Τέχνη και πολιτική στον κόσμο του Ζουάν Μιρό
Βαθιά επηρεασμένος από τις παραστάσεις που είχε από παιδί στην Καταλονία, συνομίλησε με τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής του, κρατώντας όμως πάντα μια εσωτερική αποστασιοποίηση.
Ο σουρεαλιστής ποιητής Αντρέ Μπρετόν τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε περίπτωση «καθυστερημένης εξέλιξης», αλλά και “τον πιο σουρεαλιστή από όλους μας”. Πιθανόν αναφερόταν στο γεγονός πως οι πρώτες καλλιτεχνικές απόπειρες του Ζουάν Μιρό ήταν κάπως αδέξιες, αργότερα όμως εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο ιδιαίτερα δείγματα που έχει να επιδείξει η σύγχρονη ισπανική τέχνη. Βαθιά επηρεασμένος από τις παραστάσεις που είχε από παιδί στην Καταλονία, συνομίλησε με τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής του, κρατώντας όμως πάντα μια εσωτερική αποστασιοποίηση.
Γεννήθηκε στις 20 Απρίλη 1893 στο Μοντρόιγ, δηλαδή τη Βαρκελώνη. Ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και ωρολογοποιός. Σύμφωνα με την επιθυμία του τελευταίου, ο Μιρό σπούδασε σε εμπορικό κολέγιο και δούλεψε λίγα χρόνια ως λογιστής, μέχρι που υπέστη νευρικό κλονισμό. Έχοντας κάνει από μικρός μαθήματα σχεδίου, η κλίση του ήταν σαφής και μετά την κατάρρευσή του οι γονείς του επέτρεψαν να γραφτεί στην καλλιτεχνική ακαδημία «La Lonja» στη Βαρκελώνη και στη συνέχεια στην Ακαδημία Γκαλί, από το όνομα του δασκάλου του Φρανθίσκο Γκαλί, που ενίσχυσε το ταλέντο του και τον έφερε σε επαφή με το έργο του σπουδαίου αρχιτέκτονα Γκαουντί.
Πολύ σημαντικό για την εξέλιξή του ήταν το ταξίδι του στο Παρίσι το 1919, όπου γνωρίζεται μεταξύ άλλων με τον Πάμπλο Πικάσο, τον Πάουλ Κλέε και τον Βασίλι Καντίσκι. Ιδιαίτερη επιρροή άσκησε πάνω του ο Μπρετόν, με τον οποίο εισήχθη στους σουρεαλιστικούς κύκλους του Παρισιού, συνυπογράφοντας και το σουρεαλιστικό μανιφέστο το 1924.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, ο Μιρό ασχολείται με την τοπιογραφία, σε πίνακες όπως «Η φάρμα» και «Το οργωμένο χωράφι» (1923 -1924). Στη συνέχεια το καλλιτεχνικό του ιδίωμα αλλάζει, υπό την επιρροή των ντανταϊστών και των σουρεαλιστών και γίνεται πιο ονειρικό, όπου τα περιγράμματα και το χρώμα μοιάζουν να έχουν τοποθετηθεί σχεδόν τυχαία.
Μετά από ένα ταξίδι του στην Ολλανδία, δέχθηκε μεγάλη επίδραση από την ολλανδική ζωγραφική του 17ου αιώνα, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε σε πιο πειραματικές μορφές έκφρασης, ασχολούμενος επίσης με το κολάζ και το σχεδιασμό κοστουμιών μπαλέτου. Την ίδια εποχή το έργο του αρχίζει να εκτίθεται τακτικά στη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Την περίοδο του Ισπανικού Εμφυλίου ο ίδιος υποστηρίζει καλλιτεχνικά τη Δημοκρατική Κυβέρνηση, σχεδιάζοντας μια τοιχογραφία για το περίπτερο της έκθεσης των Δημοκρατικών στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937. Ο τρόμος της περιόδου διακρίνεται και στον πίνακα «Κεφάλι Γυναίκας» του 1938, με τη δαιμονική έκφραση που αντικατοπτρίζει το φόβο της επικράτησης του φασισμού και του πολέμου.
Ο ίδιος προέτρεπε σε συνέντευξή του στις παραμονές του εμφυλίου να αντιστεκόμαστε «σε όλες τις κοινωνίες αν στόχος τους είναι να μας επιβάλουν τις απαιτήσεις τους» και πως «η λέξη ελευθερία έχει νόημα για μένα, και θα την υπερασπιστώ με κάθε κόστος». Η εξέλιξη του εμφυλίου τον απογοητεύει και τον καθιστά σχεδόν ανίκανο να ζωγραφίσει, ενώ παράλληλα νιώθει ξεριζωμένος και γεμάτος νοσταλγία για την πατρίδα του.
Μετά τον πόλεμο πάντως, η φήμη του εκτοξεύεται, τα σχέδια, γλυπτά και πίνακες του εκτίθενται σε όλο τον κόσμο, ενώ ο ίδιος λαμβάνει σειρά διακρίσεων, μεταξύ άλλων για τη διακόσμηση δυο τοίχων του κτιρίου της Ουνέσκο στο Παρίσι, ενώ και το όψιμο έργο του έχει μνημειακό χαρακτήρα, με γλυπτά όπως εκείνα που έφτιαξε για το δήμο του Σικάγου και του Χιούστον, την περίοδο 1981 – 1982. Ζώντας τη φοιτητική εξέγερση του Μάη του ’68 στο Παρίσι, της αφιέρωσε τον ομώνυμο πίνακα, νιώθοντας να τον συνεπαίρνει το κλίμα της εποχής. Στόχος του πίνακα, όπως έγραφε ήταν να αποτυπώσει “Εξίσου το δράμα και την προσδοκία: τι ήταν και τι παρέμεινε από αυτή την αξέχαστη εξέγερση της νεολαίας”.
Το 1980 του απονεμήθηκε από την ισπανική κυβέρνηση το Χρυσό Μετάλλιο των Καλών Τεχνών, ενώ μια πλατεία στη Μαδρίτη μετονομάστηκε προς τιμήν του. Έφυγε από τη ζωή στις 25 Δεκέμβρη 1983.