, ενώ ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, έκανε λόγο για «πράξη πολέμου» από το ΙΚ. Σύμφωνα με την έρευνα που ακολούθησε, ο σχεδιασμός των επιθέσεων έγινε στη Συρία και οργανώθηκε από τρομοκρατικό πυρήνα στο Βέλγιο, ενώ οι περισσότεροι δράστες ήταν Γάλλοι ή Βέλγοι πολίτες, δυο ήταν Ιρακινοί κι ορισμένοι είχαν πολεμήσει ως τζιχαντιστές στη Συρία. Το γεγονός πως ένας εξ αυτών είχε καταγραφεί στη Λέρο ως πρόσφυγας περίπου ένα μήνα πριν τις επιθέσεις τροφοδότησε ένα κύμα αντιπροσφυγικής υστερίας στα ελληνικά ΜΜΕ.
Η επίθεση αξιοποιήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση για την επιβολή τρίμηνης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στο όνομα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, οδηγώντας σε περιορισμό σημαντικών κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Μεταξύ άλλων απαγορεύθηκαν οι διαδηλώσεις, ενώ επιτράπηκε στην αστυνομία να διεξάγει έρευνες χωρίς ένταλμα, να επιβάλει κατ’οίκον περιορισμό σε οποιονδήποτε χωρίς δίκη και να μπλοκάρει όσες ιστοσελίδες κρίνονταν πως υποβοηθούσαν την τρομοκρατία. Επιπλέον, η Γαλλία εκμεταλλεύτηκε το συμβάν για να δικαιολογήσει την ακόμα βαθύτερη εμπλοκή της στη Συρία, βομβαρδίζοντας θέσεις του ΙΚ στη Ράκα. Δυο συνθήματα που κυκλοφόρησαν εκείνες τις μέρες, στηλιτεύοντας την προσχηματική αξιοποίηση της τρομοκρατικής ενέργειας για την περιστολή των λαϊκών ελευθεριών ήταν τα: «Κράτος έκτακτης ανάγκης για να ξεχαστούν οι πολλές ανάγκες μας» και «Οι πόλεμοί σας, οι νεκροί μας».