“Κατά τον δαίμονα εαυτού” – Τζιμ Μόρισον: Πεθαίνοντας για την αιωνιότητα
«Νιώθω σαν να ήμουν τεντωμένος σα χορδή τόξου που ξαφνικά αφέθηκε ελεύθερη».
Ο φυλακισμένος
βλεφαρίζει στον ήλιο
σαν τυφλοπόντικας
μέσ’ από την τρύπα του
ενός παιδιού το πρώτο ταξίδι
μακριά απ’ το σπίτι.
Αυτή η στιγμή ελευθερίας.
Τζιμ Μόρισον, “Στιγμή ελευθερίας” (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης)
Ποιητής, τρελός, εξαρτημένος, απολλώνιος και διονυσιακός σύναμα, ο Τζιμ Μόρισον είχε όλο το “πακέτο” – όπως αγοραία λένε στους υποψηφίους τραγουδοριάλιτι – για να γίνει ίνδαλμα όχι μόνο της ψυχεδελικής ροκ και των παιδιών των λουλουδιών, αλλά μιας ολόκληρης εποχής, αντανακλώντας συμπυκνωμένα όλο το μεγαλείο και τα αδιέξοδά της.
Τίποτε από αυτά δεν προμηνυόταν φυσικά όταν πριν από ακριβώς 75 χρόνια έβλεπε το φως του ήλιου ο Τζέιμς Ντάγκλας Μόρισον, που από μωρό όλοι φώναζαν Τζιμ. Οι κακοί οιωνοί στη ζωή του έκαναν την εμφάνισή τους ήδη στα 4 του χρόνια, όταν έγινε μάρτυρας ενός φριχτού τροχαίου. Να πώς περιέγραφε ο ίδιος τη σκηνή πολλά χρόνια αργότερα «Οδηγούσαμε τα ξημερώματα μες στην έρημο και ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους εργάτες συγκρούστηκε με ένα άλλο όχημα…Οι αιμόφυρτοι Ινδιάνοι είχαν σκορπιστεί σε όλο το δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα φόβο…Αυτές είναι οι ψυχές των πνευμάτων αυτών των νεκρών Ινδιάνων, ίσως ενός ή δύο από αυτούς…που έτρεχαν τότε ξέφρενες και πήδηξαν στην ψυχή μου…κι ακόμα εκεί παραμένουν». O πατέρας του προσπαθούσε να τον πείσει πως απλά ήταν ένας εφιάλτης, η πεποίθηση του μικρού Τζιμ πως κουβαλούσε τις ψυχές νεκρών Ινδιάνων είχε διαμορφωθεί αμετάκλητα. Ο «ηλεκτρικός σαμάνος» όπως θα αποκαλούσε τον εαυτό του αργότερα, είχε ήδη γεννηθεί και το περιστατικό θα επανερχόταν σταθερά στην ποίηση, τα τραγούδι και τις συνεντεύξεις του.
Την επόμενη και μεθεπόμενη χρονιά γεννιούνται τα αδέρφια του, Ανν Ρόμπιν και Άντριου Λι, το καθένα σε διαφορετική πολιτεία τον ΗΠΑ, καθώς ο πατέρας Τζορτζ Στίβεν Μόρισαν ήταν αξιωματικός και μετέπειτα ναύαρχος του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού, μετακομίζοντας από μέρος σε μέρος με την υπάκουη και πιστή φαμίλια του, πρότυπο θεωρητικά της ιδανικής πατριωτικής αμερικανικής οικογένειας.
Ενδεικτικό του ψυχρού και στρατιωτικά πειθαρχημένου κλίματος στο σπίτι ήταν το γεγονός πως ο πατέρας, τις σπάνιες φορές που βρισκόταν στο σπίτι, απαιτούσε να τον αποκαλούν «Σερ». Ο Τζιμ, αν και καλός και εξαιρετικά ευφυής μαθητής (με πιστοποιημένο δείκτη ευφυΐας 149, ανώτερο από το 99,95% του πληθυσμού), είχε δείξει από νωρίς προβλήματα συμπεριφοράς και δραπέτευε από την ασφυκτική για εκείνον καθημερινότητα μέσω της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας (ειδικά του Νίτσε) και της ποίησης, που άρχισε να συγγραφεί ήδη από τα 12 του χρόνια, με στίχους δηκτικούς, σατιρικούς κι επιθετικούς ενίοτε.
Αδιαφορώντας για καριέρα στο Ναυτικό, όπως ήθελε ο πατέρας του, άρχισε το 1961 να σπουδάζει κινηματογράφο και θεατρολογία στη Φλόρινα κι αργότερα στο UCLA του Λος Άντζελες. Στη διάρκεια των σπουδών του ολοκλήρωσε δυο ταινίες, η πρώτη με τίτλο «First love”.
O κόσμος του κινηματογράφου δεν ήταν όμως αυτό που αναζητούσε ο Μόρισον, που εγκατέλειψε τις σπουδές του κι αφιερώθηκε στην ποίηση, τη μουσική και την ξέφρενη χίπικη ζωή. Έχοντας έρθει σε ρήξη και με τους δύο γονείς του, για ένα διάστημα κυριολεκτικά δεν είχε που την κεφαλή κλίναι, ώσπου το 1965 βρήκε στέγη σε έναν πρώην συμφοιτητή του, στη σοφίτα ενός κτιρίου με γραφεία στο Venice της Καλιφόρνιας, όπου ο στρουμπουλός νεαρός άρχισε να χάνει βάρος υπό την επήρεια ναρκωτικών, συγγράφοντας παράλληλα στίχους τραγουδιών και ποιήματα.
Στις 5 Ιούνη 1965, στη διάρκεια μιας εμφάνισης του παλιού συμφοιτητή του Μόρισον, Ρέι Μάζαρεκ στη Σάντα Μόνικα, εκείνος του ζήτησε να τον υποστηρίξει φωνητικά στο τραγούδι «Louie – Louie». Μετά από λίγο καιρό, αφότου ο Μόρισον του παρουσίασε κάποιους από τους στίχους του, ο Μάζαρεκ τον κάλεσε να συμμετάσχει στο συγκρότημα που είχε ιδρύσει με τον αδελφό του, με τίτλο «Rick and the Ravens». Μετά από ένα αποτυχημένο ντέμο στο Λος Άντζελες, ο Μόρισον πρότεινε τη μετονομασία του συγκροτήματος σε «The Doors”, αποτελούμενο από τον ντράμερ Τζον Ντένσμορ, τον κιθαρίστα Ρόμπι Κρίγκερ και τους Ρέι Μάνζαρεκ και Τζιμ Μόρισον. Ο τίτλος όπως είναι πασίγνωστο, βασίζεται σε εκείνον του βιβλίου του Άλντους Χάξλεϊ, «The Doors of Perception» (1954), όπου ο συγγραφέας καταγράφει την επίδραση των παραισθησιογόνων LSD και μεσκαλίνης στην ανθρώπινη συνείδηση και αντίληψη. Ο ίδιος ο Μόρισον χαρακτήριζε τα ναρκωτικά «ένα στοίχημα, με διακύβευμα το μυαλό σου».
Αρχικά το συγκρότημα έπαιζε σε γάμους, πάρτι γενεθλίων και σε ένα παρακμιακό μαγαζί στο Sunset Strip με τίτλο «London Frog». Οι άσημοι μουσικοί κατόρθωσαν σύντομα να εξασφαλίσουν δισκογραφικό συμβόλαιο στη μεγάλη εταιρεία Columbia, η οποία όμως δεν είχε καμιά πρόθεση να ηχογραφήσει άλμπουμ του συγκροτήματος, μια από τις πιο αποτυχημένες επιχειρηματικές αποφάσεις στο χώρο της δισκογραφίας. Οι «Doors» όμως είχαν την τύχη με το μέρος τους, καθώς ένα βράδυ τους είδε ο επικεφαλής της Elektra Record και λίγο καιρό μετά, το Γενάρη του 1967, κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ με τίτλο «The Doors». To πρώτο σινγκλ «Break on through», αν και θρυλικό μετέπειτα, πέρασε τότε μάλλον απαρατήρητο, σε σύγκριση με το δεύτερο «Light my fire», που εκτοξεύτηκε στην κορυφή των Αμερικανικών τσαρτ, συμπαρασύροντας έτσι κι ολόκληρο το Άλμπουμ. Μεγάλη επιτυχία γνώρισε τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς και το μελαγχολικό κι εσωστρεφές «People are strange», ενώ οι Doors και ο Μόρισον είχαν αρχίσει ήδη να γίνονται φαινόμενο, όπως πιστοποιεί και σχετική αναφορά του περιοδικού Vogue την ίδια εποχή: «Ο Τζιμ Μόρισον γράφει σαν να ξαναγύρισε ο Έντγκαρ Άλαν Πόε με τη μορφή ενός χίπι».
Τα «δύσπεπτα» τραγούδια, γεμάτα με παράδοξες εικόνες, επηρεασμένες προφανώς από την κατανάλωση παραισθησιογόνων, υπαρξιακή αγωνία και συχνά πεισιθάνατη διάθεση έπιαναν με το δικό τους τρόπο τον παλμό μιας γενιάς νέων που αντιδρούσε στον κονφορμισμό των γονιών της, αλλά και στον πόλεμο του Βιετνάμ, ανεξάρτητα από τη ρηχότητα –σε πολλές περιπτώσεις – των πολιτικών της αναζητήσεων.
«War is over» ακούγεται στο τέλος του εμβληματικού αντιπολεμικού τραγουδιού «Τhe Unknown Soldier», κι είναι αυτό ακριβώς που θέλουν να ακούσουν εκατομμύρια νέοι στις ΗΠΑ, αλλά και σε όλο τον κόσμο, ανακηρύσσοντας το Μόρισον στον αμαρτωλό Μεσσία που τόσο είχαν ανάγκη να πιστέψουν.
Σε ερώτηση αν ο ίδιος αισθανόταν «ήρωας» απαντούσε: “Ήρωας είναι κάποιος που εξεγείρεται ή μοιάζει να εξεγείρεται ενάντια στα γεγονότα της ύπαρξης και φαινομενικά νικάει. Προφανώς κάτι τέτοιο δουλεύει μόνο για λίγο και δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια. Μ’αυτό δεν εννοώ ότι οι άνθρωποι δε θα έπρεπε να εξεγείρονται κατά των θεμελίων της ύπαρξης. Μια μέρα, ποιος ξέρει, ίσως νικήσουμε το θάνατο, τις αρρώστιες, τον πόλεμο».
Για τον εκ φύσης συνεσταλμένο Μόρισον, που αρχικά εμφανιζόταν με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό, η διασημότητα ήταν δίκοπο μαχαίρι: «Νιώθω σαν να ήμουν τεντωμένος σα χορδή τόξου που ξαφνικά αφέθηκε ελεύθερη», προσθέτοντας πως «με θεωρώ έξυπνο, ευαίσθητο άνθρωπο με ψυχή κλόουν, που με αναγκάζει πάντα στα πιο σημαντικά πράγματα να υπερβάλλω.»
Οι υπερβολές αυτές άρχισαν σύντομα να έχουν αντίκτυπο, τόσο στην υγεία, όσο και στις εμφανίσεις του, με τον ίδιο να καταρρέει συχνά – πυκνά στη σκηνή, περιτριγυρισμένος από τα μπουκάλια ουίσκι που κουβαλούσε μαζί του. Περιπέτειες με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη που προσπαθούσαν να συνετίσουν τον “αισχρό” καλλιτέχνη απλώς πρόσθεταν παραπάνω στη φήμη του ίδιου του και του συγκροτήματος, που συνέχισε να βρίσκεται στην κορυφή των πωλήσεων με το άλμπουμ “Waiting for the sun” (1968) και τα σινγκλ “Hello, I love you” και “Touch me” την ίδια χρονιά.
Το 1969 ήταν μια κακή χρονιά, καθώς σε μεγάλη συναυλία των Doors ο Τζιμ Μόρισον εμφανίστηκε με μεγάλη καθυστέρηση, εντελώς μεθυσμένος κι άρχισε να παραληρεί και να βρίζει το κοινό του. Στη συνέχεια άρχισε να γδύνεται και σύμφωνα με κάποιους να αυνανίζεται επί σκηνής, αν και τα ακριβή περιστατικά παρά τους χιλιάδες –όχι και πολύ νηφάλιους -μάρτυρες είναι μέχρι και σήμερα ασαφή και δεν πιστοποιούνται από οπτικό υλικό. Σε κάθε περίπτωση, ο Μόρισον συνελήφθη και καταδικάστηκε για χυδαιότητα και προσβολή δημοσίας αιδούς, ενώ οι συναυλίες του συγκροτήματος άρχισαν να ακυρώνονται η μία πίσω από την άλλη. Το άλμπουμ Soft Parade δεν έκανε καλές πωλήσεις, ο Μόρισον άρχισε να παχαίνει, άφησε γένια κι άλλαξε στιλ ντυσίματος. Καλύτερη υποδοχή είχαν τα άλμπου «Morrison Hotel» (1970) και «LA Woman» (1971), όπου περιλαμβάνεται και το χαρακτηριστικότερο ίσως (μαζί με το “The end”) τραγούδι του συγκροτήματος «Riders on the storm». Στην τελευταία ζωντανή εμφάνιση των Doors στις 12 Δεκέμβρη 1970, μετά από αυτό το τραγούδι, ο Μόρισον πετάει το μικρόφωνο στο κοινό και καταρρέει πάνω στα ντραμς του Ντένσμορ.
Σκιά του εαυτού του, ο Μόρισον καταφεύγει στο Παρίσι, στο πλευρό της επί χρόνια συντρόφου του, επίσης τοξικοεξαρτημένης Pamela Courson. Αν και ενθουσιάζεται με το Παρίσι, ο χρόνος ήδη μετρούσε αντίστροφα για εκείνον. Στις 3 Ιούλη 1971 ο Μόρισον πέθανε μέσα στη μπανιέρα στο παρισινό του διαμέρισμα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Courson από υπερβολική δόση ηρωΐνης, αν και δε συντάχθηκε ποτέ ιατροδικαστικό πόρισμα για τα ακριβή αίτι, τροφοδοτώντας απίθανα σενάρια τα επόμενα χρόνια, μέχρι του ότι είχε σκηνοθετήσει το θάνατό του. Τάφηκε στο κοιμητήριο Περ Λασέζ του Παρισιού, παρουσία της Courson κι ελάχιστων φίλων και συνεργατών του. Μετά την κλοπή της μικρής επιτύμβιας πλάκας το 1973, το 1981 τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος χρηματοδότησαν την περίφημη επιτύμβια στήλη με την αρχαιοελληνική επιγραφή„κατὰ τὸν δαίμονα ἑαυτοῦ“. Ως σήμερα, ο τάφος του, που κατά διαστήματα αποτελεί στόχο βανδαλισμών, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα αξιοθέατα της γαλλικής πρωτεύουσας
To 1991 o Όλιβερ Στόουν γύρισε την ταινία “The Doors” με πρωταγωνιστή τον Βαλ Κίλμερ στο ρόλο του Μόρισον. Ο Κίλμερ επαινέθηκε από τους περισσότερους κριτικούς για την ερμηνεία του, ωστόσο η ίδια η ταινία βρέθηκε στο στόχαστρο κριτικών, αλλά και των επιζώντων μελών του συγκροτήματος, ως ανακριβής και διαστρεβλωτική στην παρουσίαση του καλλιτέχνη.
Tραγούδια των Doors ακούγονται ως και σήμερα πολύ συχνά σε ταινίες, σειρές, αλλά και διαφημιστικά, με την τελευταία χρήση να εξοργίζει το Μόρισον όσο ζούσε. Η διασημότερη αξιοποίηση τραγουδιού του συγκροτήματος ήταν στο αριστουργηματικό”Αποκάλυψη τώρα” του Φράνσις Φορντ Κόπολα, όπου χρησιμοποιείται τόσο στην έναρξη όσο και στην κορύφωση του έργου.