Ο Νοέμβρης του ΄73, η νεολαιίστικη διαμαρτυρία, το κοινωνικό υποκείμενο
Είναι η πρώτη φορά που η αντίδραση, η αντίσταση στη χούντα, ξεφεύγει από ομόκεντρους κύκλους αντιστασιακών ομάδων και μεταφέρεται σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, εμβολίζοντας σε επίπεδο καθημερινότητας τη «μικροαστική ιδεολογία» αλλά και τις νουθεσίες του αστικού κόσμου για συγκράτηση και «υπευθυνότητα».
Σε μεγάλο βαθμό η εξέγερση του Νοέμβρη του ΄73, («Πολυτεχνείο») αναδεικνύει τη νεολαία σε κοινωνικό υποκείμενο σηματοδώντας ουσιαστικά την απονομιμοποίηση, εν μέρει, και την πτώση της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Είναι η πρώτη φορά που η αντίδραση, η αντίσταση στη χούντα, ξεφεύγει από ομόκεντρους κύκλους αντιστασιακών ομάδων και μεταφέρεται σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, εμβολίζοντας σε επίπεδο καθημερινότητας τη «μικροαστική ιδεολογία» αλλά και τις νουθεσίες του αστικού κόσμου για συγκράτηση και «υπευθυνότητα». Ο κύριος παράγοντας, ο αστάθμητος παράγοντας, είναι η νεολαία. Κυρίως όμως η φοιτητική. Να λάβουμε υπόψη πως το ΚΚΕ είναι εκτός νόμου, -οι κομματικές του οργανώσεις στην Ελλάδα έχουν διαλυθεί-, ενώ το ΚΚΕ Εσωτερικού προσλαμβάνει περισσότερο με αισθητικούς όρους το πολιτικό («το ύφος και το ήθος της εξουσίας»), απονευρώνοντας το από τις ταξικές του αναφορές. Εξάλλου απευθύνεται πρωτίστως στα νέα μικροαστικά στρώματα με πολιτισμικό κεφάλαιο και διάθεση κοινωνικής ανέλιξης. Σε αυτή τη κατεύθυνση και σε αυτά τα στρώματα κινείται εν μέρει και το μεγαλύτερο μέρος της «εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς» (αριστεριστές, μαοϊκοί κ.ά.) που με το «Πολυτεχνείο» μπαίνουν στη πολιτική δημοσιότητα.
Όταν μιλάμε για τη νεολαία, εννοούμε μια διαταξική κοινωνική κατηγορία που στη συγκεκριμένη περίοδο (δεκαετίες ’60, ’70) γίνεται φορέας αλλαγών για τη κοινωνία, την εργασία, τον πολιτισμό κ.ο.κ. Αυτή γίνεται επίσης ευήκοος δέκτης μιας κριτικής στη κυριαρχία του λόγου. Ο ορθός λόγος έγινε, σύμφωνα με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, εργαλειακός, επειδή συμβάλλοντας στην αποικιοποιοποίηση των βιόκοσμων κοινωνικής αναπαραγωγής (ανθρώπινες σχέσεις, σεξουαλικές συμπεριφορές, οικογένεια κ.λπ.) απώλεσε το χειραφετητικό του περιεχόμενο. Eίναι μια περίοδος που η νεολαιίστικη διαμαρτυρία συναντά στις πύλες των εργοστασίων την εργατική διαμαρτυρία που προκαλείται από τη δυσφορία των εργατών με τους τεϊλορικούς διαχωρισμούς της εργασίας και τις εργοδοτικές πρακτικές (διευθυντική εργασία/εκτελεστική εργασία, αποειδίκευση της εργασίας κ.ο.κ.). Μαζί βγαίνει και ένας «αντικαπιταλιστικός» ρομαντισμός (βλ. Νέα Αριστερά, οικολόγοι κ.ά.) που εστιάζει στην έλλειψη αυθεντικότητας, φαντασίας και δημιουργικότητας αλλά και στην αλλοτρίωση που πάλι συναπαντιέται με τη κριτική του εργατικού κινήματος για την αλλοτρίωση της εργασίας.
Κατά κάποιο τρόπο η κριτική αυτή (από πλευράς των κινημάτων διαμαρτυρίας) περιγράφει ένα νέο εργασιακό ήθος που θα χαρακτηρίζει πλέον την εργασία των νέων μικροαστικών στρωμάτων (αυτονομία, εμπλουτισμός της εργασίας με υποκειμενικά στοιχεία κ.λπ.). Αυτή η κριτική θα περάσει στις νέες μορφές εργασίας, μεταξύ άλλων και στο μεταφορντισμό, που θα προαναγγείλουν, θέλοντας ουσιαστικά να αυξήσουν την ευελιξία της εργασίας, την άρση των τεϊλορικών διαχωρισμών και την επανασύνδεση της χειρωνακτικής με τη σχεδιαστική/διανοητική («πολυλειτουργικός εργαζόμενος»). Αν δεχτούμε μάλιστα τη θέση του Μ. Βέμπερ πως η προτεσταντική ηθική διαμόρφωσε (σε συνθήκες έλλειψης κεφαλαίων) το αντίστοιχο καταναλωτικό ήθος (εγκράτεια, ασκητισμός, αποταμίευση κ.λπ.) ώστε να διευκολυνθεί η κεφαλαιακή συσσώρευση (βλ. «επενδυτική συνείδηση»), σε συνθήκες πλεοναζόντων κεφαλαίων (κρίσης υπερσυσσώρευσης), ο ευδαιμονισμός της «κοινωνίας της αφθονίας» θα συγκροτεί το αντίστοιχο καταναλωτικό ήθος.
Ωστόσο η ανάδυση του νέου καταναλωτικού ήθους δεν μπορεί να γίνει σε συνθήκες περιορισμών των επιθυμιών του σώματος (ενσώματη εμπειρία) και του κοινωνικού ψυχισμού, πόσο μάλλον σε συνθήκες καταπίεσης και ανελευθερίας (όπως στην Ελλάδα) στο καιρό της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Επομένως ο εκδημοκρατισμός της κατανάλωσης αλλά και τρόπων ζωής και έκφρασης (σεξουαλικές πρακτικές, «εσωτερικές» εμπειρίες, «φροντίδα του εαυτού» κ.λπ.) αλλά και καταναλωτικών πρακτικών (μουσική, ένδυση, στιλ συμπεριφοράς κ.λπ.), προϋποθέτει τον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος για να χωρέσουν και να ικανοποιηθούν νεότευκτες ανάγκες και επιθυμίες. Αυτά (επιθυμίας, αξίες κ.λπ.) πρέπει να ρευστοποιηθούν και να εκφραστούν με φορείς τα νέα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό, πόλεων κ.λπ.). Μέρος της κοινωνικής διαμαρτυρίας βάλλει επίσης κατά του «ασκητικού» καταναλωτισμού και της «συλλογικής κατανάλωσης» (βλ. δημόσια αγαθά) του κράτους πρόνοιας (μαζική παραγωγή/μαζική κατανάλωση) ενώ αμφισβητείται ο παρωχημένος αστικός τρόπος ζωής με τις αναστολές και το πουριτανισμό της.
Αν θέσει κανείς κατ’ αυτό τον τρόπο το ζήτημα φαίνεται πως μόνο κοινωνικές ομάδες που μπορούν να «διαφύγουν» των δομικών καθορισμών (φοιτητές, καλλιτέχνες κ.ά.), -για τον Μ. Φουκώ το κοινωνικό περιθώριο («τρελλοί», «φυλακισμένοι» κ.λπ.)- δύνανται να γίνουν φορείς μιας απελευθερωτικής φαντασίας και να κάνουν τη «μεγάλη άρνηση» (Χ. Μαρκούζε). Να αναδειχτούν δηλαδή σε κοινωνικό υποκείμενο, πόσο μάλλον όταν η εργατική τάξη, σύμφωνα με αυτές τις προσεγγίσεις (φροϋδομαρξιστικές) έχει μικροαστικοποιηθεί. Στο βαθμό μάλιστα που φορέας αυτής της απελευθερωτικής φαντασίας γίνονται εργαζόμενοι στη σχεδιαστική-δημιουργική εργασία, στη τέχνη, στη διανοητική εργασία κ.ά. το κοινωνικό υποκείμενο ορίζεται με ελιτίστικους όρους. Πως και που θα αναπτύξει φαντασία και δημιουργικότητα ο εργάτης που κάνει εκτελεστική εργασία, ρουτινιάρικη εργασία; Αυτή (η απελευθερωτική φαντασία) περιορίζεται εκ των πραγμάτων στους φορείς του πολιτισμικού κεφαλαίου, όπως το θέτει ο Π. Μπουρντιέ, που διαθέτουν εξαιτίας της ταξικής τους θέσης (εκτός της φαντασίας) τις απαραίτητες πρακτικές πρόσληψης (κατανάλωσης) της τέχνης αλλά και τα ομόλογα Habitus (έξεις/προδιαθέσεις) για να αξιολογήσουν (να καταναλώσουν) τα πράγματα (βιβλία, έργα τέχνης, είδη μουσικής κ.ά.).
Παρόλα αυτά είναι πάλι η κατανάλωση, -αν όχι με εργαλειακούς, όμως με αισθητικούς όρους-, που επωμίζεται και εδώ τη λειτουργία υπέρβασης της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, κρίση που στο κεϋνσιανό παράδειγμα ερμηνεύεται ως κρίση υποκατανάλωσης. Η κατανάλωση θα αναζωπυρώσει τη ζήτηση για εμπορεύματα. Με αυτή την έννοια είναι πάλι η οικονομία (ρύθμιση παραγωγής-κατανάλωσης) που σε συνάρτηση με τη ταξική πάλη παραχωρεί ως «δομούσα δομή» μια σχετική αυτονομία στο πολιτικό-πολιτισμικό στοιχείο (νεολαία, φεμινιστικό κίνημα κ.λπ.). Αυτή την αυτονομία στη σφαίρα της πολιτικής, του πολιτισμού, της κατανάλωσης, της οικολογίας κ.ο.κ. (σφαίρα κοινωνικής αναπαραγωγής), όπως παραπάνω την ορίσαμε, διεκδικεί το νεολαιίστικο κίνημα, όπως και τα άλλα (νέα κοινωνικά κινήματα), αυτή την περίοδο (Μάης ΄68 κ.λπ.). Αυτή η αυτονομία προβάλλεται επίσης ως η κατ’ εξοχήν συγκροτητική πράξη των κοινωνικών υποκειμένων, επικαλύπτοντας τη σφαίρα παραγωγής, μιας και η εργατική τάξη ετεροπροσδιορίζεται.
Βεβαίως αυτά σε επίπεδο θεωρητικοποίησης του ζητήματος. Η ιστορικότητα της νεολαιίστικης διαμαρτυρίας στην Ελλάδα αφορά γενεακούς και βιωματικούς κύκλους που βγάζουν μέσα από συνέχειες και ασυνέχειες εδώ (Νοέμβρης του ΄73, ΕΠΟΝ, καταστολή, Λαμπράκηδες κ.λπ.) ) ενώ σχετίζεται άμεσα με την ίδια τη συγκρότηση και σύνθεση της νεολαίας και του φοιτητικού σώματος (μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης). Αφορά επίσης κοινωνικο-οικονομικές και ανθρωπογεωγραφικές ανακατατάξεις (εκβιομηχάνιση, μετανάστευση, «αστυφιλία» κ.λπ.) που διαμορφώνουν μια άλλη κοινωνική δομή (προλεταριοποίηση, γενίκευση της μισθωτοποίησης, νέα μικροαστικά στρώματα κ.λπ.). Αφορά πάλι μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας (εργατικές απεργίες ΄60, αντιπολεμικό-πασιφιστικό κίνημα κ.λπ.) αλλά και εκδοτικές δραστηριότητες όπως και κοινωνικό-αισθητικές ανησυχίες. Ωστόσο ο Νοέμβρης του ΄73 φαίνεται να λειτουργεί, για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ’40, καταλυτικά, ως «συμβάν». Όπως όλες οι αυθόρμητες εξεγέρσεις με διαταξική (ριζωματική) βάση αυτοπροσδιορίζεται αντλώντας πρωτίστως τη δυναμική του στη συγκυρία(στρατιωτική δικτατορία, ανάμειξη ΗΠΑ κ.λπ.). Εδώ θα εκβάλλουν όλα τα υπόγεια ρεύματα, όλες οι συγκαιρινές εικαστικές «ετεροτοπίες» (κινηματογράφος, θέατρο, μουσική κ.λπ.) που μαζί με τη νεολαιίστικη διαμαρτυρία ταρακουνάνε την ελληνική κοινωνία, «την ανοχή των πολυκατοικιών» και «τη σιωπηλή πλειοψηφία» (Μ. Δούκα, Αρχαία Σκουριά). Κατά κάποιο τρόπο η νεολαιίστικη-φοιτητική διαμαρτυρία ρευστοποεί, -τη στιγμή που η εργατική τάξη είναι και πολιτικά «ακέφαλη»-, και μετασχηματίζει την κοινωνική δυναμική που η ίδια η κοινωνική εξέλιξη εμπεριέχει (οικονομική ανάπτυξη, βιοτικό επίπεδο, αλλαγές στη κοινωνική δομή κ.λπ.) ανοίγοντας ουσιαστικά το κύκλο της Μεταπολίτευσης. Με αυτή την έννοια η νεολαιίστική διαμαρτυρία γίνεται πρόδρομος και φορέας νεωτεριστικών αντιλήψεων για τη κοινωνία, την εργασία και το πολιτισμό, προσφέροντας μια βάση υποκειμενικοποίησης (δόμησης ταυτοτήτων), κυρίως νέων μικροαστικών στρωμάτων.