Ποιοι πολέμησαν στα Δεκεμβριανά – Μια ανάλυση της δύναμης και των εφεδρειών των αντίπαλων στρατοπέδων
Το κοινωνικό βάθος του ΕΛΑΣ και η πολιτική του απήχηση στην κοινωνία δεν μπόρεσαν να μεταφραστούν σε στρατιωτικό πλεονέκτημα. – Απόσπασμα από την ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου του Γιώργου Μαργαρίτη.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη δίτομη ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου που συνέγραψε ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, στο οποίο εκθέτει τα αντίπαλα στρατόπεδα, σημειώνοντας αφενός την συσπείρωση γύρω από τους Άγγλους όλων των κοινωνικών ομάδων που είχαν λόγους να φοβούνται την επικράτηση της Αριστεράς, αφετέρου τη δυσκολία έγκαιρης μετάβασης του κύριου όγκου των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τη Βορειοδυτική Ελλάδα στην Αθήνα, όπου διεξάγονταν οι μάχες των Δεκεμβριανών.
Η δυναμική του αντιεαμικού στρατοπέδου, στηριγμένη στη βρετανική παρουσία, συνδρομή και συμπεριφορά, αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη της μάχης της Αθήνας στη φάση του αγώνα φθοράς και αντοχής των αντιπάλων. Η ροή εθελοντών προς τις δυνάμεις της Εθνοφυλακής υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική από τις πρώτες κιόλας ημέρες των συγκρούσεων και πολλές φορές ξεπέρασε τις δυνατότητες της βρετανικής επιμελητείας να εξοπλίσει, να ντύσει και να εφοδιάσει τους παρουσιαζόμενους. Οπωσδήποτε, ένα τμήμα αυτών των «εσωτερικών», των προερχόμενων από την ελληνική κοινωνία, ένοπλων δυνάμεων είχε ήδη ξεκινήσει, πριν από καιρό, την αντιπαράθεσή του με τους κομμουνιστές και τις δυνάμεις της Αντίστασης. Κάτω από τις νέες σημαίες εντάχθηκαν πολλά μέλη των αντικομμουνιστικών οργανώσεων της πρωτεύουσας, μεγάλος αριθμός αφοπλισμένων και ενίοτε έγκλειστων μελών των άλλοτε Ταγμάτων Ασφαλείας – που απελευθερώθηκαν και πήραν άφεση αμαρτιών στη νέα κατάσταση, χωροφύλακες από διαλυμένους σταθμούς ή από τη Θεσσαλονίκη, πρόσφυγες, μέλη και στελέχη εθνικιστικών οργανώσεων από την επαρχία και άλλοι πολλοί περίπου της ίδιας ή συγγενικής προέλευσης. Στο νέο αυτό σώμα έσπευσαν να προσφέρουν υπηρεσίες πολλοί αξιωματικοί που έβλεπαν την καριέρα τους να ξαναρχίζει μετά από χρόνια απραξίας και μάλιστα να προσφέρει ελπίδες διάκρισης και εξέλιξης μέσα από την κρισιμότητα των καιρών. Προοδευτικά όμως, στα νέα σώματα άρχισαν να εντάσσονται κυρίως νεαρά άτομα, προερχόμενα από τάξεις και κοινωνικές ομάδες της αθηναϊκής κοινωνίας που αισθάνονταν ιδιαίτερα απειλούμενες από μια ενδεχόμενη επικράτηση της Αριστεράς. Όλες αυτές οι πηγές απέδωσαν πολύ κόσμο -πριν τελειώσει ο Δεκέμβριος η Εθνοφυλακή αριθμούσε 15.000 άνδρες, οι οποίοι στη διάρκεια του Ιανουαρίου έφθασαν τους 23.000- και δημιούργησαν πολύ γρήγορα αριθμητικά ισχυρές στρατιωτικές μονάδες που προοδευτικά ανέλαβαν, στο πλευρό των Βρετανών αλλά και των προερχόμενων από τη Μέση Ανατολή μονάδων του ελληνικού στρατού, το μεγαλύτερο βάρος των επιχειρήσεων. Ανέλαβαν επιπλέον να πληρώσουν το βαρύτερο τίμημα στον ισολογισμό του αίματος. Στον πιο αποδεκτό «πίνακα απωλειών» των αντιμαχόμενων πλευρών στη μάχη της Αθήνας, οι βρετανικές δυνάμεις φαίνεται να έχουν 210 νεκρούς, 55 μόνιμα αγνοούμενους και 1.100 αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Οι ελληνικές δυνάμεις της Δεξιάς που πολέμησαν στα Δεκεμβριανά είχαν 3.480 νεκρούς (από τους οποίους 889 ανήκαν στη Χωροφυλακή και την Αστυνομία και 2.540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Η αναλογία απωλειών μεταξύ Βρετανών και Ελλήνων, ένα προς δεκατρία περίπου, εξηγεί καλύτερα από κάθε άλλο επιχείρημα τη μορφή της μάχης της Αθήνας, το ότι δηλαδή η αγγλική παρουσία και η υψηλή επιτήρηση του πεδίου της μάχης επέτρεψε την κινητοποίηση του δυναμικού της αντιεαμικής παράταξης, την κινητοποίηση των εφεδρειών δηλαδή, που τελικά επέτρεψε την επικράτησή τους και την πρόκληση ανεπανόρθωτων ζημιών στον ΕΛΑΣ, χωρίς ιδιαίτερα υψηλό κόστος για τη Μεγάλη Βρετανία. Το σχήμα οπωσδήποτε ήταν πετυχημένο.
Η κινητοποίηση εφεδρειών από την πλευρά της Αριστεράς και η τροφοδοσία της μάχης της Αθήνας στη φάση των συγκρούσεων φθοράς αποδείχθηκαν πολύ δύσκολη υπόθεση. Οι τεχνικές δυνατότητες τού ΕΛΑΣ επέτρεψαν την εμπλοκή στη σύγκρουση μόνο των δυνάμεων που βρίσκονταν σε λογική γεωγραφική απόσταση από το πεδίο της μάχης. Αυτό ίσχυε για τις μονάδες του ΕΛΑΣ της Αττικοβοιωτίας φυσικά (τη II και την XIII μεραρχία), αργότερα της Πελοποννήσου (την III μεραρχία με δύο ταξιαρχίες) και τμήμα των δυνάμεων της Θεσσαλίας. Απέκλειε δηλαδή τη συμμετοχή στη μάχη των συμπαγών όγκων των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας ιδιαίτερα που, εκείνη την εποχή, περιλάμβανε τις πλέον ισχυρές και αξιόμαχες δυνάμεις. Η αναζήτηση προθέσεων στη μη ανάμειξη αυτών των δυνάμεων στη μάχη μάλλον οδηγεί στο αδιέξοδο. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η μετακίνηση πολλών χιλιάδων ανθρώπων σε αποστάσεις τριακοσίων ως πεντακοσίων χιλιομέτρων, σε νυκτερινές πορείες και σε αραιωμένη διάταξη ώστε να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, οι απώλειες από τα αεροπλάνα, χωρίς δυνατότητα ανεφοδιασμού από τις βάσεις τους, πέρα του ότι θα διαρκούσε είκοσι μέρες ή και περισσότερο, θα μπορούσε, με την κόπωση και μόνο, να διαλύσει οποιαδήποτε συνοχή και μαχητική αξία των τμημάτων. Από τα πράγματα ο ΕΛΑΣ υποχρεώθηκε να δώσει τη μάχη της πρωτεύουσας μόνο με τμήμα των δυνάμεών του και να αναπτύξει μικρό ποσοστό των δυνατοτήτων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κινητοποίηση τυχόν εφεδρειών έχανε το νόημά της. Η κινητοποίηση, λόγου χάρη, των ανθρώπινων πόρων του ΕΛΑΣ στην επαρχία, του εφεδρικού ΕΛΑΣ παραδείγματος χάρη, δεν είχαν κανένα νόημα, καθώς η μεταφορά των δυνάμεων αυτών στο πεδίο της μάχης της Αθήνας βρισκόταν μπροστά στα ίδια ανυπέρβλητα εμπόδια. Σε αντίθεση με τον αντίπαλο, που, καθώς κυριαρχούσε στη θάλασσα, μπορούσε να μετακινεί -και να συγκεντρώνει- ανενόχλητος τις δυνάμεις του, ο ΕΛΑΣ ήταν καταδικασμένος να στηριχθεί μόνο στους επιτόπιους ή τους πολύ γειτονικούς πόρους του. Στη διάρκεια των συγκρούσεων, η ροή εθελοντών προς τις τάξεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα δεν ήταν αμελητέα. Η αποτελεσματική, όμως, ένταξη αυτών των εθελοντών στις τάξεις των μαχόμενων μονάδων απαιτούσε την επίλυση του ζητήματος του εφοδιασμού, καθώς και την εξασφάλιση αναγκαίου χρόνου και χώρου για την ανασύνταξη, ξεκούραση και αναδιάρθρωση των μονάδων. Κάτω από τη συνεχή εχθρική πίεση και κάτω από εχθρικό ουρανό, οι δυνατότητες αυτές δεν υπήρξαν και έτσι οι εφεδρείες περιορίστηκαν στο να κλείνουν κενά που άνοιξαν οι απώλειες, χωρίς να συγκροτούν τις καθοριστικές για την εξέλιξη των επιχειρήσεων επιθετικές αιχμές. Με άλλα λόγια, το κοινωνικό βάθος του ΕΛΑΣ και η πολιτική του απήχηση στην κοινωνία δεν μπόρεσαν να μεταφραστούν σε στρατιωτικό πλεονέκτημα.