Βασικά ζητήματα που αφορούν την εξάρτηση από ψυχοδραστικές ουσίες
Με αφορμή την 26η του Ιούνη, Ημέρα κατά των Ναρκωτικών
Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι να θίξει ορισμένες ουσιώδεις πλευρές του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης από ψυχοδραστικές ουσίες και να βοηθήσει έτσι στην αντιμετώπιση επιχειρημάτων -από μερίδα επιστημόνων, πολιτικών, διανοουμένων της αστικής τάξης- που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις προσπάθειες διαιώνισης των αιτιών που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα.
του Τμήματος κατά των ναρκωτικών της ΚΕ του ΚΚΕ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι να θίξει ορισμένες ουσιώδεις πλευρές του κοινωνικού φαινομένου της εξάρτησης από ψυχοδραστικές ουσίες και να βοηθήσει έτσι στην αντιμετώπιση επιχειρημάτων -από μερίδα επιστημόνων, πολιτικών, διανοουμένων της αστικής τάξης- που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις προσπάθειες διαιώνισης των αιτιών που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα.
Υπάρχει ένα σύνολο απόψεων που έχουν σαν ιδεολογική βάση τον ιδεαλισμό και προσεγγίζουν τη χρήση και την εξάρτηση μ’ ένα μονοσήμαντο τρόπο.
Αμεσο αποτέλεσμα αυτών των προσεγγίσεων είναι: ο βιολογισμός (δηλαδή η επικέντρωση στη βιολογική πλευρά του προβλήματος), ο κοινωνιολογισμός (δηλαδή το πρόβλημα είναι μόνο κοινωνικό), η ψυχολογικοποίηση (δηλαδή το πρόβλημα είναι μόνο ψυχολογικό), η ψυχιατρικοποίηση (δηλαδή το πρόβλημα είναι μόνο ιατρικό), οι πολυπαραγοντικές απόψεις του μηχανιστικού υλισμού που εκφράζονται κυρίως με το νεοθετικισμό (δηλαδή το πρόβλημα είναι βιο-ψυχο-κοινωνικό) και επικεντρώνουν την προσοχή μόνο στο σύμπτωμα της εξάρτησης χωρίς να φτάνουν στην πραγματική αιτία που βρίσκεται στις σχέσεις παραγωγής. Κλασικό παράδειγμα των τελευταίων απόψεων είναι η «συστημική» (δηλαδή, η βιο-ψυχο-κοινωνική σχέση εκλαμβάνεται σαν σύστημα που μελετάται ξεκομμένα από το γενικότερο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα), που επικεντρώνει κύρια στην οικογένεια, αφήνοντας ουσιαστικά απέξω όλες τις άλλες παραμέτρους του προβλήματος.
Για το διαλεκτικό υλισμό η εξάρτηση είναι ένα κοινωνικό φαινόμενo κρίσης, με την έννοια μιας πολυαιτιότητας (οι αιτίες είναι πολλές: κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, ψυχολογικές, ιστορικές κλπ.), που παράγεται και αναπαράγεται από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας. Από αυτή την άποψη η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα του ίδιου του καπιταλισμού και κατά συνέπεια φαινόμενο των δύο τελευταίων αιώνων (περίπου).
Αυτές οι κοινωνικο-οικονομικές αιτίες δημιουργούν επίσης όλες εκείνες τις συνθήκες ανάπτυξης μιας «κουλτούρας της παρακμής», που άμεσα ή έμμεσα προβάλλει -μεταξύ άλλων- την «ανάγκη» της φυγής, σαν «μόδα» και «τρόπο ζωής», από μια κοινωνία που είναι έτοιμη να συνθλίψει το νέο άνθρωπο.
Παγιδευμένοι οι νέοι από την αίσθηση μιας «ψευδοάρνησης» του κατεστημένου, σπρώχνονται σε μια πράξη φυγής και μέσα από μια στρεβλή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας βιώνουν τη χρήση και την εξάρτηση σαν πράξη αντίστασης. Ετσι δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά κανείς πως υπάρχει καλή και κακή χρήση. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι μια πρόταση φυγής προς τη συστηματική χρήση και την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακραία μορφή αλλοτρίωσης που καθορίζει επίσης και τον χαρακτήρα της σχέσης του ατόμου με την κοινωνία.
Η ανεργία, η πολιτιστική και οικονομική φτώχεια, οι ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση και τη ζωή καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση και το χαρακτήρα της τραγωδίας των ναρκωτικών που έχει πάρει επιδημικές διαστάσεις. Ο χαρακτήρας αυτός είναι ταξικός. Τα ναρκωτικά είναι πρόβλημα των καπιταλιστικών ταξικών κοινωνιών.
Ταυτόχρονα, η διακίνηση των ναρκωτικών έχει γίνει μια τεράστια «παραοικονομική» επιχείρηση που είναι η άλλη όψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα κέρδη αυτής της επιχείρησης είναι τεράστια. Υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 500 δισ. δολάρια ετησίως.
Το πρόβλημα λοιπόν της τοξικομανίας είναι αντιμετωπίσιμο; Είναι σαφές πως η τοξικομανία σαν κοινωνικό φαινόμενο θα αντιμετωπιστεί ριζικά, μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού.Ο τοξικομανής όμως σαν μεμονωμένη περίπτωση μπορεί να αντιμετωπιστεί και να γίνει καλά. Η τοξικομανία θα αντιμετωπίζεται ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος για μια άλλη κοινωνία σοσιαλιστική.
Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζει η αστική τάξη και σε πολιτικό επίπεδο την εκφράζει κατά καιρούς με τις πολιτικές της «νομιμοποίησης», της «καταστολής», των «υποκατάστατων», του «περιορισμού της βλάβης» (ολλανδικό μοντέλο), του «διαχωρισμού» των ναρκωτικών σε «σκληρά-μαλακά». Αυτές οι πολιτικές στοχεύουν στη διαχείριση του προβλήματος, μιας και η ριζική αντιμετώπισή του συνδέεται άμεσα με την ανατροπή της ίδιας της αστικής τάξης και του καπιταλισμού.
Τα ναρκωτικά είναι επίσης ένα ισχυρό όπλο κοινωνικού ελέγχου στα χέρια των αστών, με στόχο τη διασφάλιση της κυριαρχίας τους σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Ενα όπλο που έχει σαν στόχο τη φθορά των συνειδήσεων όλο και μεγαλύτερου αριθμού ατόμων. Από αυτή την άποψη πρόκειται και για ένα ισχυρότατο μέσο «καταστολής» και κοινωνικού ελέγχου.
Ο ρόλος του αστικού κράτους είναι ρόλος αναπαραγωγής του φαινομένου της τοξικομανίας. Η έλλειψη κεντρικής στρατηγικής σε ζητήματα πρόληψης – θεραπείας – κοινωνικής επανένταξης επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Τα αστικά κόμματα σε ρόλο -μεταξύ άλλων- ανάδειξης και εκπαίδευσης πολιτικών υπαλλήλων της αστικής τάξης, επεξεργάζονται θέσεις που ανάλογα με το εάν είναι στην εξουσία ή όχι γίνονται νομικό καθεστώς που «διασφαλίζει» την ασύδοτη δράση των ναρκωκυκλωμάτων, τη διαφθορά και την εγκληματικότητα.
Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΣΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Τι είναι η τοξικομανία; Ποια τα χαρακτηριστικά της; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, εξαρτάται από την κοσμοαντίληψή μας. Η επιστημονική μέθοδος προσέγγισης του κόσμου καθορίζει την ίδια την κοσμοαντίληψη και επηρεάζει ακόμα και την κατεύθυνση της επιστήμης. Στις μέρες μας γινόμαστε όλοι μάρτυρες μιας γενικευμένης κρίσης που αγγίζει όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και αντανακλάται σε όλες τις μορφές της ανθρώπινης συνείδησης.
Η επιστήμη που είναι μια από τις μορφές της ανθρώπινης συνείδησης (όπως η τέχνη κλπ.), αντανακλά με το δικό της τρόπο αυτή την κρίση. Σκοπός μας δεν είναι να μιλήσουμε για την κρίση και για το πώς αυτή προσδιορίζεται. Είναι όμως αναγκαίο να δούμε μια πλευρά -μεταξύ άλλων- της κρίσης της επιστήμης που έχει άμεση σχέση με την προσέγγιση του προβλήματος της τοξικομανίας.
Ενα από τα αποτελέσματα που η γενικευμένη κοινωνικο-οικονομική κρίση έχει στον άνθρωπο είναι η αλλοτρίωση. Πρόκειται πρώτα απ’ όλα για έναν άνθρωπο που έχει χάσει όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τον ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη Στην πράξη αυτό που συμβαίνει είναι η ρήξη της ενότητας της ανθρώπινης ουσίας που είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Υπάρχει ένα είδος αναρχίας στις ανθρώπινες λειτουργίες οι οποίες υποβιβάζονται σε επιμέρους, αποσπασματικές και ασυντόνιστες πραγματικότητες (π.χ. το φαινόμενο «Γιάπις» όπου η ικανότητα διαχωρίζεται τεχνητά από την προσωπικότητα, δηλαδή ενδιαφέρει η ικανότητα ανεξάρτητα από την προσωπικότητα), χάνοντας την καθολικότητά τους.
Η αλλοτριωμένη ανθρώπινη συνείδηση είναι λοιπόν αποσπασματική και έχει χάσει την καθολικότητά της. Οι επιμέρους μορφές της δε συνδέονται μεταξύ τους, είναι ασυντόνιστες και κυριαρχεί το επιμέρους, το ειδικό. Σε αυτές τις συνθήκες η τάση είναι να περνάμε το γενικό από το ειδικό, να ερμηνεύουμε το γενικό με βάση το ειδικό. Αυτή η αντιδιαλεκτική μέθοδος προσέγγισης του κόσμου οδηγεί στον ιδεαλιστικό διαχωρισμό της επιστήμης από τη φιλοσοφία, αφού η τελευταία που είναι η γενική θεώρηση του κόσμου δε θεωρείται αναγκαία για την κατανόησή του. Ετσι, μέσα από μια ιδεαλιστική αυθαιρεσία, η φιλοσοφία αντικαθίσταται από την επιστήμη (βλ. νεοθετικισμό).
Πώς εκφράζεται αυτό στην προσέγγιση του προβλήματος της εξάρτησης; Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πούμε πως η εξάρτηση είναι ένα ανθρώπινο φαινόμενο που αφορά όλες τις παραμέτρους της ανθρώπινης ύπαρξης (βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές κλπ.). Η εξάρτηση εκφράζεται μέσα από μια κοινωνική συμπεριφορά αναζήτησης μιας ουσίας.
Για την κατανόηση αυτού του πολυπαραγοντικού φαινομένου απαιτείται μια διεπιστημονική προσέγγιση. Αρκετές επιστήμες, όπως η ιατρική, η ψυχολογία, η φαρμακολογία, η κοινωνιολογία κλπ., μελετούν -η κάθε μια από την πλευρά της- το πρόβλημα των ναρκωτικών. Αυτές οι επιμέρους και αποσπασματικές προσεγγίσεις μέσα στα πλαίσια της αλλοτριωμένης επιστήμης χάνουν τον καθολικό τους χαρακτήρα, αφού έχουν διαχωριστεί από τη φιλοσοφία και άρα τη δυνατότητα μιας σφαιρικής δια -και ενδο- επιστημονικής επικοινωνίας και εξαντλούνται στη μερικότητα της μιας ή της άλλης επιστήμης. Ετσι, από την πλευρά της ιατρικής, η εξάρτηση ιατρικοποιείται και θεωρείται νόσος που, επειδή μάλιστα δεν αντιμετωπίζεται, χαρακτηρίζεται σαν ανίατη, από την πλευρά της ψυχολογίας ψυχολογικοποιείται κλπ. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται τόσο η μετάθεση των προβληματισμών από το κοινωνικό στο ιατρικό ή ψυχολογικό κλπ. επίπεδο, όσο και η αλλαγή του περιεχομένου τους.
Σαν άμεσο αποτέλεσμα έχουμε τη συσκότιση των αιτιών που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα.
Η τοξικομανία και ο αλκοολισμός είναι κοινωνικά φαινόμενα και κατά συνέπεια τα αίτια που τα καθορίζουν είναι επίσης κοινωνικά και οικονομικά. Η εμφάνισή τους συνδέεται, μεταξύ άλλων με τον καπιταλισμό, τη δημιουργία του προλεταριάτου και τη μαζική συσσώρευσή του στα βιομηχανικά κέντρα, καθώς και με τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης. Στην αρχή τα ναρκωτικά και το αλκοόλ αφορούσαν κυρίως τμήματα του νεοδημιουργηθέντος προλεταριάτου και σχετίζονταν με τις συνθήκες ζωής και εργασίας του.
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και το βάθεμα της κρίσης δημιουργούν τις προϋποθέσεις εξάπλωσης του φαινομένου που παίρνει επιδημικές διαστάσεις. Αφορά τη λειτουργία του συνόλου της κοινωνίας και αντανακλά την κρίση του αλλοτριωμένου ατόμου, μέσα από ένα τρόπο ζωής που τον χαρακτηρίζει η φυγή από την κοινωνική, την προσωπική και φυσική πραγματικότητα.
Διαπλέκεται επίσης με όλους εκείνους τους παράγοντες που προκύπτουν από τις εσωκαπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Ο Ενγκελς αναφέρει («Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»), τη χρήση παραγώγων του οπίου από τα νεοδημιουργηθέντα προλεταριακά στρώματα, με σκοπό να αντέξουν τις εξοντωτικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στα βιομηχανικά κέντρα. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αμερική. Στα τέλη του 19ου αιώνα Μαύροι, Κινέζοι, Πορτορικανοί κ.ά. χρησιμοποιούν το όπιο για να αντέξουν τις άθλιες συνθήκες ζωής που επικρατούν στα γκέτο.
Αλλωστε οι όροι «τοξικομανία» και «αλκοολισμός» χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 19ο αιώνα, για να περιγράψουν καταστάσεις που έχουν μια ιατρική αλλά και μια νομική πλευρά σηματοδοτώντας καταστάσεις που αφορούσαν την υγεία, τη ζωή του ατόμου όσο και τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Η εξάρτηση από ουσίες είναι ουσιαστικά κοινωνικό φαινόμενο στο οποίο ενέχονται πολλοί παράγοντες (οικογένεια, κοινωνία, κουλτούρα, οικονομική κατάσταση κλπ.). Τρεις βασικοί άξονες καθορίζουν το πλαίσιο αυτών των παραγόντων. Ο πρώτος άξονας αφορά την προσωπικότητα, ο δεύτερος τη συνάντηση με μια ουσία και ο τρίτος την κοινωνικοπολιτική στιγμή κατά την οποία συμβαίνει η συνάντηση της προσωπικότητας με την ουσία.
ΧΡΗΣΗ – ΕΞΑΡΤΗΣΗ
Τόσο ο όρος χρήση όσο και ο όρος εξάρτηση υποδηλώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, που αποκτούν νόημα σ’ ένα συγκεκριμένο επίσης κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο. Η χρήση για παράδειγμα ψυχοτρόπων ουσιών χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στο σύνολό τους αυτές οι χρήσεις ήταν μέρος μιας συλλογικής λειτουργίας μέσα σ’ ένα γενικότερο πολιτιστικό πλαίσιο, όπου ο τελετουργικός ή μη χαρακτήρας τους (π.χ. μύηση των εφήβων στην ενήλικη ζωή) στόχευε στην ενδυνάμωση των δεσμών της συγκεκριμένης κοινωνίας. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν μέρος της κοινωνικής ζωής. Αντίθετα σήμερα αποτελεί ένα φαινόμενο ακραίας εξατομίκευσης.
Από αυτή την άποψη η ταύτιση των δύο εννοιών δημιουργεί μια τάση αποϊστορικοποίησης του φαινομένου της εξάρτησης και ανοίγει το δρόμο για την αναζήτηση τρόπων διαχείρισης του φαινομένου προς όφελος τελικά του ίδιου του συστήματος.
Η εξάρτηση διαφέρει από τη χρήση τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Σαν κοινωνικό φαινόμενο, η εμφάνισή του συνδέεται με την άνοδο του καπιταλισμού και τη μαζική μετακίνηση και εγκατάσταση στις πόλεις του νεοδημιουργηθέντος προλεταριάτου. Η επέκτασή του, με τις τρομακτικές διαστάσεις που έχει πάρει στις μέρες μας, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, σε αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες χώρες συνδέεται στενά με την ίδια την κοινωνική και οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Η τοξικομανία είναι ένας τρόπος ζωής, που έχει σαν επίκεντρο την ουσία, υποτάσσοντας ολοκληρωτικά την ύπαρξη του ατόμου στην αναζήτηση και την εξασφάλιση της δόσης του, σε βάρος οποιασδήποτε άλλης ανάγκης, σχέσης ή δραστηριότητας.
Οφείλουμε να τονίσουμε πως τα αίτια που οδηγούν τόσο στη χρήση όσο και στην εξάρτηση είναι κοινά. Τα άτομα που θα περάσουν από τη χρήση στη συστηματική χρήση και στην εξάρτηση σαν τρόπο ζωής, είναι τα άτομα με την πλέον ευάλωτη προσωπικότητα.
Αυτό που συντελείται στην εξάρτηση είναι μια διαδικασία απώλειας της καθαρά ανθρώπινης, δηλαδή της κοινωνικής φύσης του ατόμου. Στην πραγματικότητα, η τοξικομανία είναι αποτέλεσμα της πλήρους αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του, το συνάνθρωπό του και την κοινωνία.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΝΕΟΙ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΟΥΣΙΕΣ;
«Οι νέοι στρέφονται στα ναρκωτικά γιατί είναι απαγορευμένα». Αυτό ισχυρίζονται αυτοί που εκπροσωπούν την τάση της αντιαπαγορευτικής πολιτικής. Ισχυρίζονται επίσης ότι οι νέοι γίνονται τοξικομανείς από περιέργεια και γιατί τους ελκύει το απαγορευμένο.
Στην επίσημη πολιτική των ΗΠΑ υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη των ναρκωτικών είναι η αιτία της τοξικομανίας. Η άποψη αυτή συνοψίζεται στο σύνθημα «πόλεμο στα ναρκωτικά» και δίνει το βάρος στην καταστολή.
Αλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι ο τοξικομανής είναι άρρωστος και άλλες ότι υπάρχει ένα βιολογικό υπόβαθρο που οδηγεί στην τοξικομανία.
Τι τελικά ισχύει από όλα αυτά; Είναι δυνατόν να εξαντλείται η τοξικομανία στην ύπαρξη των ναρκωτικών, στην περιέργεια, τη μίμηση, την έλξη των απαγορευμένων ή σε καθαρά ιατρικούς και βιολογικούς ή ψυχολογικούς λόγους;
Είναι δυνατόν να ευθύνεται κάποιο γονίδιο ή αντίστοιχα η έλλειψη κάποιας ουσίας στον εγκέφαλο; (π.χ. ενδορφίνη, όπως μερικοί ισχυρίζονται).
Σίγουρα η περιέργεια και η μίμηση ή η έλξη του απαγορευμένου είναι παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν έναν ορισμένο αριθμό νέων ανθρώπων στο να δοκιμάσει ναρκωτικά, αλλά δεν είναι επαρκείς παράγοντες για να οδηγήσουν αυτούς τους νέους στην εξάρτηση. Από όλους όσους δοκιμάζουν, μόνον ένα μικρό ποσοστό θα περάσει από τη χρήση στη συστηματική χρήση και την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής.
Πρόκειται για τους νέους με την πιο ευάλωτη και ελλειμματική προσωπικότητα, με τεράστια εσωτερικά κενά, για τους νέους που δυσφορούν μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που αντανακλά τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική και πολιτική κρίση. Σε αυτές τις συνθήκες ο νέος άνθρωπος «επιλέγει» με ανελεύθερο τρόπο ορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές αναζήτησης μιας ουσίας νόμιμης ή παράνομης. Αυτές οι ουσίες είναι ένα μέσο φυγής του νέου από μια αφόρητα αδιέξοδη προσωπική και κοινωνική πραγματικότητα. Μέσα από τις ουσίες ψάχνει αυτά που έχει ανάγκη: ένα κοινωνικό ρόλο, στοιχεία μιας κοινωνικής ταυτότητας, μια θέση έστω και σε μια περιθωριακή ομάδα, την αντίσταση ενάντια στο κατεστημένο και τους εκφραστές του. Προσπαθεί να αντέξει την αδιαφορία μιας ατομικιστικής κοινωνίας, να ξεφύγει από τον εαυτό του, να υποφέρει λιγότερο από την εσωτερική του οδύνη, να αποφύγει την πραγματικότητα που διακηρύσσει το τέλος της Ιστορίας και το δικό του τέλος σαν ιστορικό υποκείμενο και που τη βιώνει σαν εφιάλτη.
Στο σημερινό άνθρωπο υπάρχει μια τεράστια αίσθηση έλλειψης του κοινωνικού είναι. Αυτή η έλλειψη υποκαθίσταται τεχνητά με κοινωνικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από την αποξένωση, τον ατομικισμό, την υποκρισία, τη διαμεσολάβηση των ανθρωπίνων σχέσεων από το χρήμα, την έλλειψη αξιών, τον καταναλωτισμό, την πολιτιστική και συναισθηματική φτώχεια. Από αυτή την άποψη, μέσα στη τοξικομανία εκφράζεται με ακραίο τρόπο ο σημερινός αστικός πολιτισμός της παρακμής.
ΝΑΡΚΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑ – ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ
Η ουσία του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μέσα στη μη αλλοτριωμένη εργασία του, στην ελεύθερη δημιουργία, την εκπλήρωση όλων των δυνατοτήτων και των αναγκών του, στην κοινωνική ατομικότητα.
Σύμφωνα με το Μαρξ, «η ουσία του ανθρώπου ανάγεται στο σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων».
Σε διαφορετική περίπτωση, αλλοτριωμένες ανάγκες δημιουργούν αλλοτριωμένα συστήματα αξιών, μέσα στη γενικότερη ανάγκη συσσώρευσης του κεφαλαίου, έτσι ώστε «κάθε άτομο μηχανεύεται τη δημιουργία μιας νέας ανάγκης στον άλλο, με σκοπό να τον υποχρεώσει να κάνει μια νέα θυσία, τοποθετώντας τον σε μια νέα εξάρτηση, η δε επέκταση της παραγωγής και των αναγκών γίνεται ο εφευρετικός και παντοτινός υπολογίσιμος δούλος στις απάνθρωπα εκλεπτυσμένες, αφύσικες και φαντασιωσικές ορέξεις».
Τα «προφητικά» αυτά λόγια του Μαρξ προσδιορίζουν επίσης το πλαίσιο μιας κουλτούρας και ενός τρόπου ζωής, που αναπόφευκτα οδηγεί μεγάλη μερίδα των νέων ανθρώπων στα ναρκωτικά. Οσο το άτομο «κόβει τους δεσμούς του από τη φύση και την καθαρά ανθρώπινη κοινωνική φύση του», τόσο υποτάσσεται στο «φυσικό νόμο της πραγμοποίησης», όπως τον έθεσε ο Μαρξ, αναφερόμενος στην αιτιακή σχέση και στο φετιχισμό του εμπορεύματος. Τόσο οι σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους μετατρέπονται σε σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα και καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι η ατομική απομόνωση είναι προϊόν της ελεύθερης επιλογής ατόμων ή της ατομικής βούλησης και λειτουργεί σα μέσο προστασίας από την καταπίεση που επιβάλλουν οι αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνικές σχέσεις. Η τοξικομανία μπορεί να θεωρηθεί ως μια τέτια ψευδαίσθηση «προστασίας» από τη βαρβαρότητα των αλλοτριωμένων σχέσεων, μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας και αυταξίας.
Σε αυτά τα πλαίσια η έννοια της «αυτόνομης ατομικότητας» γίνεται μέσο νομιμοποίησης ενός κοινωνικού συστήματος που φυλακίζει τους ανθρώπους στη φενάκη και τη μοναξιά τους.
Στα 1840 στη «Γερμανική Ιδεολογία» ο Μαρξ και ο Ενγκελς έγραφαν: «Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι η κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει, συνακόλουθα, τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι, ώστε, σε γενικές γραμμές, οι ιδέες αυτών που στερούνται των μέσων της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σε αυτά. Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται ως ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μία τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της. Τα άτομα που αποτελούν την κυρίαρχη τάξη… καθορίζουν ως κυρίαρχη τάξη όλη την έκταση και τα όρια μιας ιστορικής εποχής… επομένως, μεταξύ άλλων, κυριαρχούν επίσης ως στοχαστές, ως παιδαγωγοί ιδεών και ρυθμίζουν την παραγωγή και διανομή των ιδεών της εποχής τους».
Πράγματι, οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν και τη θέση του ατόμου στην κοινωνία και τις σχέσεις μεταξύ των μελών της. Ετσι, οι κοινωνικές ανάγκες και τα συμφέροντα των ανθρώπων διαμορφώνονται ιστορικά και κοινωνικά-ταξικά. Ανάλογα διαμορφώνονται τα κυρίαρχα συστήματα αξιών στη βάση των αναγκών της κυρίαρχης τάξης και αποτελούν έτσι την αντικειμενική βάση της προπαγανδιστικής δραστηριότητας της αστικής τάξης. Τα εμπορεύματα γίνονται ομοιώματα των αλλοτριωμένων δυνάμεων του ανθρώπου και υποκατάστατα των σχέσεών τους.
Σε αυτά τα πλαίσια «η ανθρώπινη φύση» αντανακλά τον καπιταλισμό στις ανθρώπινες σχέσεις του απομονωμένου, αλλοτριωμένου ατόμου και η έννοια της «αυτόνομης ατομικότητας» γίνεται μέσο νομιμοποίησης ενός κοινωνικού συστήματος που φυλακίζει τους ανθρώπους στη μοναξιά τους, θέτοντάς τους ανταγωνιστικά αντιμέτωπους και υποδουλώνοντάς τους στις «τεχνητές επιθυμίες» τους, κάτω από την εξουσία των άψυχων πραγμάτων.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εμπόρευμα (καλλιστεία, πορνό κλπ.), που έχει την ατυχία να είναι «κεφάλαιο με ανάγκες». Εξαιτίας του νόμου προσφοράς και ζήτησης, οι «ανθρώπινες ιδιότητες του εργάτη υπάρχουν μόνο εφόσον υπάρχουν για ένα κεφάλαιο ξένο προς αυτόν». Δηλαδή, οι ανθρώπινες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο εάν συμβάλλουν στη συσσώρευση πλούτου.
Σκοπός της αστικής τάξης είναι να δημιουργεί όλο και περισσότερο μια «κοινωνική πραγματικότητα» με τέτιο τρόπο, που οι άλλοι να τη βιώνουν σαν δική τους. Γιατί, όπως τονίζει ο Λένιν «σε κάθε πολιτισμό υπάρχουν έστω μη αναπτυγμένα στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, γιατί σε κάθε έθνος υπάρχει εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη, μάζα, που οι συνθήκες της ζωής της γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και ο αστικός πολιτισμός. Γι’ αυτό «εθνικός πολιτισμός» γενικά είναι ο πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων, της αστικής τάξης».
Σε αυτή τη βάση, διάφοροι παράγοντες που διαμορφώνονται μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών ανισοτήτων και έχουν να κάνουν με τις συνθήκες διαβίωσης, τη μόρφωση, τον τρόπο μόρφωσης και εκπαίδευσης, την ανεργία, τη φτώχεια κλπ., δημιουργούν το πλαίσιο ενός «πολιτισμού παρακμής» για τη διαιώνιση του οποίου η ναρκοκουλτούρα και ο αντίστοιχος τρόπος ζωής αφενός ανάγονται σε βασικές προϋποθέσεις και αφετέρου στηρίζονται σε αυτόν.
Τρεις βασικοί άξονες καθορίζουν το ιδεολογικό πλαίσιο του «πολιτισμού της παρακμής»:
α) Η αταξική αντιμετώπιση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Διάφορα μηνύματα που απορρέουν από συγκεκριμένα αστικά θεωρητικά μοντέλα, κατακλύζουν τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα τα «life-style» περιοδικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις θεωρίες για τη «μεταβιομηχανική κοινωνία, την «κοινωνία της αφθονίας», την «κοινωνία της πληροφορικής» κλπ. Αυτές και άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας χρησιμοποιούνται σαν βάση για την παραγωγή μηνυμάτων που αναφέρονται στην «κοινωνική συναίνεση», στο «δυναμικό άτομο που ανέρχεται κοινωνικά και επαγγελματικά με το μυαλό και την εργατικότητά του, κλπ.
Μηνύματα που καλλιεργούν ψεύτικα διλήμματα του τύπου: «Ελευθερία ή ισοπεδωτισμός», «πλουραλισμός ή δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» κ.ά..
Αποτέλεσμα άμεσο είναι η έλλειψη «χώρου ελευθερίας», που δημιουργεί ένα αίσθημα του «μη ανήκειν» και κατά συνέπεια, αγωνία, άγχος, στρες. Αυτή η κατάσταση καλλιεργεί το έδαφος για την «κατηγοριοποίηση» των νέων, για την ένταξη σε ομάδες με χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη διατήρηση του συστήματος. Μέσα από διάφορα μηνύματα γίνεται προσπάθεια να αφομοιωθεί η ανεργία σαν μια «μοιραία» φάση της ζωής, να πεισθούν οι νέοι να αφομοιώσουν την αίσθηση του εφήμερου, να διαχειρίζονται και όχι να αντιπαλεύουν την κρίση. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να περάσουν την άποψη, πως η ουσία της ζωής είναι έξω από την εργασία γενικά και όχι έξω από την αλλοτριωμένη εργασία. Η έννοια του clubbing και η ταύτιση της τέχνης με τη διασκέδαση, αυτούς τους στόχους εξυπηρετούν. Καλλιεργείται ένα κοινωνικό και ψυχολογικό υπόβαθρο άρνησης του δημιουργικού περιεχομένου της ζωής και ταύτισης με τα φαινόμενα της κρίσης, φυγή στο όνειρο και τη φαντασίωση. Εδώ έχουμε -μεταξύ άλλων- το φαινόμενο των ναρκωτικών, το φανατισμό στον αθλητισμό – εξωκοσμικές αναζητήσεις, κλπ.
β) Αρνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Εδώ, είμαστε στην αφετηρία μηνυμάτων που ευνοούν το διαχωρισμό υλικού και πνευματικού κόσμου, καλλιεργούν τη φυγή από την πραγματικότητα και γίνονται προαγωγοί της χρήσης ναρκωτικών και διάφορων άλλων υποκατάστατων των ανθρώπινων σχέσεων. Ενας άγριος ανορθολογισμός πριμοδοτείται διαρκώς και έχει σαν στόχο τη μαρξιστική αιτιοκρατία.
γ) Μεταφυσική αντίληψη για την κρίση και δημιουργία ψυχολογίας της κρίσης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια παράγονται μηνύματα που καλλιεργούν την αίσθηση ότι το φαινόμενο της κρίσης είναι απόλυτο και καθολικό. Με διάφορους τρόπους προτείνεται ο ατομικισμός και η μοναξιά, σαν στάση ζωής, πριμοδοτείται ο ανορθολογισμός, η απαισιοδοξία, η ηττοπάθεια. Αλλα μηνύματα προτρέπουν στην αντικατάσταση των ιδανικών από τη μόδα και τα διάφορα στυλ. Θεοποιούν και προβάλλουν το περιθωριακό ως πρότυπο, οδηγούν στη βία, στο πορνό, στην εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, ευνοούν την επιστροφή στα ένστικτα και γεννούν το ρατσισμό, τον εθνικισμό, την εξοικείωση με τον πόλεμο.
Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΣΑΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
Το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο στην ανακύκλωσή του έχει ανάγκη από τα τεράστια ποσά των «ξεπλυμένων» στις μεγάλες τράπεζες της Ελβετίας, του Παναμά, της Καραϊβικής, της Ουρουγουάης, ναρκοδολαρίων. Το τραπεζικό μυστικό εξυπηρετεί μεταξύ άλλων και αυτή την ανάγκη.
Βέβαια, η «παραοικονομία» είναι μια διαδικασία σύμφυτη με την καπιταλιστική οικονομία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, τα κέρδη που προέρχονται από τα ναρκωτικά φτάνουν τα 500 δισ. δολάρια το χρόνο. Αυτό το ποσόν είναι ίσο με το σύνολο των εξόδων όλων των δυτικών χωρών για τις ετήσιες αγορές πετρελαίου.
Υπολογίζεται ότι αυτοί που κάνουν συστηματική χρήση κοκαΐνης στις ΗΠΑ, είναι περίπου 15 εκατ. Οι χρήστες ηρωίνης υπολογίζονται σε 1,5 – 2 εκατ. Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι οι χρήστες ηρωίνης ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο.
Είναι σίγουρο πως τα κέρδη που συσσωρεύονται χρόνο με το χρόνο και που πρέπει να ανακυκλωθούν είναι τεράστια. Αυτά τα ποσά ανακυκλώνονται μέσα από πολυεθνικούς χρηματιστικούς οργανισμούς.
Για τις ανάγκες της ανακύκλωσης του ναρκοχρήματος υπάρχουν σήμερα τεράστια δίκτυα από χρηματιστηριακές εταιρείες, εταιρείες φοροτεχνικές, δικηγορικά γραφεία, οικονομικούς αναλυτές και χρηματιστές στα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του πλανήτη.
Από αυτή την άποψη είναι δύσκολο -από κάποιο σημείο κι έπειτα- να διακρίνει κανείς την «παραοικονομία» από την οικονομία.
Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΣΚΗΡΩΝ – ΜΑΛΑΚΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Εχουμε ήδη πει, πως οι απαντήσεις στα πολλά και σύνθετα ερωτήματα που θέτει το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης από ναρκωτικά εξαρτώνται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, από την κοσμοαντίληψή μας, από τη φιλοσοφία μας, από τις ιδεολογικές μας αναφορές. Ο ιδεαλισμός, για παράδειγμα, αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα και κοινωνικά φαινόμενα -μεταξύ άλλων- αποσπασματικά, ξεκομμένα από τη διαλεκτική τους ενότητα.
Στις σημερινές συνθήκες και σε ό,τι αφορά τα ζητήματα που διαπραγματευόμαστε, γινόμαστε μάρτυρες της κυριαρχίας του «Βιολογισμού» σαν μεθόδου μονοαιτιακής ερμηνείας τους. Αμεσο αποτέλεσμα αυτού του ιδεαλιστικού επιστημονικού ρεύματος είναι η αδυναμία κατανόησης του φαινομένου της εξάρτησης και του κοινωνικού του χαρακτήρα. Ταυτόχρονα αυτή η αδυναμία χρησιμοποιείται πολιτικά για τον αποπροσανατολισμό από την ουσία του προβλήματος, που είναι τα κοινωνικά αίτια που το παράγουν και το αναπαράγουν.
Μπορούμε λοιπόν να ασκήσουμε κριτική στις ιδεαλιστικές απόψεις, λέγοντας πως οι ψυχοτρόπες ουσίες σε σχέση με την τοξικομανία, την εξάρτηση σαν κοινωνικό φαινόμενο, τοποθετούνται όχι σ’ ένα, αλλά σε πολλά επίπεδα παρατήρησης και ανάλυσης. Ετσι έχουμε το φαρμακολογικό επίπεδο που αφορά τη δράση μιας ουσίας πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό και τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν αυτή τη δράση, το χημικό επίπεδο που αφορά τη χημική σύνθεση της ουσίας, το βιολογικό επίπεδο που αφορά τον ανθρώπινο οργανισμό που βρίσκεται υπό την επήρεια μιας ουσίας, το κοινωνικό επίπεδο που αφορά τις συμπεριφορές αναζήτησης μιας ουσίας μέσα σε μια δοσμένη κοινωνία, το ψυχολογικό επίπεδο που αφορά όλους τους ψυχολογικούς λόγους χρήσης μιας ουσίας, της εξάρτησης, κλπ..
Για να απαντήσουμε στο εάν τα ναρκωτικά διαχωρίζονται σε σκληρά και μαλακά, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα: σε σχέση με τι ρωτάμε; πώς; και γιατί;
Από αυτή την άποψη τα ναρκωτικά πραγματικά διαχωρίζονται στο επίπεδο της φαρμακολογίας, της χημικής σύνθεσης και της δράσης που ασκούν στον ανθρώπινο οργανισμό.
Εχουμε όμως πει πως η εξάρτηση είναι καταρχήν κοινωνικό φαινόμενο και τα αίτια που το καθορίζουν είναι πολλά και διαφορετικά. Ετσι, οποιαδήποτε απάντηση στο προαναφερόμενο ερώτημα δεν μπορεί να αφορά μόνο τη φαρμακολογία, τη βιολογία ή τη χημεία. Πρέπει και οφείλει να αφορά καταρχήν την κοινωνική διάσταση του φαινομένου, δεδομένου ότι το πώς και το γιατί αναζητά ένα άτομο μια ναρκωτική ουσία, σχετίζεται άμεσα με κοινωνικά φαινόμενα και συμπεριφορές αναζήτησης αυτής της ουσίας, καθώς και με διάφορους ψυχολογικούς λόγους που προσδιορίζουν αυτή την αναζήτηση.
Συνεπώς, ως προς τα αίτια που οδηγούν στη χρήση των ναρκωτικών και από κει και πέρα στο κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης, ο διαχωρισμός είναι αδύνατος. Οι αιτίες που οδηγούν στην «επιλογή» μιας ναρκωτικής ουσίας είναι κοινές για όλες τις ουσίες. Ολοι οι εξαρτημένοι διαβεβαιώνουν για ένα πράγμα: «χρησιμοποιώ τις ουσίες για να φύγω», για να «γεμίσω το κεφάλι μου». Οποιαδήποτε ουσία και αν χρησιμοποιηθεί, αποβλέπει στο να επηρεάσει τις αισθήσεις με τέτιο τρόπο, που να μη βιώνονται στις πραγματικές τους διαστάσεις η οδύνη, η απόγνωση, η ανία, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η κατάθλιψη, η ντροπή, ο φόβος, η ενοχή, η οργή, η απουσία νοήματος, το κενό, το αδιέξοδο μιας κοινωνίας σε παρακμιακή κρίση.
Ο διαχωρισμός σκληρών-μαλακών ναρκωτικών μπορεί να είναι φαρμακολογικός, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να είναι κοινωνικός και ψυχολογικός.
Αλλο πράγμα η ηρωίνη, άλλο πράγμα η ηρωινομανία. Αυτός μπορεί να είναι ο πραγματικός διαχωρισμός.
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ – ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ
Οι προσπάθειες αποπροσανατολισμού από τις κοινωνικές αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα των ναρκωτικών παίρνουν διάφορες μορφές. Μια απ’ όλες προβάλλεται έντονα μέσα από το αίτημα της νομιμοποίησης όλων των ουσιών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια μετατροπής του προβλήματος από κοινωνικό σε νομικό ζήτημα.
Αυτοί που είναι υπέρ της νομιμοποίησης χρησιμοποιούν, κατά καιρούς, διάφορα επιχειρήματα. Ισχυρίζονται -μεταξύ άλλων- πως όποιος είναι κατά της νομιμοποίησης είναι υπέρ της αστυνομίας, πως η αποποινικοποίηση θα εμποδίσει τους νέους να οδηγούνται στη φυλακή, πως έτσι θα αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα και το παράνομο εμπόριο κλπ.
Τα περισσότερα από αυτά τα επιχειρήματα στηρίζονται κυρίως στην αποτυχία της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής που δεν κατάφερε να μειώσει: α) την εγκληματικότητα που συνδέεται με το παράνομο εμπόριο, β) τον αριθμό θανάτων των τοξικομανών, γ) το παράνομο εμπόριο, δ) τη διαφθορά. Τη θέση αυτής της αποτυχίας την παίρνει η τρομακτική εξάπλωση των ναρκωτικών και η διαρκής μείωση του μέσου ηλικιακού όρου των παιδιών που έρχονται σε επαφή με τα ναρκωτικά και εξαρτώνται από αυτά.
Σε καμία περίπτωση η νομιμοποίηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το κοινωνικό φαινόμενο της εξάρτησης, γιατί αφήνει άθικτες τις κοινωνικές αιτίες που το γεννούν και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που το αναπαράγουν. Τα «ναρκωτικά» είναι ένα πρόβλημα που το γεννά ο ίδιος ο καπιταλισμός και θα αντιμετωπίζεται σε βαθμό που θα οξύνεται η πάλη για την ανατροπή αυτού του κοινωνικού συστήματος.
Η νομιμοποίηση των «ναρκωτικών» είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανένα από τα προβλήματα που συνδέονται με αυτά. Ο σκοπός της νομιμοποίησης είναι να «νομιμοποιήσει» στις συνειδήσεις των λαών τις κοινωνικές αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
Το κράτος μέσα από τη συντηρητική πολιτική του είναι ο κύριος υπεύθυνος της αναπαραγωγής του φαινομένου της τοξικομανίας. Η ανεργία, η λιτότητα, οι αξίες του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης, οξύνουν ανησυχητικά το πρόβλημα των ναρκωτικών.
Το ίδιο το κράτος είναι επίσης υπεύθυνο για την ασύδοτη δράση των ναρκοκυκλωμάτων, των μεγαλεμπόρων, για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος, ενώ την ίδια στιγμή το κύριο βάρος των κατασταλτικών του μηχανισμών στρέφεται ενάντια στο λαϊκό κίνημα και τη νεολαία.
Ταυτόχρονα, εξοντωτικές ποινές επιβάλλονται στους χρήστες, ενώ οι έμποροι διαμέσου ισχυρών διασυνδέσεων με τους κρατικούς μηχανισμούς αφήνονται ελεύθεροι. Δεν είναι η απαγόρευση, αλλά το ισχύον νομικό καθεστώς που ευνοεί τη διακίνηση τεράστιων χρηματικών ποσών διαμέσου της μαύρης αγοράς, εγκαθιδρύοντας επίσης ένα καθεστώς διαφθοράς και εγκληματικότητας, με τη συνενοχή και τη συμμετοχή του κράτους και των μηχανισμών του, των αντιναρκωτικών υπηρεσιών, των τραπεζών, των αρχών του νόμου και της τάξης.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΙΑΣ
Συνειδητοποιώντας η αστική τάξη πως η αντιμετώπιση της τοξικομανίας συνδέεται άμεσα με τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος που θα παλεύει για την ανατροπή των αιτιών που την παράγουν και την αναπαράγουν, αποφάσισε να μεταθέσει τους προβληματισμούς στις πολιτικές «διαχείρισης του προβλήματος» και «περιορισμού» της βλάβης, με κύριο αιτιολογικό την αποτυχία της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής. Στη βάση αυτής της αποτυχίας στηρίζονται και προβάλλουν σειρά επιχειρημάτων στα πλαίσια του ρεύματος της αντιαπαγορευτικής, αντιναρκωτικής πολιτικής, προσωπικότητες και στελέχη των μηχανισμών στήριξης της αστικής τάξης. Κεντροαριστεροί, σοσιαλδημοκράτες, οπορτουνιστές, οικολόγοι, νεοφιλελεύθεροι, ανώτατοι δικαστικοί, αστυνομικοί, ΜΜΕ και άλλοι πολλοί, ζητούν να νομιμοποιηθούν τα ναρκωτικά, να χορηγούνται ελεύθερα από υπηρεσίες του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης και στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς να φορολογούνται οι εταιρείες παραγωγής και εμπορίας των νομίμως πια διακινούμενων ναρκωτικών, ώστε να παταχθεί η παραοικονομία και η εγκληματικότητα και να μην υπάρχουν διαφυγόντα κέρδη.
Είναι τόσο συντηρητικές και υποκριτικές αυτές οι απόψεις, που μεταξύ των υποστηρικτών τους βρίσκουμε τον υπουργό οικονομικών της κυβέρνησης Ρήγκαν, τον οικονομολόγο του Πινοσέτ, τον Μίλτον Φρίντμαν κ.ά..
Το επικίνδυνο αυτής της προπαγανδιστικής δραστηριότητας είναι ότι επιχειρηματολογώντας ενάντια στην «καταστολή», στις φυλακές και στην αστυνόμευση, εμφανίζεται σαν ριζοσπαστική και προοδευτική και, αναποδογυρίζοντας την ιστορία, προσπαθεί να πείσει ότι όσοι εναντιώνονται είναι πουριτανοί και συντηρητικοί. Ομως, ας μας πουν εάν υπάρχει σκληρότερη «καταστολή» από αυτή των ναρκωτικών. Απελευθέρωση των ναρκωτικών σημαίνει απελευθέρωση των σύγχρονων μεθόδων καταστολής του αστικού κράτους.
Αυτές οι μέθοδοι καταστολής κρύβονται κάτω από τα επιχειρήματα για «ελευθερία διάθεσης του σώματος», για το «δικαίωμα στη χρήση της ουσίας». Ομως για ποια ελευθερία μιλάνε όταν η ίδια η εξάρτηση σημαίνει ακριβώς το αντίθετο; Η επιλογή της χρήσης είναι σαφώς προσωπική, όμως είναι μια επιλογή ανελεύθερη. Το «δικαίωμα στη χρήση» τι σημαίνει; Τι είναι χρήση;
Χρήση και εξάρτηση δε σημαίνει φυγή από την κοινωνική πραγματικότητα και από την ιστορία όπου καθορίζεται η ζωή του καθένα μας;
Χρήση και εξάρτηση δε σημαίνει κλείσιμο του ατόμου στο σιωπηλό κόσμο των ναρκωτικών; Να υπερασπιστούμε λοιπόν, τι; Τη φυγή, τη σιωπή, την περιθωριοποίηση, την αποκοινωνικοποίηση του ατόμου, την καταστροφή της ανθρώπινης υπόστασής του;
Και όμως, αυτή είναι η βασική επιδίωξη της αστικής τάξης απέναντι στο λαό και στο λαϊκό κίνημα.
Ενα άλλο επιχείρημα των οπαδών της αντιαπαγορευτικής πολιτικής είναι ότι η νομιμοποίηση «θα επιτρέψει στο φιλήσυχο πολίτη να κοιμάται ήσυχος». Εδώ ο άγριος ατομικισμός και η αδιαφορία πριμοδοτούνται απροκάλυπτα. Από τη μια επιχειρείται να πειστεί ο λαός να εξαργυρώσει την ησυχία του με την αδιαφορία για την όλο και μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των νέων ανθρώπων που θα εξαρτώνται νόμιμα πια και από την άλλη μηδενίζονται οι δυνατότητες που έχει ένας εξαρτημένος για να επανεξετάσει τον τρόπο ζωής του. Εδώ δεν πρόκειται απλά για ιδεολογική χειραγώγηση, αλλά για θεσμοθέτηση του πιο ακραίου «κοινωνικού κανιβαλισμού». Πρόκειται για επιστροφή στη βαρβαρότητα.
Η νόμιμη χορήγηση ναρκωτικών ουσιών έχει σαν σκοπό επίσης να θεσμοθετήσει την αναπαραγωγή της εξάρτησης. Από αυτή την άποψη επιχειρείται η «ομαλοποίηση των συμπεριφορών», ο κοινωνικός έλεγχος, η θεσμοθέτηση του αποκλεισμού και του κοινωνικού περιθωρίου.
Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως τόσο η ισχύουσα πολιτική της καταστολής όσο και η προτεινόμενη πολιτική της νομιμοποίησης οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Τόσο με το να οδηγείται ο τοξικομανής στη φυλακή, όσο και με το να νομιμοποιηθεί η περιθωριοποίησή του επιχειρείται να γίνει διαχείριση της τοξικομανίας και όχι να αντιμετωπιστεί μέσα από την καταπολέμηση των παραγόντων που τη γεννούν και την αναπαράγουν.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΛΑΒΗΣ
Στην ίδια κατεύθυνση με τις πολιτικές διαχείρισης του προβλήματος κινούνται και οι πολιτικές «περιορισμού της βλάβης» (harm reduction). Οι τελευταίες εφαρμόζονται πια διεθνώς και γενικεύονται μέσα από την προβολή τους σαν τις μόνες ρεαλιστικές λύσεις. Η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της πολιτικής περιορισμού της βλάβης βασίζεται στην άποψη ότι η τοξικομανία δεν είναι αντιμετωπίσιμη και κατά συνέπεια, αυτό που μπορούμε να κάνουμε, είναι να τη διαχειριστούμε, περιορίζοντας λίγο ή πολύ τα αποτελέσματά της.
Βέβαια η τοξικομανία σαν κοινωνικό φαινόμενο δε θα εξαφανιστεί παρά στο βαθμό που συνδέεται με την πάλη του γενικότερου μαζικού λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος για ανατροπή αυτής της κοινωνίας. Αυτή την πλευρά όμως την αποκρύπτουν επιμελώς οι υποστηρικτές της πολιτικής «περιορισμού της βλάβης». Η διαχείριση του προβλήματος έχει σαν μακροπρόθεσμο σκοπό τη διατήρηση του ίδιου του συστήματος που παράγει το πρόβλημα. Είναι ακριβώς η ίδια λογική που εφαρμόζεται και στο ζήτημα της ανεργίας κλπ.
Τα τεράστια κέρδη που απορρέουν από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών επιβάλλουν την ανάγκη λήψης μέτρων για την πιο ορθολογιστική «διαχείρισή» τους.
Στα πλαίσια της «παγκοσμιοποιημένης» καπιταλιστικής αγοράς και των αναγκών του χρηματιστικού κεφαλαίου, σύμφωνα με την παραπάνω αντίληψη, πρέπει να υπάρξουν πολιτικές που να νομιμοποιούν την παραγωγή και τη διακίνηση των ναρκωτικών από δημόσιες επιχειρήσεις, ώστε να φορολογούνται και να ελέγχονται έτσι τα τεράστια «διαφυγόντα» κέρδη.
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ – ΜΕΘΑΔΟΝΗ
Οι πολιτικές που έχουν σαν στόχο τη διαχείριση της τοξικομανίας και εκφράζονται είτε σαν «αντιαπαγορευτικές» πολιτικές είτε σαν πολιτικές «περιορισμού της βλάβης», βρίσκουν την εφαρμογή τους και στα προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων. Στην πράξη πρόκειται για την υποκατάσταση της παράνομης ουσίας από μια νόμιμη (μεθαδόνη, ναλτρεξόνη).
Με δεδομένο ότι η μεθαδόνη δεν είναι θεραπεία τίθεται το ερώτημα, γιατί χορηγείται. Υπάρχουν μια σειρά λόγοι που ανάγκασαν την κυρίαρχη τάξη να περάσει στην εφαρμογή αυτών των επιλογών. Καταρχήν οφείλουμε να πούμε πως υπάρχει σε εξέλιξη μια τάση βιολογικοποίησης κοινωνικών συμπεριφορών. Η τοξικομανία, μέσα σ’ ένα ιδεολογικό, νομικό, ιατρικό πλαίσιο, αντιμετωπίζεται από το σύστημα σα μια κατάσταση ψυχικής διαταραχής. Οι θεωρίες περί «συνοσηρότητας» γενικεύονται εύκολα με σκοπό να ενισχύσουν την αντίληψη της «κοινωνικής επικινδυνότητας» των εξαρτημένων. Η επικινδυνότητα στη συμπεριφορά των τοξικομανών υποστηρίζεται ότι απορρέει όχι μόνο από τη «χρήση», αλλά και από τη συνύπαρξη μιας ψυχικής διαταραχής. Ψυχιατρικοποιώντας την τοξικομανία ενισχύουν τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των πολιτών, μέσα από τις οποίες ο τοξικομανής θεωρείται «τρελός», «εγκληματίας» και γενικά άνθρωπος χωρίς αξία. Η πολιτική των «υποκατάστατων» στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο τοξικομανής είναι άρρωστος και ανίατος. Ας του δίνουμε λοιπόν νόμιμα τη δόση του ή υποκατάστατά της για να μας αφήνει ήσυχους. Σε διαφορετική περίπτωση, υπάρχει και η εναλλακτική πρόταση της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής, που διέπεται από την ίδια λογική.
Μέσα από την «ψυχιατρικοποίηση» της συμπεριφοράς του τοξικομανή επιδιώκεται η μετατόπιση των προβληματισμών που αφορούν τις κοινωνικοοικονομικές πλευρές της τοξικομανίας στο επίπεδο της ψυχοπαθολογίας. Με αυτό τον τρόπο καθορίζεται και το πλαίσιο των παρεμβάσεων τόσο στον τοξικομανή σαν άτομο, όσο και στην τοξικομανία σαν κοινωνικό φαινόμενο. Οι παρεμβάσεις αυτές, αφού συνδέονται με την ψυχική διαταραχή, καταλήγουν αναπόφευκτα στις βιολογικού τύπου θεραπείες (μεθαδόνη, ναλτρεξόνη) από τη μια και από την άλλη στη νομιμοποίηση του «κοινωνικού στιγματισμού» και της «περιθωριοποίησης».
Οι πολιτικές των «υποκαταστάτων» μέσα από την «ψυχιατρικοποίηση» των κοινωνικών συμπεριφορών οδηγούν στην «ομαλοποίηση των συμπεριφορών» και στον «κοινωνικό έλεγχο». Συντηρούν την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής, βάζοντας στη θέση της παράνομης ουσίας μια νόμιμη – πράγμα βέβαια που λίγες φορές εφαρμόζεται, αφού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συνδυάζονται νόμιμες και παράνομες ουσίες.
ΤΟ «ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»
Οι υποστηρικτές της αντιαπαγορευτικής τάσης προβάλλουν σαν επιχείρημα το «ολλανδικό μοντέλο» της «αποποινικοποίησης» της χρήσης και του διαχωρισμού των ναρκωτικών σε σκληρά και μαλακά. Βέβαια, ο όρος αποποινικοποίηση δεν αποδίδει την πραγματικότητα, διότι σε καμιά χώρα δεν έχει αποποινικοποιηθεί η χρήση. Το ολλανδικό μοντέλο προβλέπει τη χορήγηση μιας περιορισμένης ποσότητας ορισμένων ναρκωτικών ουσιών σε συγκεκριμένους και ειδικούς χώρους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνουν στη μικρή μείωση που παρατηρήθηκε σε χρήστες ηρωίνης, στη σταθεροποίηση της μέσης ηλικίας χρηστών στα 30-32 χρόνια. Υποστηρίζουν ακόμα ότι μειώθηκε η εγκληματικότητα, κλπ.
Εκείνο που καταρχήν μπορούμε να πούμε είναι ότι η προσωρινή μικρή μείωση των χρηστών ηρωίνης είναι αποτέλεσμα άλλων ουσιαστικών παραμέτρων, όπως ο φόβος του AIDS και η αύξηση της εγκληματικότητας στους χώρους διακίνησης της ηρωίνης. Αυξήθηκε επίσης η χρήση κάνναβης και η χρήση φαρμακευτικών ουσιών (ecstasy, PCP, κλπ.).
Να σημειώσουμε ότι η αλματώδης αύξηση της χρήσης διαφόρων πολυτοξικών, φαρμακευτικών ουσιών συνδέεται με την αλλαγή του προφίλ του τοξικομανή τα τελευταία χρόνια. Πράγματι διαπιστώνεται ότι ο σημερινός τοξικομανής δεν κάνει κυρίως χρήση ηρωίνης, αλλά πολλών και διαφορετικών ουσιών. Η ηρωινομανία λοιπόν είναι ενταγμένη σήμερα μέσα στο πλαίσιο μιας ιδιόμορφης πολυτοξικομανίας.
Το ερώτημα δεν είναι εάν μειώθηκε – ελάχιστα – η ηρωινομανία, αλλά εάν αυξήθηκε η τοξικομανία γενικά.
Το άλλο ζήτημα είναι αυτό της μείωσης της εγκληματικότητας σαν αποτέλεσμα της νομιμοποίησης της χρήσης. Το «ολλανδικό μοντέλο» είναι μία αρνητική απάντηση σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι η νομιμοποίηση θα μειώσει την εγκληματικότητα. Το Αμστερνταμ είναι αυτή τη στιγμή κέντρο του διεθνούς εμπορίου ναρκωτικών. Αλλωστε, ανάλογα αποτελέσματα είχαμε και με το πάρκο της Ζυρίχης στην Ελβετία, όπου οι αρχές αναγκάστηκαν τελικά να το κλείσουν. Στο Λίβερπουλ της Αγγλίας όπου αυτά τα μοντέλα προηγήθηκαν, οργανώθηκαν προγράμματα δωρεάν χορήγησης ηρωίνης στα νοσοκομεία. Μήπως υπήρξαν θετικά αποτελέσματα για την αντιμετώπιση του προβλήματος της τοξικομανίας στην Αγγλία; Ασφαλώς όχι.
Το πείραμα της Ολλανδίας βρίσκεται, σύμφωνα με ειδική έκθεση του Ολλανδικού υπουργείου Υγείας, αντιμέτωπο με σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα. Σε αυτή την κατεύθυνση οι Ολλανδικές αρχές εξετάζουν ακόμη και την κατάργησή του.
Να τονίσουμε επίσης, ότι το πείραμα αυτό γίνεται σε μια χώρα με ένα άρτια οργανωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Σε ό,τι αφορά την εξάρτηση, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι υπάρχουν περίπου 80 υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας στους τοξικομανείς, 16 Συμβουλευτικοί Σταθμοί για αλκοόλ και ναρκωτικά, 20 κλινικές απεξάρτησης, 40 οργανισμοί κοινωνικής πρόνοιας. Υπάρχουν επίσης προγράμματα πρόληψης, αγωγής υγείας, συμμετοχής των πολιτών σε δραστηριότητες πρόληψης, κλπ.
Μπορούμε λοιπόν να προτείνουμε τη μεταφορά αυτού του προγράμματος με τόση ευκολία στην Ελλάδα, με ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο σύστημα υγείας;
Εξ’ άλλου τα πειραματικά μοντέλα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν υπόψη τους την πραγματικότητα μέσα στην οποία τίθενται σ’ εφαρμογή.
ΠΡΟΛΗΨΗ – ΘΕΡΑΠΕΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ
Η πρόληψη είναι το κυριότερο στοιχείο για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Πρέπει να υπάρχει μια συγκεκριμένη στρατηγική πρόληψης στο σύνολο του ελλαδικού χώρου με ξεκάθαρους στόχους, που θα παίρνει υπόψη της τους βασικούς παράγοντες που επιδρούν στη ζωή του νέου ανθρώπου. Η οικογένεια, η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, ο ελεύθερος χρόνος, η επαγγελματική αποκατάσταση αποτελούν μερικούς από αυτούς. Δυστυχώς, τα πράγματα σε αυτόν τον τομέα είναι τόσο ρευστά, που κατά κύριο λόγο η πρόληψη ταυτίζεται με την ενημέρωση. Αυτό που υπάρχει σήμερα δεν είναι παρά κάποιες αποσπασματικές πρωτοβουλίες από τον ΟΚΑΝΑ και ορισμένους φορείς σε επίπεδο Δήμων, Κοινοτήτων και σχολείων χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και φιλοσοφία, χωρίς στρατηγική και στόχους. Πρόληψη σημαίνει ουσιαστικά πρόταση ενός άλλου τρόπου ζωής με ενδιαφέροντα, αξίες, στόχους, συλλογικότητα, αξιοπρέπεια.
Στον τομέα της θεραπείας δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές από αυτόν της πρόληψης. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τον τοξικομανή μέσα από τις οποίες εκφράζεται η κυρίαρχη ιδεολογία, χαρακτηρίζονται από φόβους, προκαταλήψεις και κοινωνικό ρατσισμό. Ετσι, ο τοξικομανής γίνεται εγκληματικό και επικίνδυνο άτομο και η θεραπεία του ταυτίζεται με την τιμωρία. Σε αυτά τα πλαίσια, αντί η καταστολή να στρέφεται ενάντια στα κυκλώματα ναρκωτικών, λειτουργεί ουσιαστικά ενάντια στη θεραπεία.
Βέβαια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η τοξικομανία σαν κοινωνικό φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται. Η λύση αυτού του τεράστιου προβλήματος περνά μέσα από την ανατροπή των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων που το γεννούν. Αντίθετα ο τοξικομανής, σαν ένας άνθρωπος που υποφέρει, μπορεί να θεραπευτεί, με την προϋπόθεση να αποφασίσει ο ίδιος τη θεραπεία του μέσα από την ένταξή του σ’ ένα θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης.
Είναι υποχρέωση του κράτους να δημιουργήσει τόσα θεραπευτικά προγράμματα, όσα απαιτούν οι σημερινές ανάγκες. Στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο, τα μεγάλα προβλήματα των θεραπευτικών προγραμμάτων παραμένουν άλυτα. Σήμερα και στα πλαίσια της πολιτικής της ΕΕ στηρίζεται η λογική του περιορισμού της βλάβης και της διαχείρισης του προβλήματος. Το βάρος δίνεται στα προγράμματα υποκατάστατων, ενώ ταυτόχρονα τα προβλήματα των ελάχιστων, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες, κοινοτήτων και θεραπευτικών προγραμμάτων οξύνονται. Μέσα στο 1999, για παράδειγμα, είχαμε μείωση των κονδυλίων προς τα θεραπευτικά προγράμματα, της τάξης των 2 δισ. Ενώ αντίθετα, είχαμε αύξηση κατά 1,2 δισ. στο πρόγραμμα μεθαδόνης.
Υποχρέωση του κράτους είναι επίσης η ανάπτυξη ενός τομέα έρευνας για τις εξαρτήσεις, μέσα στα πλαίσια των υπαρχόντων θεραπευτικών προγραμμάτων (ΚΕΘΕΑ, 18 ΑΝΩ). Αυτή τη στιγμή η έρευνα μονοπωλείται από ιδιωτικό φορέα και στερούνται έτσι τα προγράμματα της δυνατότητας μιας πραγματικής ανάπτυξης του έργου τους σε όλα τα επίπεδα.
Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες κοινωνικής επανένταξης των εξαρτημένων ατόμων στην κοινωνική πραγματικότητα, τα ερωτήματα που απορρέουν από συγκεκριμένες ελλείψεις σχεδιασμού και έργων υποδομής είναι πολλά. Τα προβλήματα σε σχέση με την ανεύρεση δουλειάς και στέγης, οι δικαστικές εκκρεμότητες, τα χρέη και άλλα, γίνονται συχνά μια θηλιά στο λαιμό των ανθρώπων που δίνουν τη μάχη της ανεξαρτησίας. Ο κοινωνικός ρατσισμός με τον οποίο βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υποτροπή κάποιων από αυτούς.
ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ
Το σύστημα των διατάξεων για τα ναρκωτικά, έτσι όπως διαμορφώνεται από τους βασικούς περί ναρκωτικών νόμους, αντανακλά την ιδεολογία και τη φιλοσοφική θεώρηση για τη ζωή και τον άνθρωπο του συγκεκριμένου οικονομικού-κοινωνικού-πολιτικού μας συστήματος.
Το 1987 ψηφίζεται ο Ν. 1729/87: «για την καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών και την προστασία των νέων». Ο νόμος αυτός υπήρξε ανεπαρκής στους τομείς της θεραπείας, της επανένταξης, της καταστολής και ανύπαρκτος στο θέμα της πρόληψης.
Το 1991 ψηφίζεται ο Ν. 2161/1993: Με το άρθρο 1 του Ν. 2161/1993 ιδρύθηκε ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ» (ΟΚΑΝΑ), το οποίο τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έχει σκοπό, εκτός των άλλων, την εφαρμογή εθνικής πολιτικής σχετικά με την πρόληψη της χρήσης, τη θεραπεία, την επαγγελματική κατάρτιση, την κοινωνική επανένταξη.
Τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ΟΚΑΝΑ, τα οποία τον προσδιορίζουν ως όργανο μη αξιόπιστο, ως προς την ευρεία, σε βάθος, ανεπηρέαστη και συστηματική δράση και αποτελεσματικότητα, εκτός των άλλων, είναι και τα εξής:
α) Τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας.
β) Διοικείται από 15μελές ΔΣ, το οποίο εξ ολοκλήρου διορίζεται από τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας.
γ) Ο Πρόεδρος του ΔΣ ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας.
δ) Ο Γενικός Διευθυντής του ΟΚΑΝΑ διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας.
ε) Κανένας κοινωνικός φορέας σχετικός με τον αγώνα κατά των ναρκωτικών δε συμμετέχει και δεν εκπροσωπείται στον ΟΚΑΝΑ, πλην ενός εκπροσώπου στο 15μελές ΔΣ, ο οποίος προέρχεται από τις κοινότητες αποθεραπείας.
Συμπέρασμα: Ο ΟΚΑΝΑ αποτελεί ένα άνευρο, δυσκίνητο, δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας γραφειοκρατικό και κυρίως χειραγωγούμενο από την εκάστοτε Κυβέρνηση όργανο, αποστερημένο από την ενεργό παρουσία, δράση και προβληματισμό των κοινωνικών φορέων και οργανώσεων, οι οποίοι αποτελούνται από μέλη της κοινωνίας ευαισθητοποιημένα και πολλές φορές άμεσα πληττόμενα από το πρόβλημα, ανυποχώρητα δε απασχολούμενα με την εξεύρεση ριζικής αντιμετώπισης του φαινομένου.
Κρίσιμη σημασία για την εξέλιξη του φαινομένου προσλαμβάνουν οι διατάξεις των άρθρων 12 και 14 του ν. 2161/1993, οι οποίες θεωρήθηκαν «καινοτόμες».
1. Η διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2161/1993 εισάγει για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία τη χορήγηση ουσιών, για υποκατάσταση της εξάρτησης (δηλαδή την υποκατάσταση της μιας εξάρτησης από μια άλλη εξάρτηση).
Πρόκειται για την εφαρμογή του προγράμματος χορήγησης της ΜΕΘΑΔΟΝΗΣ στους εξαρτημένους χρήστες ηρωίνης, των προγραμμάτων συντήρησης, όπως αποκαλούνται.
2. Η διάταξη του άρθρου 14 του ν. 2161/1993, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 12 του ν. 1729/1987, εισήγαγε την έννοια της «μικρής ποσότητας», χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να έχει προσδιοριστεί το μέγεθος της «μικρής» ποσότητας. Αυτή η διάταξη μετέτρεψε σε πλημμέλημα την προμήθεια, χρήση, κατοχή και καλλιέργεια «μικρής ποσότητας», για αποκλειστικά προσωπική χρήση. Επίσης εισήγαγε το ατιμώρητο της προμήθειας, κατοχής, χρήσης και καλλιέργειας «μικρής ποσότητας» ναρκωτικής ουσίας, όταν ο χρήστης έκανε συμπτωματική χρήση ή είναι εξαρτημένος.
Από πρώτη ματιά, η διάταξη αυτή, φαίνεται να ικανοποιεί ένα αίσθημα ανθρωπισμού και επιείκειας προς τον απλό χρήστη, ο οποίος πράγματι είναι θύμα των εμπόρων. Πράγματι, ο χρήστης δικαιούται κάθε επιείκειας, η δε αρχή της επιείκειας του δικαστηρίου, αναμφίβολα πρέπει να εφαρμόζεται στους χρήστες και να εξαντλούνται όλες οι ελαφρυντικές περιστάσεις και η εξατομίκευση των συνθηκών και της προσωπικότητας κατά την επιμέτρηση της ποινής, την απαλλαγή ή την αναστολή της ποινής κλπ. Οι δε συγκεκριμένες υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται από εξειδικευμένους δικαστές.
Ομως η αναγνώριση της «μικρής ποσότητας», η οποία εκτός των άλλων παραμένει απροσδιόριστη από το νομοθέτη, επί πλέον δε, ποτέ δεν παραμένει «μικρή», αλλά πολλαπλασιάζεται, ουσιαστικά νομιμοποιεί τη χρήση και προκαλεί κάμψη της κοινωνικής αντίστασης απέναντι στο φαινόμενο γενικότερα, οδηγώντας μαθηματικά στη σταδιακή απελευθέρωση-νομιμοποίηση των ναρκωτικών ουσιών.
Ενώ λοιπόν η διάταξη για ατιμωρησία του χρήστη επιφανειακά συγκεντρώνει στοιχεία ενός είδους «ουμανισμού», όμως αποτελεί μία παραπλανητική και υποκριτική αντιμετώπιση του ζητήματος, γιατί στην πραγματικότητα θεσμοθετεί τη διατήρηση, προστασία και διευκόλυνση του κυκλώματος των εμπόρων, με την ύπαρξη των εξαρτημένων χρηστών («βαποράκια»), που κινούνται ελεύθερα και αυξάνουν την πελατεία, μυώντας νέους χρήστες και εμποδίζοντας τους παλιούς να απεξαρτηθούν.
Το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό. Το πρόβλημα υπάρχει όχι επειδή υπάρχουν ουσίες, αλλά επειδή υπάρχουν ευάλωτα άτομα. Επομένως η πρόληψη είναι το ζητούμενο. Αντί της πρόληψης η πολιτεία θέσπισε την αρχή της «μεταμέλειας» με το άρθρο 21 Ν. 2161/93, όπου προβλέπεται αναστολή ποινικής δίωξης, αναστολή εκτέλεσης ποινής, απόλυση υπό όρους για τον έμπορο που θα «καρφώσει» μεγαλύτερο έμπορο.
Το 1999 ψηφίστηκε ο Ν. 2721/99: Με το άρθρο 10 αυτού του νόμου προστέθηκε η παράγραφος 4 στο άρθρο 12 του Ν. 1729/87, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 14 του Ν. 2161/93. Με τη ρύθμιση αυτή το αδίκημα της διάθεσης (εμπορίας-διακίνησης) προς τρίτο ναρκωτικών ουσιών, μετατράπηκε σε πλημμέλημα, όταν ο υπαίτιος είναι χρήστης και η ποσότητα την οποία διακινεί είναι «μικρή» και για αποκλειστική προσωπική χρήση από τον τρίτο. Η ποινή είναι μετατρέψιμη σε χρηματική και μπορεί να αναστέλλεται. Και εδώ, όπως και στην «μικροποσότητα» για καλλιέργεια, κατοχή και χρήση, το μέγεθος της μικρής ποσότητας δεν προσδιορίζεται στο νόμο.
Το νέο βήμα υποχώρησης είναι ότι πλέον η έννοια της «μικροποσότητας» χρησιμοποιήθηκε και για την πράξη της διακίνησης. Τώρα πλέον η «μικροποσότητα» δεν αφορά μόνο τον χρήστη που την καλλιεργεί, την κατέχει και τη χρησιμοποιεί, αλλά επεκτείνεται και σε τρίτα πρόσωπα, στα οποία γίνεται η διακίνηση.
Ποιο είναι το κοινωνικο-οικονομικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο η συγκεκριμένη διάταξη περί «μικρεμπορίας» διεκδίκησε τη θέση της;
α) Ραγδαία αύξηση της χρήσης, διακίνησης και εξάρτησης από τη μια, δραματική πτώση του ηλικιακού δείκτη χρηστών και εξαρτημένων από την άλλη.
β) Αύξηση της ανεργίας, ανασφάλεια, ταξικές διακρίσεις στη μόρφωση και σε όλες τις ανθρώπινες ανάγκες και δικαιώματα, ρατσισμός, κοινωνικός αποκλεισμός, ποινικοποίηση και βίαιη καταστολή των κοινωνικών αγώνων, απογοήτευση, αδιέξοδο.
γ) Φλυαρία και μονομερής δραστηριότητα των ΜΜΕ γύρω από το θέμα, τα οποία, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της επιτροπής ελέγχου ναρκωτικών του ΟΗΕ διαμορφώνουν ευνοϊκό κλίμα και φιλική κουλτούρα προς τα ναρκωτικά.
δ) Κυβερνητική πολιτική περικοπής των δαπανών για την υγεία, απουσία ειδικού κονδυλίου στον προϋπολογισμό για την πρόληψη της χρήσης και εξάρτησης, συρρίκνωση αντί αύξηση του αριθμού των θεραπευτικών μονάδων.
Με τις συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, τι προσδοκά η κυβέρνηση;
- Να μειώσει τον αριθμό των χρηστών;
- Να αντιμετωπίσει ριζικά το πρόβλημα;
- Να σωφρονίσει, να θεραπεύσει και να επανεντάξει τους χρήστες;
Κανέναν δε θα πείσουν τέτιοι ισχυρισμοί.
Χωρίς την ύπαρξη χρηστών δε θα υπήρχαν οι έμποροι. Επομένως, το ζητούμενο των εμπόρων είναι η ύπαρξη και αύξηση των χρηστών. Η άνεση που προσφέρεται στη διακίνηση των ναρκωτικών με την προτεινόμενη διάταξη, θα αυξήσει σταδιακά τον αριθμό των χρηστών, οι οποίοι θα συντηρούνται ουσιαστικά από τους «μικρεμπόρους». Ο «μικρέμπορος» που αποτελεί τον ασφαλέστερο κρίκο μεταξύ εμπόρου και χρήστη, αποκτά πλέον ζωτικό χώρο προστατευόμενο, στον οποίο κινείται άνετα και εμποδίζει τους ήδη εξαρτημένους χρήστες να αποφασίσουν να απεξαρτηθούν (χορηγώντας τους ανενόχλητα τη δόση τους), συντηρεί τους ήδη χρήστες και μυεί καινούργιους χρήστες. Οι έμποροι ποτέ δε θα εμφανιστούν στην «αγορά». Στα «στέκια» των χρηστών παρουσιάζονται μόνο τα «βαποράκια» και οι «μικρέμποροι», ανέξοδοι και σταθεροί πλασιέ των εμπόρων.
Η εισαγωγή της έννοιας της «μικρής ποσότητας» στη διακίνηση ναρκωτικών, είναι το κυνικό επακόλουθο της «μικρής ποσότητας» της καλλιέργειας, κατοχής και χρήσης και το ύπουλο προστάδιο της αποποινικοποίησης της χρήσης και της νομιμοποίησης των ναρκωτικών ουσιών.
Ο Ν. 2721/99 (άρθρο 10), εκτός των παραπάνω μείωσε εντυπωσιακά και τις ποινές που προβλέπονταν για τους υπαίτιους των διακεκριμένων περιπτώσεων και των επιβαρυντικών περιστάσεων.
α) Στις διακεκριμένες περιπτώσεις (άρθρο 6 του Ν. 1729/87), όπως π.χ. η εισαγωγή και διακίνηση ναρκωτικών σε σχολικές μονάδες οποιασδήποτε βαθμίδας και εκπαιδευτικά ιδρύματα ή άλλες μονάδες κατάρτισης, επιμόρφωσης ή μετεκπαίδευσης, ο υπαίτιος των άνω πράξεων τιμωρούνταν, σύμφωνα με το Ν. 1729/87, με κάθειρξη τουλάχιστον 15 ετών (ήτοι 15 έως 20 χρόνια) και με χρηματική ποινή 5.000.000 δρχ., έως 150.000.000 δρχ.
β) Στις επιβαρυντικές περιστάσεις (άρθρο 8 του Ν. 1729/87), όπως π.χ. υπότροπος ή όποιος ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανήλικους, ο υπαίτιος τιμωρούνταν, σύμφωνα με το Ν. 1729/87, με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 10.000.000 δρχ., μέχρι 200.000.000 δρχ.
Με το Ν. 2721/99 (άρθρο 10) οι ποινές και των δύο παραπάνω περιπτώσεων (διακεκριμένες και επιβαρυντικές) μειώθηκαν σε πρόσκαιρη κάθειρξη (ήτοι 6 μέχρι 20 χρόνια) και χρηματική ποινή 800.000 δρχ. έως 120.000.000 δρχ.
Με το άρθρο 15 του Ν. 2721/99 τροποποιήθηκαν (αμβλύνθηκαν) και οι προϋποθέσεις απόλυσης υπό όρους, των κρατουμένων. Ετσι, απολύονται υπό τον όρο της ανάκλησης, οι κρατούμενοι που εκτίουν ποινή φυλάκισης, εάν μεν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι 2 έτη, εφόσον έχουν εκτίσει το 1/5 της ποινής τους, εάν δε η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 2 ετών, εφόσον έχουν εκτίσει το 1/3 αυτής.
Ο συνδυασμός των παραπάνω διατάξεων του Ν. 2721/99, σε κάθε περίπτωση αποτελεί, στο όνομα ενός επιπόλαιου και αγοραίου «ανθρωπισμού», μια ακόμα υποχώρηση στο φαινόμενο που κυκλώνει ασφυκτικά την ελληνική κοινωνία και προοιωνίζεται υποχώρηση και υποταγή στο σύστημα διακίνησης και εμπορίας των εξαρτησιογόνων ουσιών.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ, ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η στάση της ΕΕ πάνω στο θέμα των ναρκωτικών είναι βαθιά υποκριτική και συντηρητική. Ο μέχρι σήμερα προσανατολισμός της ΕΕ κυριαρχείται από τη γνωστή ισχύουσα «κατασταλτική πολιτική», που όχι μόνο δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τα αίτια που το παράγουν και το αναπαράγουν.
Σήμερα παρατηρούμε μια αλλαγή στη στάση της ΕΕ, στην κατεύθυνση της διαχείρισης του προβλήματος μέσα από τις πολιτικές της μείωσης της βλάβης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ συνδέει την αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου των ναρκωτικών με τη λογική του κόστους αποδοτικότητας. Βέβαια, οι πολιτικές της νομιμοποίησης και αυτές της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι παράλληλα με τις νεοφιλελεύθερες απόψεις περί νομιμοποίησης ενισχύονται και οι απόψεις περί καταστολής στα πλαίσια της Συνθήκης του Αμστερνταμ και της Συνθήκης Σένγκεν. Ο κίνδυνος ακόμη και για τα στοιχειώδη αστικά δημοκρατικά δικαιώματα όλων, είναι περισσότερο από προφανής. Είναι υποκριτικό λοιπόν να μιλάνε για τη φιλελεύθερη διάσταση της πολιτικής της νομιμοποίησης όταν την ίδια στιγμή ενισχύονται οι κατασταλτικές πολιτικές διαμέσου της Συνθήκης Σένγκεν.
Πρέπει επίσης να πούμε πως δεν είναι τυχαία η περίοδος που η ΕΕ προσανατολίζεται προς τις πολιτικές περιορισμού της βλάβης. Πράγματι, εύκολα διαπιστώνουμε τη σύμπτωση αυτών των πολιτικών με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές συρρίκνωσης ακόμα και αυτού του αστικού «κράτους πρόνοιας», τις πολιτικές μείωσης των κονδυλίων για την Πρόνοια κλπ.
Ταυτόχρονα διαπιστώνουμε την προσπάθεια αντικατάστασης του αστικού «κράτους πρόνοιας» από τις λεγόμενες «εθελοντικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις». Ο Μεσαίωνας είναι εδώ.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, κυβέρνηση εκφραστής των συμφερόντων της ντόπιας και ξένης ολιγαρχίας, εφαρμόζει τις παραπάνω ντιρεκτίβες της ΕΕ, με τον πιο ακραίο και αυταρχικό τρόπο. Απροκάλυπτα και άνευ ορίων η κυβερνητική πολιτική στο θέμα της αντιμετώπισης των ναρκωτικών και με άλλοθι την «αποτυχία» της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής, αφενός διαπραγματεύεται την άσκηση ενός εκσυγχρονισμένου κοινωνικού ελέγχου, διαμέσου της καταστολής τύπου Σένγκεν και αφετέρου, στα πλαίσια συρρίκνωσης του «κράτους πρόνοιας», μειώνει τα κονδύλια των Θεραπευτικών Κοινοτήτων, ενισχύει οικονομικά τις υπηρεσίες «διανομής» υποκατάστατων, προωθεί την ναρκοκουλτούρα, καλλιεργεί στον ελληνικό λαό την ιδέα νομιμοποίησης όλων των ναρκωτικών, προβάλλει την έννοια του «κράτους έμπορα».
Σε ό,τι αφορά τη ΝΔ, οφείλουμε να τονίσουμε πως, κάτω από την επιφανειακή αντίθεση σχετικά με τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών, κρύβεται ένας βαθύς συντηρητισμός και η επιθυμία εκσυγχρονισμού της ισχύουσας κατασταλτικής πολιτικής, τύπου Σένγκεν.
Ο Συνασπισμός περιορίζεται στη γελοία αναπαραγωγή της κυβερνητικής πολιτικής και προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από την ωμή και απροκάλυπτη κυβερνητική στάση, με την προσκόλληση σ’ έναν ιδιότυπο μικροαστικό καθωσπρεπισμό.
Το ΚΚΕ είναι αντίθετο τόσο με την ισχύουσα κατασταλτική πολιτική που φυλακίζει τους χρήστες και αφήνει ελεύθερους τους εμπόρους, όσο και με τις πολιτικές της διαχείρισης του προβλήματος.
Το ΚΚΕ πιστεύει στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Κάτι τέτιο μπορεί να γίνει μόνο με τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος που μαζί με το λαϊκό και νεολαιίστικο μαζικό κίνημα θα παλεύει ενάντια στις αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν το πρόβλημα, για μια άλλη κοινωνία σοσιαλιστική.
Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι αντίθετο με τις πολιτικές της νομιμοποίησης και των υποκατάστατων, στηρίζοντας ταυτόχρονα τη μόνη ρεαλιστική λύση που είναι η ενίσχυση των προσπαθειών πρόληψης – θεραπείας και κοινωνικής επανένταξης.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα ναρκωτικά σαν κοινωνικό φαινόμενο είναι αποτέλεσμα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Από αυτή την άποψη, η τοξικομανία θα αντιμετωπίζεται στο βαθμό που η πάλη ενάντιά της θα συνδέεται με τη γενικότερη πάλη του μαζικού λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος για την ανατροπή αυτής της κοινωνίας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο τοξικομανής σαν μεμονωμένη περίπτωση μπορεί να γίνει καλά, εάν το θέλει και είναι αποφασισμένος γι΄ αυτό.
Είναι χρέος λοιπόν της ελληνικής κοινωνίας να ρίξει το βάρος στις προσπάθειες πρόληψης-θεραπείας και κοινωνικής επανένταξης, που αποτελούν τη μόνη ρεαλιστική λύση για την αντιμετώπιση των τραγικών συνεπειών που τα ναρκωτικά έχουν πάνω στους νέους, κυρίως, ανθρώπους.
Βέβαια, η ελληνική πολιτεία στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ασκεί, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Πράγματι, διαπιστώνει η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκφραστές πως η αντιμετώπιση των ναρκωτικών συνδέεται με τη δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος που θα παλεύει ενάντια στις αιτίες που παράγουν και αναπαράγουν το φαινόμενο και άρα για την ανατροπή του υπάρχοντος κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, περνάει, κατά καιρούς, σε πολιτικές όπως αυτές της νομιμοποίησης, της καταστολής με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, των υποκατάστατων, τον περιορισμό της βλάβης, του διαχωρισμού των ναρκωτικών, π.χ. σκληρά – μαλακά κλπ.
Τα αστικά κόμματα, ως εκφραστές των συμφερόντων της αστικής τάξης, στηρίζουν τις παραπάνω πολιτικές, με στόχο τη διασφάλιση της κυριαρχίας της σε όσο γίνεται μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Τα ναρκωτικά είναι ένα ισχυρό όπλο κοινωνικού ελέγχου των πιο ευαίσθητων τμημάτων της νεολαίας. Ταυτόχρονα, τα ναρκωτικά σαν κοινωνικό φαινόμενο, μπορούν να θεωρηθούν σα μια ακραία μορφή αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου.
Η πάλη εναντίον τους είναι υπόθεση πρώτης γραμμής για το Κόμμα, την ΚΝΕ και το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα.
* Κείμενο του Τμήματος κατά των ναρκωτικών, της ΚΕ του ΚΚΕ, στο οποίο περιλαμβάνεται η ιδεολογική προσέγγιση και η πολιτική τοποθέτηση για το πρόβλημα της εξάρτησης από ψυχοδραστικές ουσίες.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (τ. 3, 2000)
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο
Δύο ζητήματα δεν απαντά το κείμενο.
1) Η εξάρτηση από το αλκοόλ δεν είναι καλύτερη από την εξάρτηση από την κάναβη. Πώς προτείνεται να αντιμετωπίζεται ο αλκοολισμός, και αν ο τρόπος αυτός δεν συμπεριλαμβάνει καταστολή & ποινικοποίηση (για πολιτιστικούς λόγους) γιατί δεν μπορεί να εφαρμοστεί κάτι ανάλογο και για την κάναβη, για να μην καταλήγει ο χρήστης στη φυλακή και μαθαίνει κι άλλα χειρότερα.
2) Γιατί πρέπει να απορριφθούν τελείως οι λογικές περιορισμού της βλάβη ( δεδομένου ότι η απεξάρτηση πρέπει να ξεκινά από απόφαση του χρήστη -μέχρι τότε;), έτσι ώστε κάποιος τοξικοεξαρτημένος να μην έχει εκτός από το πρόβλημά του και υπατίτιδα ή AIDS; Δεν θα μπορούσε να ισχύει συμπληρωματικά & όχι αποκλειστικά;