Τα “Κόκκινα Χριστούγεννα” του Βερολίνου – Όταν το Λαϊκό Ναυτικό κατέλαβε την καγκελαρία
1800 ναύτες της μεραρχίας του «Λαϊκού Ναυτικού», που θεωρητικά είχαν ως καθήκον τη φύλαξη της καγκελαρίας και άλλων κυβερνητικών κτιρίων, εξεγέρθηκαν κατά της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Έμπερτ
Αν κάποιοι περίμεναν πως οι ταραγμένες εβδομάδες του Νοεμβρίου του 1918 στη Γερμανία, που μετά την εξέγερση στρατιωτών, κυρίως ναυτών κι εργατών, οδήγησαν στην παραίτηση του Κάιζερ και την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας, θα έδιναν τη θέση τους σε ήρεμα για την αστική τάξη Χριστούγεννα, είχαν κάνει μεγάλο λάθος.
Οι εργώδεις προσπάθειες των σοσιαλδημοκρατών να ελέγχουν τις συνέπειες της λεγόμενης «Νοεμβριανής επανάστασης», θέτοντάς την σε ακίνδυνες για την αστική εξουσία ράγες, δεν θα περνούσαν χωρίς αντίσταση από όσους είχαν ήδη γευτεί τη δύναμή τους και δεν αρκούνταν στις ρεφορμιστικές εξαγγελίες. Έτσι, 1800 ναύτες της μεραρχίας του «Λαϊκού Ναυτικού», που θεωρητικά είχαν ως καθήκον τη φύλαξη της καγκελαρίας και άλλων κυβερνητικών κτιρίων, εξεγέρθηκαν κατά της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Έμπερτ. Έδρα τους ήταν οι πρώην βασιλικοί στάβλοι και το ανάκτορο του Βερολίνου. Η κυβέρνηση προσπάθησε αρχικά να τους νουθετήσει συστήνοντας «Επιτροπή ποινικών υποθέσεων» εντός της μεραρχίας, για να ερευνήσει περιστατικά λεηλασιών στο ανάκτορο, οι άνδρες της επιτροπής όμως σύντομα ενώθηκαν με τους εξεγερμένους συναδέλφους τους.
Τότε αποφασίστηκε η εκκένωση του παλατιού και των στάβλων. Ο σοσιαλδημοκράτης διοικητής του Βερολίνου Όττο Βελς είχε σκοπό να συμπεριλάβει πολιτικά «αξιόπιστους» ναύτες στην υπό σχηματισμό εθνοφυλακή, ενώ τους υπόλοιπους σκόπευε να τους αποστρατεύσει με μια αποζημίωση. Η μεραρχία ωστόσο απαίτησε να περιληφθεί στο σύνολό της στην εθνοφυλακή.
Η ηγεσία της χώρας παρέμενε αδιάλλακτη: Μόνο αν άλλαζαν την έδρα τους και παρέδιδαν τα κλειδιά του ανακτόρου θα λάμβαναν οι ναύτες το μισθό τους στις 22 Δεκέμβρη. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν και στις 23 Δεκέμβρη κάποιοι άντρες της φρουράς κατέλαβαν αρχικά την καγκελαρία και στη συνέχεια το τηλεφωνικό κέντρο και το ανάκτορ. Στο τέλος μάλιστα συνέλαβαν και τον Όττο Βελς, που οδηγήθηκε ως όμηρος στο βασιλικό στάβλο.
Ο καγκελάριος Έμπερτ, επικεφαλής της μεταβατικής κυβέρνησης, ήταν αποφασισμένος να καταστείλει την ανταρσία με κάθε τρόπο. Είχε δώσει ήδη τα διαπιστευτήριά του στην άρχουσα τάξη και δε θα δίσταζε να το ξανακάνει. Ήδη από τις 10 Νοέμβρη 1918 είχε έρθει σε επαφή με την ηγεσία του στρατεύματος υπό τον Γκρίνερ, ο οποίος το διαβεβαίωσε για την αφοσίωση των ενόπλων δυνάμεων στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και την ετοιμότητα να καταστείλει κάθε επαναστατική τάση στη χώρα. Μετά την επικοινωνία, μια βαριά οπλισμένη φρουρά από την παρακείμενη πόλη Πότσνταμ κίνησε προς το κέντρο του Βερολίνου με 1200 άνδρες.
Η παραμονή Χριστουγέννων του 1918 ξεκίνησε με «ανίερους» οιωνούς, με πυρά του πεζικού κατά των Βασιλικών στάβλων και του ανακτόρου. Η ηγεσία του στρατού δεν ήθελε μόνο να καταστείλει τους εξεγερμένους ναύτες, αλλά και να πείσει την κυβέρνηση ότι οι υπηρεσίες του τακτικού στρατού ήταν αναντικατάστατες, ώστε να την αποτρέψει από τη δημιουργία «δικής της» εθνοφυλακής. Από την άλλη, οι ναύτες δεν έμειναν αβοήθητοι, καθώς ένοπλοι εργάτες, ανάμεσά τους πολλοί Σπαρτακιστές, προσέτρεξαν προς συμπαράστασή τους.
Μετά από αυτό ορισμένα μέλη της αστυνομίας τάχθηκαν στο πλευρό των πολιορκούμενων. Σε αυτό συνέβαλε και ο τότε αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου, Έμιλ Άιχορν, μέλος τότε των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών, που αργότερα υπήρξε ως το θάνατό του το 1925 βουλευτής του ΚΚ Γερμανίας. Ο Άιχορν αγνόησε τις εντολές καταστολής, αντιθέτως συνέβαλε στην ανταρσία των ανδρών του, αφού όπως έλεγε αργότερα, «μεταξύ των ανδρών του υπήρχε ειλικρινής επαναστατική διάθεση».
Ενώ οι μάχες γύρω από το στάβλο και το ανάκτορο είχαν ανάψει, υπήρξε μια νέα απόπειρα διαμεσολάβησης μεταξύ κυβέρνησης και εξεγερμένων. Μετά από τρεις ώρες μαχών, ο Έμπερτ διέταξε τα τακτικά στρατεύματα σε κατάπαυση του πυρός, ενώ άλλοι στρατιώτες καλούνταν αποσυρθούν στο Πότσνταμ. Συνολικά υπήρξαν 56 νεκροί στρατιώτες και 11 ναύτες, ενώ θύματα είχαν επίσης οι σπαρτακιστές, αλλά και οι αστυνομικές πολιτοφυλακές. Ο διοικητής της πόλης Βελς αφέθηκε ελεύθερος, οι ναύτες ωστόσο είχαν πετύχει να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο τα «ματωμένα Χριστούγεννα» προκάλεσαν τεράστια αναστάτωση, ενώ ακούστηκαν φωνές ακόμα και για εγκατάλειψη του Βερολίνου από την κυβέρνηση. Τελικά επικράτησαν οι «ψυχραιμότεροι», επισείοντας τον κίνδυνο έτσι η πρωτεύουσα να έπεφτε στα χέρια των σπαρτακιστών και να σχηματιζόταν αντικυβέρνηση με επικεφαλής των Καρλ Λίμπκνεχτ, κάτι που επέφερε μεταξύ των άλλων και κυρώσεις, αν όχι επέμβαση, από τις νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ.
Η στάση των ναυτών της Μεραρχίας Λαϊκού Ναυτικού στα επαναστατικά γεγονότα που ακολούθησαν ήταν αντιφατική. Παρά τους φόβους κυβέρνησης και στρατού για συνένωσή τους με τους Σπαρτακιστές, παρέμεναν ουδέτεροι στη διάρκεια της εξέγερσης των τελευταίων το Γενάρη του 1919.
Στην εξέγερση του Μαρτίου της ίδιας χρονιάς ωστόσο, που εξαπλώθηκε κι εκτός Βερολίνου, κυρίως σε βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας, με απεργίες και αίτημα την άμεση κοινωνικοποίηση βασικών επιχειρήσεων, οι άντρες του Λαϊκού Ναυτικού, παράκουσαν τις εντολές τους. Αρχικά είχαν διαταχτεί να συνδράμουν τις κυβερνητικές δυνάμεις που είχαν οχυρωθεί στην αστυνομική διεύθυνση του Βερολίνου. Οι τελευταίες όμως του θεώρησαν εχθρούς και άνοιξαν πυρ εναντίον τους καθώς πλησίαζαν το κτίριο. Τότε οι ναύτες ενώθηκαν με τους εξεγερμένους, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη καταστολή σε βάρος τους. Ένας μόνο αρχιλοχίας, ο Όττο Μάρλο, έδωσε διαταγή για 30 εκτελέσεις ναυτών. Κατόπιν τούτου η μεραρχία Λαϊκού Ναυτικού διαλύθηκε.
Αργότερα, μετά τη συγκρότηση της ΓΛΔ, το πολεμικό ναυτικό έλαβε την ονομασία «Λαϊκό Ναυτικό» (Volksmarine) σε ανάμνηση των σοσιαλιστικών παραδόσεων των δυνάμεων αυτών, ενώ επιμέρους μονάδες του και πολεμικά πλοία έλαβαν ονόματα γνωστών μελών της μεραρχίας.