Οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
Ο κάθε ιστορικά αναλφάβητος, πίστεψε πως οι κομμουνιστές θέλουν να του πάρουν το σπίτι και να πηδήξουν τη γυναίκα του. Πόσο πιο επικίνδυνος κακομοίρης μπορεί να γίνει ένας κατά τα άλλα αφελής κι ευκολόπιστος άνθρωπος; Αν όλα τούτα τα δέσουμε μαζί, έχουμε το μπουκέτο των σάπιων λουλουδιών που ανελλιπώς και με αίσθηση ευθύνης, προσφέρει σ’ όλους εμάς τους παρακατιανούς, η κάθε εξουσία που εκλέγουμε για να μας σώσει.
Η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη και όχι μόνο, είναι πλέον γεγονός και όχι ενδεχόμενο. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, δημιουργούν το ιδανικό περιβάλλον για την «ποιοτική» ανάπτυξη των φασιστικού τύπου αντιλήψεων, σε πολιτικό ρεύμα που, αλλού κατακτά κι αλλού διεκδικεί την εξουσία. Απέναντι σ’αυτή τη σκοτεινή διαδικασία, βλέπουμε να αναπτύσσεται μια αντιφασιστική δράση που, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, δεν φαίνεται να έχει τα ικανά για την αποτροπή του φαινομένου αποτελέσματα. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να σταματήσει ο αντιφασιστικός αγώνας, αντίθετα, πρέπει να ενταθεί και να εξοπλιστεί με τη γνώση που ιστορικά έχει κατακτηθεί, ώστε να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η ίδια η πολιτική συμπεριφορά του σύγχρονου φασισμού, μας βοηθά να παρατηρήσουμε τη μεθοδολογία του: 1-Κανένα από τα υπάρχοντα φασιστικά κόμματα, δεν χρησιμοποιεί ανοιχτά το όνομα του Φασισμού, ή του Ναζισμού. 2-Κανένα κόμμα δεν στοχεύει σε μια πραξικοπηματικού τύπου δικτατορία. 3-Όλα στοχεύουν στην κατάκτηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. 4-Είναι κόμματα μη «αριστοκρατικά». Λειτουργούν σε λαϊκή βάση, σύμφωνα με τα πρότυπα των κομμάτων του Μουσολίνι και (περισσότερο) του Χίτλερ. Στόχος τους είναι η λαϊκή συνενοχή σ’ ένα έγκλημα εκ προμελέτης.
Στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι ο φασισμός σημειώνει μια υπολογίσιμη και σταθερή παρουσία, δεν έχει (ακόμα τουλάχιστον) την θεαματικά οδυνηρή άνοδο των ευρωπαϊκών φασιστικών κομμάτων. Ο ελληνικός λαός έχει υποστεί πολλές δικτατορίες κι έχει κατακτηθεί από Ναζί και Φασίστες, πληρώνοντας ακριβό τίμημα σε διωγμούς, βάσανα και αίμα. Αυτό όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί δικλείδα ασφαλείας και αφορμή εφησυχασμού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε στιγμή πως η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία έχει συνηθίσει τη συνενοχή, στηρίζοντας ιστορικά, όλες τις αστικές κυβερνήσεις που εγκλημάτησαν ασύστολα διώκοντας, φυλακίζοντας, εξορίζοντας και εκτελώντας. Μια συνενοχή που ονομάστηκε και επαινέθηκε ως εθνικοφροσύνη, δημοκρατία, ελληνικότητα, θρησκευτικότητα και πατριωτισμός. Από την γέννηση του ελληνικού κράτους ίσαμε σήμερα, οι μορφές της αστικής δημοκρατίας (Βασιλευόμενη-Κοινοβουλευτική), οι εκάστοτε δικτατορίες και η Εκκλησία, ακολουθούν και συνεχίζουνε αντάμα, να διδάσκουν επίσημα ψέματα, διαστρεβλώσεις, παραχαράξεις και πλαστογραφήσεις της ιστορίας, με σκοπό τη διαμόρφωση μιας «υπερήφανης» εθνικής συνείδησης, πιστής στο αλχημικό κατασκεύασμα που το ονόμασαν «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη». Η θρησκοληψία, ο αυτοκρατορικός μεγαλοϊδεατισμός και η προγονοληψία, είναι τα τρία σακιά απ’ όπου οι ιστορικοί Φρανκεστάιν επέλεξαν τα κομμάτια που θεώρησαν κατάλληλα, για τη συρραφή μιας παρελθοντικής εκδοχής που κρίθηκε ως ικανή ν’ αποτελέσει την επίσημη ιστορία μας. Αυτή η συγκεκριμένη εκδοχή και ο τρόπος που διδάσκεται, είναι μια Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση. Παιδεύει συγκεκριμένο ήθος, και ήθος σημαίνει πίστη σε συγκεκριμένες αρχές και αξίες. Το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, δεν είναι χουντικό εφεύρημα, αλλά η από καταβολής του νέου ελληνικού κράτους πάγια επιδίωξη των ξενόδουλων εξουσιών, για τη διαμόρφωση μιας συλλογικής λαϊκής συνείδησης πιστής σε μια διαστρεβλωμένη ιδέα περί της πατρίδας και βέβαια, πιστής σε μια θρησκεία-συνεξουσία. Το «ήθος» που παράγεται απ’ αυτές τις κατά τους πολλούς αθώες «ιστορικές» συνευρέσεις ή συμμαχίες, είναι ντροπιαστικό και εν τη γενέσει του φασίζον. Αν θεωρήσουμε λοιπόν τη διδασκόμενη «γνώση» ως δεδομένη, αν δεν αναζητήσουμε την αλήθεια των πραγμάτων από άλλες ευτυχώς άφθονες πηγές αλλά κι από την ίδια μας την πείρα ζωής, τότε, μπορεί να ξέρουμε τη διδασκόμενη ιστορία απ’ έξω και κατά λέξη, παραμένοντας ταυτόχρονα στη θλιβερή κατηγορία των ιστορικά αναλφάβητων. Ως ιστορικά αναλφάβητοι, μπορούμε να υπερηφανευόμαστε πως ζούμε σε μια πατρίδα λεύτερη και εθνικά ανεξάρτητη και το κάνουμε, παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε πολύ καλά πως είμαστε χώρα-προτεκτοράτο, όπου τίποτα δεν γίνεται χωρίς την άδεια των εκάστοτε ξένων αφεντικών μας.
Ως ιστορικά αναλφάβητοι αποδεχόμαστε με περισσή περηφάνια, τη ματωβαμένη ιστορία της βίαια εκχριστιανισμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (από τον Κωνσταντίνο τον «μέγα» και μετά), ως ελληνική ιστορία. Αποδεχόμαστε ως «ηθικά» παραδείγματα, όλα τα συφιλιδικά καθάρματα που για την εξουσία, σκότωσαν πατεράδες, μανάδες, γιούς και συζύγους, και για τη «δόξα του κυρίου», κατάσφαξαν εκατοντάδες χιλιάδες Εθνικούς (Έλληνες), ρίξανε τη σωρευμένη γνώση στις δαιμονικές πυρές και εφευρίσκοντας τον όρο Ελληνισμός (που εμείς ως ιστορικά αναλφάβητοι των μηρυκάζουμε υπερηφάνως), ως το σύνολο των πραγμάτων που πρέπει να εξαφανιστούν δια παντός από προσώπου γης, κάνανε τα μεγαλύτερα αίσχη, ως άξιοι συνεχιστές της βαρβαρικής ρωμαϊκής παντοκρατορίας. Αποδεχόμαστε ως «δικούς μας μεγάλους», διαπρεπείς φονιάδες όπως ο Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος, ο Βασίλειος, ο Ιουστινιανός (βλέπε Ιουστινιάνειο Κώδικα) και βέβαια ο Παλαιολόγος, ο αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία. Από κει και πέρα, η ιστορία μας ξαναθυμάται πως βρισκόμαστε υπό κατοχή, προφανώς επειδή ο καινούριος καταχτητής ήτανε «άπιστος». Λόγω έλλειψης ξένης ιστορίας προς υιοθέτηση, περνούν στα γρήγορα τέσσερις αιώνες σκλαβιάς στους Τούρκους και στο Φαναριώτικο ιερατείο, και φτάνουν στο 1821, δίπλα μας δηλαδή, μα επιμένοντας στο ψέμα και στη διαστρέβλωση, μόνο και μόνο για να μας πείσουν πως αν δεν ήταν ο χριστιανισμός, επανάσταση δεν θα γινόταν. Από κει και πέρα ξεκινά ο μεγαλοϊδεατισμός, ο επιμελώς κατασκευασμένος «πόθος» των Ελλήνων να φτάσουνε ίσαμε την Κόκκινη Μηλιά, να ξεμαρμαρώσουνε το βασιλιά. Τον μεγαλοϊδεατισμό των ηγετίσκων υποτελών, τον πλήρωσε ακριβά ο ελληνικός λαός, όπως ακριβά πλήρωσε και πληρώνει τις επεμβάσεις των «φίλων και συμμάχων» μας, όπως ακριβά πλήρωσε και πληρώνει την εξευτελιστική επιλογή του «ανήκωμεν εις την Δύσιν».
Αν σ’ όλα ετούτα προσθέσουμε και την ινδαλματικού τύπου διδασκαλία της αρχαίας ιστορίας, όπου οι μεγάλες προσωπικότητες-πρότυπα δεν είναι οι φιλόσοφοι, οι αρχιτέκτονες, οι συγγραφείς κι οι καλλιτέχνες, αλλά οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, από τον Αγαμέμνονα ίσαμε τον Αλέξανδρο, συμπληρώνεται το παζλ των συνειδησιακών χαρακτηριστικών που, κατά την από καταβολής ελληνικού κράτους αστική ξενόδουλη εξουσία, πρέπει να διαθέτει ο κάθε εθνικά υπερήφανος Έλληνας. Για να μπορεί όμως ο λαός να διατηρείται στην κατάψυξη της ιστορίας ως τέτοιος, κρίθηκε πως είναι απαραίτητο να υποστεί ακόμα μια ισχυρή δόση εθνοχριστιανισμού, μέσω μιας άλλης, μιας νέας και υπερφιλόδοξης διαστρέβλωσης και ψεύδους, που λέγεται αντικομμουνισμός. Η σωτηρία του σκληρά εκμεταλλευόμενου λαού τόσο πνευματικά όσο και υλικά, έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο και μέσο, προς χάρη της μακροημέρευσης της εξουσίας των αφεντικών, ντόπιων και ξένων. Σ’ αυτή την αισχρή αυτοπροδοσία της εργατικής τάξης, καλέστηκε να συμμετάσχει ο κάθε Έλληνας που εμφορείται απ’ τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν. Ο κάθε ιστορικά αναλφάβητος, πίστεψε πως οι κομμουνιστές θέλουν να του πάρουν το σπίτι και να πηδήξουν τη γυναίκα του. Πόσο πιο επικίνδυνος κακομοίρης μπορεί να γίνει ένας κατά τα άλλα αφελής κι ευκολόπιστος άνθρωπος; Αν όλα τούτα τα δέσουμε μαζί, έχουμε το μπουκέτο των σάπιων λουλουδιών που ανελλιπώς και με αίσθηση ευθύνης, προσφέρει σ’ όλους εμάς τους παρακατιανούς, η κάθε εξουσία που εκλέγουμε για να μας σώσει.
Αυτό το δυσώδες μπουκέτο, εμπεριέχει και τα σαρκοφάγα λουλούδια του φασισμού, εν γνώσει της κρατικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Σ’ αυτές τις δυο ζεστές αγκαλιές, συντηρούνται τ’ αυγά του φιδιού, για να εκκολαφθούν στο μιαρό περιβάλλον της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, της νομοτελειακής δηλαδή εκδήλωσης παροξυσμού της ανίατης ασθένειας του καπιταλιστικού συστήματος, που υπηρετεί πιστά η αστική δημοκρατία μας. Σ’ αυτές τις κρίσεις, οι πρώτοι που χτυπιούνται αλύπητα, είναι οι προλετάριοι, οι οποίοι, λόγω της συνειδησιακής φθοράς που έχουν υποστεί από την αστική εξουσία, αντιδρούν με τρόπο αντίστροφα ανάλογο της κατάστασής τους. Μια πλειοψηφική προς το παρόν μερίδα, προσκολλιέται ακόμα περισσότερο στο ένα ή στο άλλο κόμμα-αυτουργό της αθλιότητάς του, υπό την επίδραση του φόβου και της ανασφάλειας, που σαν ένα ιδιόμορφο σύνδρομο της Στοκχόλμης, ωθεί το θύμα να εξαρτιέται από το έλεος του θύτη, γκρινιάζοντας ταυτόχρονα και αγανακτώντας, χωρίς όμως καμία πρόθεση για ουσιαστική αντίσταση. Αυτή τη μερίδα, είναι περισσότερο από πιθανό να τη δούμε σε κάποιο απευκταίο μέλλον, να ανέχεται ή και να αποδέχεται μια ενδεχόμενη φιλοφασιστική ή φασιστική εξουσία. Μια μικρότερη μερίδα, πάλι προς το παρόν, πνιγμένη στα οικονομικά και πνευματικά της αδιέξοδα, εκφράζει την αγανάκτησή της τρώγοντας το φασιστικό δόλωμα των ελληνοχριστιανικών ιδεωδών, που θα αποκατασταθούν μέσω μιας μεγάλης Ελλάδας που θα χορτάσει τους πεινασμένους της, που θα τους δώσει την ευκαιρία να βγουν από την άθλια ανυπαρξία τους και να γίνουνε οι σημερνοί Αχχιλείς και Μεγαλέξανδροι, ή έστω οι πολυμήχανοι κατασκευαστές δούρειων ίππων, ώστε να αλώσουν και να κατασφάξουν τον κάθε μη καθαρόαιμο Έλληνα. Όπως και να’ χει, δεν είναι και λίγο πράγμα από τούβλο της γειτονιάς, να γίνεις ο δραγάτης της. Ποτέ δεν ήτανε λίγο πράμα. Γερμανοτσολιάδες, ταγματασφαλίτες, Χίτες, δωσίλογοι και ρουφιάνοι, ήτανε οι ίδιοι άθλιοι και αναλφάβητοι πρόγονοί τους.
Θα διαπράξουμε μέγα λάθος όμως, ίσως το διαπράττουμε ήδη, αν η αντιφασιστική πάλη που πρέπει να εξελιχθεί σε μάχη, επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στους φασίστες ή στο φασισμό. Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά η πλέον αισχρή και κτηνώδης έκφραση του κοινωνικού δαρβινισμού της αστικής τάξης. Μπορεί μια αστική εξουσία να αυτοονομάζεται αντιφασιστική, όμως διατηρεί ανέγγιχτους τους ιδεολογικούς και πνευματικούς θεσμούς που εμπεριέχουν τα συστατικά στοιχεία του φασισμού. Η αστική εξουσία είναι αντιφασιστική, όσο διακυβεύεται η εξουσία της από το ίδιο της το αποπαίδι. Ο δε καπιταλισμός, αδιαφορεί πλήρως για το ποιος μας κυβερνά, είτε φασίστας είτε αστός δημοκράτης, φτάνει να μην είναι κομμουνιστής. Όποιος θέλει πραγματικά να είναι αντιφασίστας, πρέπει οργανωμένα και με στρατηγική προοπτική, να επικεντρωθεί στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Μονάχα έτσι θα τσακιστεί κι η εξουσία του, είτε αστική είτε φασιστική. Μέσα στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας είναι αδύνατο να τσακιστεί ο φασισμός, γιατί, ιδεολογία και των δυο είναι η καπιταλιστική, που εφαρμόζεται κατά γράμμα, με διαφορετική κοινωνική μεθοδολογία. Αστική δημοκρατία και φασισμός, είναι οι δυο όψεις του καπιταλιστικού νομίσματος. Πρέπει να είναι κανείς απόλυτα τυφλωμένος για να μη το βλέπει. Κανένας φον Όπελ και το σινάφι του δεν ζημιώθηκαν από τον Χίτλερ. Κανένας Νιάρχος ή Ωνάσης και το σινάφι τους δεν ζημιώθηκαν από τη χούντα. Για όλους αυτούς, η αστική δημοκρατία κι ο φασισμός, αποτελούν εργαλεία του πλουτισμού τους. Οι προλετάριοι κι όλοι οι εργαζόμενοι πληρώνουνε πάντα τη νύφη, είτε με Παπανδρέου, είτε με Πάγκαλο και Παπάγο, είτε με Καραμανλή και Παπαδόπουλο.
Όσο θα επιμένουμε να είμαστε όπως μας θέλουν οι ξένοι και ντόπιοι κατακτητές μας, ο φασισμός θα σέρνεται στο σκοτάδι της εθελούσιας νύχτας μας και θα δαγκώνει τις γυμνές μας πατούσες, δίχως ποτέ ν’ αναρωτηθούμε ποιος μας έκλεψε τα παπούτσια.