Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η θεωρία των διαδοχικών πάτων
Έχοντας δώσει δείγμα γραφής εδώ και δεκαετίες για το πού οδεύει, τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δε βάζει φρένο στην κατηφόρα, αλλά μάλλον δείχνει να την απολαμβάνει.
Σε κάποια από τις πολλές συνεντεύξεις που έχει δώσει κατά καιρούς ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμάμαι – με επιφύλαξη γιατί δεν έχω κατορθώσει να την εντοπίσω – το συνθέτη να αναφέρεται στη θεωρία των διαδοχικών πάτων, δηλαδή πως εκεί που νομίζεις πως έχει φτάσει στο χαμηλότερο σημείο, ανοίγει από κάτω και πέφτεις ακόμα χαμηλότερα. Όποια πάντως κι αν είναι η πατρότητα της εν λόγω δήλωσης, μάλλον περιγράφει με αρκετή ακρίβεια την ίδια την πορεία του Σαββόπουλου, τόσο καλλιτεχνικά, όσο πολιτικά ή ακόμα και αισθητικά. Έχοντας δώσει δείγμα γραφής εδώ και δεκαετίες για το πού οδεύει, τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δε βάζει φρένο στην κατηφόρα, αλλά μάλλον δείχνει να την απολαμβάνει.
Κι όμως η πρώτη νιότη του έδειχνε πως θα γινόταν άλλος. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1944 στη Θεσσαλονίκη και σε ηλικία 19 ετών ήρθε στην Αθήνα, εγκαταλείποντας τη νομική του ΑΠΘ για να αφιερωθεί στη μουσική, κάτι που τον έφερε σε σύγκρουση με τον πατέρα του. Ένα χρόνο μετά ξεκινά τις μουσικές του εμφανίσεις. Εμπλέκεται στις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, που αφήνουν το αποτύπωμά τους και στον πρώτο του δίσκο «Φορτηγό» (1966, με τίτλο που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατέβηκε στην πρωτεύουσα), όπου δίπλα στα δημοφιλή ως σήμερα ερωτικά τραγούδια «Συννεφούλα» και «Μη μιλάς άλλο γι’αγάπη» βρίσκουμε και το αντιπολεμικό «Βιετνάμ Γιε – γιε». Συμμετέχει στη δεύτερη από τις ιστορικές προδικτατορικές φοιτητικές συναυλίες με τα ακυκλοφόρητα τότε «Νέγρικα» του Μάνου Λοΐζου μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, λίγο πριν τη δικτατορία. Η χούντα τον συλλαμβάνει δυο φορές μέσα στο 1967 και τον φυλακίζει.
Καταφεύγει στο εξωτερικό και το 1969 κυκλοφορεί ο δίσκος «Το περιβόλι του τρελού», που πέρασε με πολλά τεχνάσματα τη χουντική λογοκρισία. Εκτός από το πολύ αγαπημένο «Ντιρλαντά», ο δίσκος ξεχωρίζει κυρίως για την «Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη», που εμπνεύστηκε ο Σαββόπουλος βλέποντας μια αφίσα του Τσε Γκεβάρα στο Παρίσι την περίοδο των οδοφραγμάτων του Μάη του ’68. Ο Ρουμελιώτης επαναστάτης ήταν το κατάλληλο προκάλυμμα για να εγκριθεί από τους λογοκριτές, χαρίζοντάς στο τραγούδι παράλληλα μια μόνιμη θέση σε σχολικές χορωδίες της 25ης Μαρτίου.
Έμμεσα πολιτικά μηνύματα έχει και ο επόμενος δίσκος του «Μπάλλος», απ’όπου και η γνωστή διασκευή του «All along the watchtower» του Μπομπ Ντίλαν με τίτλο «Ο Παλιάτσος κι ο ληστής», ενώ στον ίδιο δίσκο βρίσκεται και το αυτοσαρκαστικό και σκωπτικό «Σ’ευχαριστώ ω εταιρεία». Την ίδια χρονιά ,το 1971 κυκλοφορεί και το 45άρι με τον πολύ γνωστό «Πολιτευτή», ο οποίος κατά ορισμένους στην πραγματικότητα αναφέρεται σκωπτικά στο Λεωνίδα Κύρκο, παρά την συμπάθεια του Σαββόπουλου για πολλά χρόνια στο ΚΚΕ εσωτερικού.
Ένας από τους πιο αξιόλογους δίσκους του θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με τίτλο «Βρώμικο ψωμί», όπου εκτός από το πραγματικά ποιητικό «Δημοσθένους λέξις», ακούγεται και η πρώτη εκτέλεση του θρυλικού «Ζεϊμπέκικου», απ’ όπου και ο τίτλος του δίσκου, με ερμηνεία του ίδιου του Σαββόπουλου. Το τραγούδι καθιερώθηκε βέβαια με την επανεκτέλεση της Σωτηρίας Μπέλλου στον πρώτο μεταπολιτευτικό του δίσκο «Δέκα χρόνια κομμάτια», ενώ από την ηχογράφηση έχει περάσει στην ιστορία η ατάκα της τραγουδίστριας «μ’έβαλες και τραγουδάω ποπ». Πολλά από τα τραγούδια του δίσκου, ερωτικά, σατιρικά και πολιτικά αγαπήθηκαν από το κοινό, όπως ο «Καραγκιόζης», «Μια θάλασσα μικρή», «Ολαρία ολαρά» και «Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ».
Ακολουθούν δίσκοι βασισμένοι στη δουλειά του για το κινηματογράφο και πάνω στον Αριστοφάνη, συγκεκριμένα για το «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη με θέμα τη Μακρόνησο και τους «Αχαρνής». Στη “Ρεζέρβα” του 1979 κυριαρχεί η πολιτική σάτιρα, κυρίως προς την αριστερά της εποχής ( “Για το σοσιαλισμό”, “Για τα παιδιά που ‘ναι στο κόμμα”), αλλά ιδίως -έμμεσα ή και άμεσα – το ΚΚΕ, με το Φλωράκη να τσουβαλιάζεται μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο “Εκλογές Μαντινάδα”. Πιο διαχρονικό αναδείχτηκε το “Τι έπαιξα στο Λαύριο”, εμπνευσμένο από τις απεργίες της περιόδου στην περιοχή, ενώ για στον ίδιο δίσκο έγραψε και το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο”, αφιερωμένο στο Νίκο Κοεμτζή, τον τότε ισοβίτη που είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους, ανάμεσά τους δυο αστυνομικούς την περίοδο της χούντας με αφορμή μια παραγγελιά σε νυχτερινό κέντρο.
Μετά από μια δισκογραφική απουσία τεσσάρων ετών, ο Σαββόπουλος επιστρέφει θριαμβευτικά με το δίσκο “Τραπεζάκια έξω”, που έγινε αμέσως σουξέ, ιδίως με το τραγούδι “Ας κρατήσουν οι χοροί”, ένας ύμνος στην τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής μας και του Χριστού την πίστη την Αγία, (είτε με τις αρχαιότητες/είτε με ορθοδοξία/των Ελλήνων οι κοινότητες/φτιάχνουν άλλο γαλαξία), που διέλυσε το διαλεκτικό υλισμό αφού μας δίδαξε ότι την ιστορία τη γράφουν οι παρέες. Ο δρόμος για το πολύ ευρύ κοινό είχε ανοίξει κι ο “Νιόνιος” τον περπάτησε μετά χαράς, με μεγάλες συναυλίες στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα μετά, αφήνοντας εποχή με την προσγείωσή του στο ΟΑΚΑ μέσα σε…αερόστατο, χάπενινγκ που κανείς δεν κατόρθωσε να επαναλάβει, ακόμα και τη χρυσή εποχή των μπουζουκιών στα ’90ς και πρώιμα ’00ς όπου είδαμε πολλούς τραγουδιστές να ίπτανται ως άγγελοι, φορτωμένοι λαμπιόνια κλπ. Η μεγάλη του αποδοχή του επέτρεψε να τεμπελιάσει τα επόμενα χρόνια κυκλοφορώντας μόνο δίσκους από ζωντανές ηχογραφήσεις και παρουσιάζοντας εκπομπές στην ΕΡΤ, όπως το “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι” την περίοδο ’86-’87. Εκεί, αλλά και όχι μόνο συνεργάστηκε με σταρ όπως ο Γιάννης Πάριος, ο Τόλης Βοσκόπουλος, αλλά και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, προκαλώντας επικρίσεις από παλιούς θαυμαστές του που τον θυμόταν στις εκλεκτικές του περιόδους όταν εμφανιζόταν σε μπουάτ.
Επόμενος δίσκος με νέα τραγούδια ήταν το “Κούρεμα” τη σημαδιακή χρονιά του 1989, όπου ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με την “Αποτυχία της Αριστεράς”, βρίζει τους “Κωλοέλληνες” που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, αλλά αφήνει ανοιχτή την πόρτα της λύτρωσης του προαιωνίου σεπτού έθνους από τη “μείζονα έκρηξη” που θα φέρουν οι “Πανέλληνες” (όχι δεν υπήρχαν ακόμα εκπομπές του Λιακόπουλου), και μας υποδεικνύει το ζικ-ζακ δρόμο για “Το Μητσοτάκ” που είναι ικανό να μας απαλλάξει από “το κνώδαλο τον παπατζή”.
Οι επόμενες δεκαετίες είναι καλλιτεχνικά αδιάφορες και ευθέως ανάλογες της ολοένα και συντηρητικότερης πολιτικής του διολίσθησης. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε το στίχο από το “Μέρες καλύτερες θα ‘ρθουν” από το δίσκο “Μην πετάξεις τίποτε” του 1994:
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος
και βούλιαξε στον χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο
και ξάφνου βγήκε απ’ τα κλαδιά της Πίστης φωτισμένο.
Δεν ήταν βέβαια ακριβώς χείμαρρος αυτό στο οποίο βούλιαξε ο Σαββόπουλος, αλλά κανονικός βούρκος, που δε φαίνεται να έχει και βυθό. Βούρκος που όχι μόνο τον οδήγησε να ασπαστεί ενθουσιωδώς τα περί “εθελοντισμού” στην Ολυμπιάδα του 2004, συμμετέχοντας και στη διαβόητα κιτς τελετή λήξης, αλλά μέχρι και να γράψει τραγούδι για τη Γιάννα Αγγελοπούλου. Λίγους μήνες πριν τους Αγώνες εξάλλου είχε γιορτάσει και τα 40 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, κοσμώντας το Ηρώδειο με μια τούρτα από την οποία ξεπήδησε η -στα ντουζένια της τότε – Καλομοίρα. Κι αν κάποιοι θεώρησαν ότι δεν πάει άλλο, ο συνθέτης ήρθε πανηγυρικά να τους διαψεύσει με την προχθεσινή του εμφάνιση στο “Άλσος” πλαισιωμένος από έναν άντρα και μια γυναίκα στρίπερ, κι απορεί κανείς αν σε επόμενο νούμερο θα περιλαμβάνονται αρκούδες και μαϊμούδες.
Ως προς τις πολιτικές του παρεμβάσεις, σε γενικές γραμμές προσπαθούμε να τις σβήσουμε από τη μνήμη μας, αφού είναι έμπλεες γλειψίματος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό “το 1964 είμασταν κατά της Αμερική, τώρα δικαίως υπέρ της” και γεμάτες μίσος για τους μετανάστες αλλά και τους τοξικοεξαρτημένους, καθώς το 2011 είχε προτείνει να “φιλοξενηθούν” οι μιαρές αυτές ομάδες ανεπιθύμητων συμπολιτών μας σε “αραιοκατοικημένα νησιά”. Όπως είναι φυσικό, ο Σαββόπουλος δε θα γινόταν να λείψει από τη χορεία των υποστηρικτών του “Ναι” στο δημοψήφισμα και το γενικότερο “μενουμευρωπαϊκό” συρφετό, ενώ είναι και σταθερή παρουσία του “Όλοι μαζί μπορούμε” του καλού φιλάνθρωπου ιδιοκτήτη του ΣΚΑΪ, αμάρτημα βέβαια στο οποίου υπέπεσαν και πολλοί αξιολογότεροί του καλλιτέχνες, ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε.
Ως άνθρωποι δεν μπορούμε να ευχηθούμε παρά μακροημέρευση και υγεία στον τραγουδοποιό, εξάλλου ο ίδιος ήταν ίσως κι από τους πρώτους που εισήγαγαν την έννοια στο ελληνικό πεντάγραμμο, θα προτιμούσαμε όμως να τα χιλιάσει όσο γίνεται πιο μακριά από τα αυτάκια και τα ματάκια μας. Εξάλλου και στον ίδιο μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.