Mια Κυριακή
Για το άνοιγμα του γκαζιού, για την μυρωδιά του καμένου λαδιού, για την σούζα μπροστά στον μπάτσο, για την παντοτινή “δική” μας ελευθερία!
Και να σου να σε τσιγκλάει ο μικρός “άντε ρε γέρο κουνήσου να πάμε καμιά βόλτα”, “’ελα χαλάρωσε ΧΤ έχεις” και τα ρέστα. Έτσι ξύπνησα μια Κυριακή ήπια τον διπλό ελληνικό και αφού έκανα τις απαραίτητες συνεννοήσεις μέσα απο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περίμενα τον πιτσιρικά να σκάσει απο το σπίτι για να ξεκινήσουμε την βόλτα μας.
Το παλιό μου άτι έλαμπε όπως πάντα και στα χέρια του πιτσιρικά έλαμπε ακόμα περισσότερο. Αυτός – σαν πρώτο του – το αγάπησε, εγώ πάλι σαν λύση ανάγκης παλιότερα, όχι. Κρίμα! Αφού φούλαρα μπετζίνα και εκείνος έβγαλε τις φωτογραφίες που θα έβγαζα 15 χρόνια πριν, ξεκινήσαμε για το πουθενά. Έτσι και αλλιώς, όπως λένε και οι παλιοί πριν από εμένα, σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Ανηφορήσαμε λοιπόν προς την Κηφισίας, ξεκινήσαμε τις σφήνες και αφού χωθήκαμε στα Μελίσσια και ανηφορήσαμε την Πεντέλη κάναμε και μια στάση για χάζι. Πότε αγναντεύαμε την θέα και πότε ρίχναμε κλεφτές ματιές στα μοτόρια. Ξέρεις απο αυτές που χωρίς να το θες χαμογελάς λιγάκι από μέσα σου. Η συνέχεια είχε κατεβασιά του Διονύσου με εμένα να κατεβάζω πόδι στις κλειστές στροφές και τον πιτσιρικά από πίσω να ακολουθεί σαν να το ‘χε κι από χτές.
Φρενάρισμα, κατέβασμα και άνοιγμα γκαζιού στην κορυφή. Αυτή η συνταγή που μεγάλωσε γενιές και γενιές και έφαγε άλλες τόσες, ενώ η μάνα με τα δυο πιτσιρίκια μερικές στροφές πιο κάτω μας είδε και μας καμάρωσε, ενώ εμείς κλείσαμε πονηρά το μάτι.
Αυτή η Κυριακή θα έφτανε στο τέλος της λίγη ώρα αργότερα. Αλλά εγώ και ο πιτσιρικάς ενώ θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, θα δαγκώναμε την ζεστή πανσέτα μας και θα δίναμε ραντεβού για μια επόμενη Κυριακή.
Για το άνοιγμα του γκαζιού, για την μυρωδιά του καμένου λαδιού, για την σούζα μπροστά στον μπάτσο, για την παντοτινή “δική” μας ελευθερία!