“Αν είναι να χορτάσει ο κόσμος, ψωμάκι, ας πεθάνω γι’αυτό”
“Έχεις μετανιώσει που δεν είπες τ’όνομά του; Τώρα θα ‘σουν ελεύθερη;” “Όχι, ποτέ. Ούτε και τώρα. Θα το πάρω μαζί μου. Ούτε και σ’εσένα το λέω. Θέλω να ‘ναι καλά και ν’αγωνίζεται για τον κοσμάκη. Εγώ ας πεθάνω”.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Δήμητρας Μάρας – Μιχαλακέα “Γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Αθήνα, 12-13 Απριλίου 1949”, εκδόσεις Άγρα, γύρω από την ιστορία μιας πλύστρας που καταδικάστηκε σε θάνατο από το Έκτακτο στρατοδικείο, επειδή βοήθησε έναν κομμουνιστή γείτονά της, αρνούμενη να τον καταδώσει. Μέσα από τα απλά λόγια αυτής της αμόρφωτης, μα ηρωϊκής γυναίκας, αναδεικνύεται το θάρρος μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, που χωρίς να είναι πολιτικά συνειδητοποιημένοι, πολλώ δε μάλλον κομμουνιστές, επέλεξαν να ταυτίσουν την τύχη τους μαζί τους για να μην τους προδώσουν στους διώκτες τους.
“Εσύ πώς πιάστηκες;” ρώτησα τη Μαίρη.
“Έμενα στον Πειραιά. Μ’είχε φάει η σκάφη. Πλύνε πλύνε, τα χεράκια μου είχαν μουλιάσει. Όμως δεν έλεγα όχι ποτέ στη δουλειά, ό,τι και να ‘ταν. Είχα ξεβρομίσει όλες τις κυράδες εκεί γύρω. Ήμουνα και δουλευταρού. Σιγά σιγά μάζευα καμιά δεκάρα και την έβαζα στην μπάντα. Λέγαμε με το σύντροφό μου να χτίσουμε ένα δωμάτιο, να βάλουμε το κεφάλι μας μέσα. Αρχίσαμε να χτίζουμε. Πιάνανε τα χέρια μας, βοήθαγα κι εγώ και μάζευα μπάζα, κουβαλούσαμε τις πέτρες, μαζί κι ένας γείτονας, και φτιάξαμε ένα δωματιάκι, ανοίξαμε κι ένα πηγάδι να ‘χουμε το νεράκι μας. Μια μέρα λοιπόν, έρχεται ένα παλικαρόπουλο ψηλό, ωραίο και πολύ γελαστό παιδί. Το ‘ξερα, ήταν γειτονόπουλο. Κάτι είχα καταλάβει, πως ανακατευόταν στα πολιτικά. Το ‘χε καημό η μάνα του ότι θα πάθαινε κανένα κακό, κι όλο έκλαιγε. Εγώ όμως το συμπαθούσα. Καταλάβαινα ότι αγωνιζόταν για να ζήσουμε εμείς οι φτωχοί καλά. Κι αυτός φτωχόπαιδο ήταν. Ήρθε λοιπόν μια μέρα πρωί πρωί σπίτι μου και μου λέει: “Κυρά Μαίρη, κρύψε μου σε παρακαλώ αυτό το δέμα”. Εγώ δεν ήξερα τι είχε μέσα. Το πήρα και το κρυψα ανάμεσα στις πέτρες, πάνω πάνω στο πηγάδι. Να μην το βοηθήσω το παιδί; Δεν το ‘πα σε κανέναν. Δεν ξέρω όμως πώς έγινε κι ήρθε η αστυνομία. Μας έψαξαν το σπίτι παντού, και πήγαν στο πηγάδι. Εκεί βρήκαν το δέμα. Είχε ένα πιστόλι μέσα. Μπράβο, είπα μέσα μου, είναι και λεβέντης. Με ρωτάγανε συνέχεια. Με δέρνανε. Εγώ μιλιά. “Θα σ’αφήσουμε αμέσως”, μου ‘λεγαν, “αν μας πεις ποιος σ’το δωσε”. Δεν τους απαντούσα. Είχα σφαλίσει το στόμα μου. Να προδώσω το παιδί, να το σκοτώσουν; Καλύτερα εγώ παρά εκείνο. Όταν με δικάσανε, κάτι περιποιημένοι κύριοι, όλο με ρώταγαν και για το παιδομάζωμα. Εγώ τους έλεγα ότι τα παιδιά είναι ευλογημένα. Όλα τα παιδιά του κόσμου και πρέπει να τ’αγαπάμε. Εμένα δε μ’αξίωσε ο Θεός να κάνω ένα παιδάκι. Μετά βγάλανε μια απόφαση 3-2. Δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν αυτό.
“Έχεις μετανιώσει που δεν είπες τ’όνομά του; Τώρα θα ‘σουν ελεύθερη;” “Όχι, ποτέ. Ούτε και τώρα. Θα το πάρω μαζί μου. Ούτε και σ’εσένα το λέω. Θέλω να ‘ναι καλά και ν’αγωνίζεται για τον κοσμάκη. Εγώ ας πεθάνω. Τι έχω καταλάβει τόσα χρόνια; Βάσανα βάσανα, δεν είδα ποτέ μια άσπρη μέρα. Μόνο θέλω να μου πείτε πώς να γράψω στην αδελφούλα μου το σπιτάκι μου. Μεγαλώσαμε ορφανά κι είναι αυτή φτωχούλα, να ‘χει ένα κεραμίδι.”
Η φωνή της ράγισε κι άρχισαν τα δάκρυα να πέφτουν σαν βρύση, αθόρυβα. Πήρα από την υπάλληλο μολύβι και χαρτί και της τα ‘δωσα. Κάθισε στο σκαμνάκι. “Να μου πείτε σεις οι γραμματιζούμενες πώς να το γράψω. Έχω πάει μόνο στη δευτέρα δημοτικού”. Κόβοντας βόλτες, η Νίκα της υπαγόρευε. “Αφήνω την οικία μου”, έγραφε αργά αργά, επαναλαμβάνοντας αυτά που λέγαμε με σπασμένη φωνή, κι έλεγε : “Τα γράφω καλά;”, ενώ δάκρυα τρέχαν πάνω στο χαρτί. Τ’αλλάζαμε και της δίναμε άλλο χαρτί κι αρχίζαμε απ’την αρχή, ώσπου κάποτε τελειώσαμε. Της το διαβάσαμε κι υπέγραψε. Είχε κάτι μεγάλα, παιδιάστικα γράμματα. “Τώρα όμως θέλω να γράψω και στ’άλλα κορίτσια που δεν πρόλαβα να χαιρετήσω. Ζήσαμε τόσο καιρό μαζί”. Θυμάμαι έγραφε: “Αγαπημένες μου αδελφούλες, δεν σας χαιρέτησα για να μη σας κόψουν το επισκεπτήριο. Αν είναι να χορτάσει ο κόσμος, ψωμάκι, ας πεθάνω γι’αυτό. Σας φιλώ όλες. Μαίρη”.