Όσβαλντ Μόσλεϊ – Αγκυλωτός και βρετανικό φλέγμα
Εξέφρασε στην πιο καθαρή του μορφή το φλερτ της άρχουσας τάξης της Βρετανίας με το φασισμό, πριν γίνει σαφές ότι ούτε ο Μουσολίνι, ούτε και ο Χίτλερ είχαν διάθεση να περιοριστούν σε όσα τους πρόσφερε η πολιτική κατευνασμού στην οποία η Βρετανία πρωταγωνίστησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην απέκτησε ποτέ τη μαζική επιρροή που επιθυμούσε και να φυλακίστηκε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Όσβαλντ Μόσλεϊ, η γνωστότερη μορφή του Βρετανικού φασισμό, δεν ήταν απλά ένας αποσυνάγωγος Βρετανός αστός ευγενής και πολιτικός ή «παλιάτσος», όπως αντιμετωπίστηκε αργότερα. Στην πραγματικότητα, εξέφρασε στην πιο καθαρή του μορφή το φλερτ της άρχουσας τάξης της Βρετανίας με το φασισμό, πριν γίνει σαφές ότι ούτε ο Μουσολίνι, που αρχικά είχε συγκεντρώσει και τις περισσότερες συμπάθειες εντός βρετανικού κατεστημένου, ούτε και ο Χίτλερ είχαν διάθεση να περιοριστούν σε όσα τους πρόσφερε η πολιτική κατευνασμού στην οποία ως γνωστόν η Βρετανία πρωταγωνίστησε.
Γεννήθηκε στις 16 Νοέμβρη 1896 σε οικογένεια ευγενών μεγαλογαιοκτημόων αγγλοϊρλανδικής καταγωγής. Αποφοίτησε από το Βασιλικό Στρατιωτικό Κολέγιο και υπηρέτησε στο δυτικό μέτωπο στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αργότερα υπηρέτησε στη Βασιλική αεροπορία και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι στη διάρκεια πτώσης. Ξαναγύρισε στο χαράκωμα όπου λιποθύμησε από τους πόνους, κάτι που οδήγησε στην απόλυσή του.
Μετά το τέλος του πολέμου κατέβηκε υποψήφιος βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος κι εξελέγη εύκολα, ως ένα από τα νεότερα μέλη του κοινοβουλίου. Έγινε γνωστός για την αυτοπεποίθηση και τη ρητορική του δεινότητα, αποσπώντας θετικά σχόλια από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, μετέπειτα πρωθυπουργού της Βρετανίας. Ο γάμος του με την Λαίδη Κέρζον, κόρη του πρώην αντιβασιλιά των Βρετανικών Ινδιών ήταν το κοινωνικό γεγονός της χρονιάς το 1920, με παρόντα πολλά μέλη βασιλικών οίκων από όλη την Ευρώπη.
Λόγω διαφωνιών με το κόμμα του στην καταστολή του ιρλανδικού κινήματος ανεξαρτησίας, ο Μόσλεϊ ανεξαρτητοποιήθηκε, κατορθώνοντας να επανεκλεγεί το 1922 και 1923, ενώ ένα χρόνο μετά προσχώρησε στο Εργατικό Κόμμα. Κατάφερε μάλιστα να νικήσει τον μετέπειτα πρωθυπουργό και πρωταγωνιστή της πολιτικής του κατευνασμού στο Χίτλερ, Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεν στην εκλογική του περιφέρεια, με διαφορά 77 ψήφων.
Μετά τη νίκη των Εργατικών το 1929 έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά παραιτήθηκε ένα χρόνο μετά όταν απορρίφθηκε το κοινωνικό του πρόγραμμα από την κυβέρνηση.
Στη συνέχεια, το 1931, αποχώρησε δυσαρεστημένος, ιδρύοντας το «Νέο Κόμμα», που σημείωσε πενιχρές εκλογικές επιδόσεις και προσέγγιζε ολοένα και περισσότερο τις θέσεις του ευρωπαϊκού φασισμού.
Μετά από ταξίδι στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων στην Ιταλία, για να μελετήσει τη δομή των φασιστικών κομμάτων, ίδρυσε την «Βρετανική Ένωση Φασιστών», ομαδοποιώντας σκόρπιους φασιστικούς σχηματισμούς που δρούσαν ως τότε στη Γηραιά Αλβιόνα. Η ακραία αντικομμουνιστική οργάνωση συγκέντρωσε κατά δήλωσή της 50.000 μέλη, ενώ υποστηρίχθηκε και από την εφημερίδα Daily Mail.O Μόσλεϊ, σε αντιγραφή του ιταλικού προτύπου, ίδρυσε τους δικούς του Μελανοχίτωνες (Blackshirts), που επιτίθενταν συχνά σε κομμουνιστές και Εβραίους του Λονδίνου. Βίαια επεισόδια σημειώθηκαν και σε συγκέντρωση των φασιστών στη βρετανική πρωτεύουσα στην αίθουσα Olympia, όταν οι Μελανοχίτωνες απομάκρυναν μετά βίας «ταραξίες» που είχαν παρεισφρήσει στην εκδήλωση. Η εκκαθάριση των Ταγμάτων Εφόδου από το Χίτλερ στη Γερμανία το 1934 είχε σοβαρές επιπτώσεις στην οργάνωση του Μόσλεϊ, από την οποία αποχώρησε η πλειονότητα των μελών, με αποτέλεσμα να παραμείνει λιγότερο από το 1/5.
Ο Μόσλεϊ και οι οπαδοί του συνέχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στους δρόμους, προβαίνοντας σε ρατσιστικές και αντικομμουνιστικές επιθέσεις, ενώ η δράση του χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα από τη βρετανική κυβέρνηση για να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι με το Public Order Act το 1936.
Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου παντρεύτηκε την ίδια χρονιά την επί χρόνα ερωμένη του Νταϊάνα Γκίνες στο σπίτι του Γκέμπελς παρουσία του ίδιου του Χίτλερ, που παρέθεσε δείπνο προς τιμήν τους στην καγκελαρία. Οι στενοί του δεσμοί με την ηγεσία του ναζισμού του χάρισαν κύρος στη βρετανική ακροδεξιά, οδηγώντας το κόμμα το 1937 στο απόγειο της εκλογικής του επιρροής στις δημοτικές εκλογές του Λονδίνου, όπου σε τρεις περιφέρειες του Ανατολικού Λονδίνου απέσπασε το 25% των ψήφων.
Όσο πλησίαζε το φάσμα του πολέμου, το κόμμα του Μόσλεϊ λάνσαρε το σύνθημα «Ασχολήσου με τις βρετανικές υποθέσεις», ενώ μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία και την κήρυξη του πολέμου τάχθηκε υπέρ διαπραγματεύσεων με τη ναζιστική Γερμανία. Αρχικά μάλιστα η πρότασή του έγινε ευνοϊκά δεκτή από πολλούς πολιτικούς κύκλους, μέχρι και την εισβολή της Γερμανίας στη Νορβηγία, που καθιστούσε μεγαλύτερους τους φόβους επίθεσης και στη Βρετανία. Ο Μόσλεϊ γίνεται persona non grata και αποδοκιμάζεται ακόμα και στο δρόμο, συχνά με βίαιο τρόπο.
Συνελήφθη μαζί με άλλους φασίστες συμπατριώτες του στις 23 Μάη, όπως και η σύζυγός του μετά τη γέννηση του γιου τους Μαξ Μόσλεϊ. Το ζεύγος ζούσε μαζί σε σπίτι στο σύμπλεγμα των φυλακών του Χόλογουει. Το 1943 βγήκαν από τη φυλακή για λόγους υγείας, αλλά τέθηκαν σε κατ’οίκον περιορισμό.
Μετά από πιέσεις παλιών του ακολούθουν προσπάθησε πάλι να αναμειχθεί στην πολιτική. Η αποτυχία του «Union Movement» που ίδρυσε τον οδήγησε να μεταναστεύσει το 1951 στην Ιρλανδία και μετά στο Παρίσι.
Εκμεταλλευόμενος τις ταραχές στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνο το 1958, όταν συμμορίες λευκών νεαρών επιτίθενταν για βδομάδες σε κατοίκους με καταγωγή από την Αφρική και την Καραϊβική, ο Μόσλεϊ προσπάθησε να καρπωθεί εκλογικά οφέλη, αφού το κόμμα του είχε συμβάλει στο να υποδαυλιστεί το κλίμα φυλετικού μίσους στην περιοχή. Ωστόσο το κόμμα του απέτυχε οικτρά, όπως και στις επόμενες αναμετρήσεις. Μετά το 1966 αποσύρθηκε από την πολιτική και αφιερώθηκε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, που κυκλοφόρησαν το 1968 με τίτλο «Η ζωή μου».
Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1980.