Τζο Μακάρθι – Ο Μέγας Ιεροεξεταστής του αμερικανικού αντικομμουνισμού

Ο γερουσιαστής Ουισκόνσιν με το σταυροφορικό του μένος έδωσε μια νέα ποιότητα στο δεύτερο κύμα «κόκκινου τρόμου» που κατέκλυσε τις ΗΠΑ από τις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου.

Μπορεί ο Τζο Μακάρθι να μην εγκαινίασε τις ψυχροπολεμικές διώξεις κατά των κομμουνιστών στις ΗΠΑ, οι οποίες ήταν ήδη σε εξέλιξη κάποια χρόνια πριν ο ίδιος εμφανιστεί στο προσκήνιο, ο ίδιος όμως με το σταυροφορικό του μένος έδωσε μια νέα ποιότητα στο δεύτερο κύμα «κόκκινου τρόμου» (μετά το πρώτο τα χρόνια 1919-1921). Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως επρόκειτο για «προσωπικό του επίτευγμα», αλλά πως ο ζήλος του εναρμονίστηκε απόλυτα με την γενικότερη όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, και τις αυξημένες ανησυχίες μετά την απόκτηση της ατομικής βόμβας από την ΕΣΣΔ, την επικράτηση του Μάο στην Κίνα, και τον πόλεμο της Κορέας.

Ο Μακάρθι ήταν το πέμπτο από εφτά παιδιά Ιρλανδών αγροτών και γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908 στο Γκραντ Σουτ του Ουισκόνσιν. Διέκοψε για κάποια χρόνια το σχολείο για να βιοποριστεί, ανοίγοντας μεταξύ άλλων ορνιθοτροφείο και μπακάλικο. Το 1928 κατόρθωσε να πάρει το απολυτήριό του και σπούδασε στο πανεπιστήμιο Μαρκέτ. Άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος και το 1939 εξελέγη δικαστής κομητείας. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Αεροπορίας, φιλοτεχνώντας έντεχνα το προφίλ του σκληροτράχηλου πολεμιστή, περιλαμβανομένου ενός δήθεν τραυματισμού κι ενός πλαστού επαίνου ανδρείας.

Σε κάθε περίπτωση η προπαγανδιστική του αυτοπροβολή ήταν αποτελεσματική, καθώς στις εκλογές του 1946 εξελέγη γερουσιαστής Ουισκόνσιν με το ρεπουμπλικανικό κόμμα με 61,2% των ψήφων, αποτελώντας το νεότερο μέλος εκείνης της γερουσίας. Τα πρώτα χρόνια της θητείας του δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, καθώς διακρίθηκε κυρίως ως λομπίστας της  Pepsi (κάτι που του έδωσε το παρατσούκλι The Pepsi Cola Kid) και εργολαβικών εταιρειών. Η μοναδική στιγμή που «ξεχώρισε» ο Μακάρθι εκείνη την περίοδο, ήταν η επιμονή του στη μετατροπή των θανατικών ποινών στρατιωτών των Βάφεν Ες-Ες που είχαν διαπράξει τη σφαγή του Μalmedy κατά Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου. Εκείνη τη περίοδο, σύμφωνα με δημοσκόπηση μεταξύ δημοσιογράφων που κάλυπταν τη Γερουσία, ο Μακάρθι ανακηρύχθηκε «ο χειρότερος γερουσιαστής» εκείνης της θητείας.

 

Ήδη από το 1947 είχε ταχθεί υπέρ της απαγόρευσης του ΚΚ ΗΠΑ, προειδοποιώντας ότι η χώρα έχανε «τον πόλεμο κατά της Ρωσίας». Το άστρο του όμως έμελλε να ανατείλει στις αρχές του 1950, όταν σε συγκέντρωση γυναικών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ανακοίνωσε πως διέθετε λίστα 205 «μελών του κομμουνιστικού κόμματος», που, παρότι εν γνώσει του υπουργού εξωτερικών Ντιν Άτσεσον, «συνέχιζαν να δουλεύουν στο υπουργείο εξωτερικών και να καθορίζουν την πολιτική του».

Παρότι τέτοια λίστα δεν υφίστατο, με διάψευση του ίδιου του –εξίσου αντικομμουνιστή – Τρούμαν, οι πρόσφατες επιτυχίες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου είχαν προκαλέσει πανικό σε ευρύτατα τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας και ιδίως των ιθυνόντων της, καθιστώντας την αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων αναγκαία όσο ποτέ.

Η εκλογή του ρεπουμπλικάνου Ντουάιτ Άϊζενχάουερ το 1952 έδωσε νέα ώθηση στην εκστρατεία του Μακάρθι, που επανεξελέγη με 54%. Ο γερουσιαστής τοποθετήθηκε επικεφαλής της Επιτροπής Κυβερνητικών Επιχειρήσεων «GOC», όπου θεωρούνταν πως «δε θα προκαλούσε ζημιά», όπως το διατύπωναν συνάδελφοί του στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, που αντιπαθούσαν τον εριστικό του τρόπο, χωρίς να διαφωνούν στην πολιτική στόχευση.

Ο Μακάρθι πάντως δεν είχε σκοπό να περάσει στην αφάνεια, κι ως επικεφαλής της επιτροπής, η οποία ήταν σε άτυπο ανταγωνισμό με τη διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (HUAC) και το υπουργείο δικαιοσύνης,κάλεσε 653 «μάρτυρες», με στόχο την αποκάλυψη κομμουνιστών κα συμπαθούντων στην κυβέρνηση και τις υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, κλήθηκαν 653 «μάρτυρες» στην επιτροπή, που στην πραγματικότητα αντιμετωπίζονταν ως κατηγορούμενοι σε μια άτυπη δίκη, στην οποία τα ατομικά δικαιώματα συστηματικά παραβιάζονταν. Όσοι αρνούνταν είτε να αποκηρύξουν ανοιχτά οποιαδήποτε σχέση με τον κομμουνισμό, είτε να καταγγείλλουν άλλα άτομα, είχαν να αντιμετωπίσουν τη διαπόμπευση, καθώς τα ονόματά τους δίδονταν στη δημοσιότητα. Υπήρχαν και απόρρητες συνεδρίες της επιτροπής, (Executive Sessions) των οποίων τα πρακτικά δόθηκαν στη δημοσιότητα μόλις το 2003.

H επίθεση του Μακάρθι σε υψηλόβαθμους πολιτικούς υπαλλήλους, αλλά ιδίως σε μέλη των ενόπλων δυνάμεων, σήμανε την αρχή του τέλους του. Στα ΜΜΕ, που ως τότε σε μεγάλο βαθμό τον είχαν στηρίξει ή τουλάχιστον ανεχτεί, άρχισαν σταδιακά να πυκνώνουν οι κριτικές φωνές, όπως εκείνη του φιλελεύθερου δημοσιογράφου Έντουαρντ Μάροου (που αποτέλεσε και θέμα της ταινίας «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» του Τζωρτζ Κλούνεϊ), που μέσω της εκπομπής του See it now, άρχισε να αποδομεί τη δημόσια εικόνα, χρησιμοποιώντας κατά κόρον υλικό με τον ίδιο τον γερουσιαστή από τις μαγνητοσκοπημένες συνεδριάσεις της επιτροπής.

Ο ίδιος ο Άιζενχάουερ για πολύ καιρό δίσταζε να προχωρήσει σε δημόσια ρήξη με το Μακάρθι, μολονότι με πολύ δειλά βήματα άρχισε να αποστασιοποιείται από τις πιο ακραίες εκφάνσεις της δράσης του. Ο ίδιος ο γερουσιαστής άρχισε να θεωρεί την κυβέρνηση υπερβολικά μαλακή έναντι της κομμουνιστικής απειλής, έχοντας υποψίες ακόμα και για την “ιδεολογική καθαρότητα” του Αμερικανού προέδρου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι εν τέλει η πτώση της ισχύος του Μακάρθι προήλθε χάρη στην επιμονή των εσωκομματικών του αντιπάλων, που αντιλαμβανόταν ότι ο υστερικός αντικομμουνισμός του εν τέλει εξέθετε την αμερικανική κυβέρνηση και υπονόμευε την αξιοπιστία της αντισοβιετικής σταυροφορίας. Πρωταγωνιστής σε αυτή την εξέλιξη ήταν ο γερουσιαστής Ραλφ Φλάντερς, στον οποίο αποδίδεται η δήλωση πως διέκρινε ομοιότητες μεταξύ του μακαρθικού και χιτλερικού αντικομμουνισμού.

Μετά από αίτημα του Φλάντερ, συστάθηκε εξεταστική επιτροπή σε βάρος του Μακάρθι, που έληξε στις 2 Δεκέμβρη 1954 με καταδίκη του Μακάρθι με πλειοψηφία 67 ψήφων υπέρ και 22 κατά. Ο Μακάρθι παρέμεινε γερουσιαστής Ουισκόνσιν ως το τέλος της ζωής του, χάνοντας όμως την ηγεσία της GOC, ουσιαστικά απώλεσε τη βάση της επιρροής του, περνώντας στο πολιτικό περιθώριο.

Στις 28 Απρίλη 1957 μπήκε σε ναυτικό νοσοκομείο του Μαίρυλαντ, όπου εξέπνευσε λίγες μέρες μετά, στις 2 Μάη 1957, επισήμως λόγω «οξείας ηπατίτιδας», στην πραγματικότητα κατά πάσα πιθανότητα λόγω κίρρωσης του ήπατος, που οφειλόταν στο χρόνιο αλκοολισμό του.

Η πτώση και μετά ο θάνατος του Μακάρθι δε σήμανε πάντως το τέλος των αντικομμουνιστικών διώξεων, που συνεχίστηκαν με μειούμενη ένταση ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, για να να αναζωπυρωθούν, αν και συνήθως με πιο έμμεσους τρόπους, την περίοδο της άνθισης του κινήματος των Αφροαμερικανών και της αυξανόμενης εναντίωσης στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Μακάρθι χρησιμοποιήθηκε κάποιες φορές από την αστική ιστοριογραφία ως ένας βολικός αποκλειστικός ένοχος της καταστολής του μεταπολεμικού αμερικανικού κράτος, ενώ του έχει ασκηθεί και κριτική για την “αποτελεσματικότητά” του, με το επιχείρημα ότι “δεν ξεσκέπασε ούτε ένα σοβιετικό κατάσκοπο”. Υπάρχουν βέβαια και ιστορικοί που έχουν υποστηρίξει ανοιχτά το γερουσιαστή, θεωρώντας πως η δυσφήμηση του υποτιμά το μέγεθος του κομμουνιστικού κινδύνου την εποχή της δράσης του, και το εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων που δρούσε τότε στις ΗΠΑ.

Δύσκολες Νύχτες 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: