“Το μεγάλο κεφάλαιο πρέπει να προστατευτεί γιατί μας δίνει ψωμί και δουλειά” – 100 χρόνια από την ίδρυση του DAP, πρόδρομου του ναζιστικού κόμματος
Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της αστικής ιστοριογραφίας, το DAP είχε από την αρχή τη στήριξη και τη χρηματοδότηση εκπροσώπων της επιχειρηματικής, στρατιωτικής, πολιτικής και πνευματικής ελίτ, ιδίως στο Μόναχο, η οποία συνεχίστηκε και σαφώς εντάθηκε μετά τη μετονομασία του κόμματος και την ανάδειξη του Αδόλφου Χίτλερ στην ηγεσία του
Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν στο γερμανικό αστικό τύπο και τις ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις με αφορμή τα 100 χρόνια από την Επανάσταστη του Νοεμβρίου του 1918, συνήθως κριτική στις διάφορες εκφάνσεις της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και στις συνθήκες ίδρυσης του ΚΚΓ. Λιγότερα όμως ειπώθηκαν για τις αντιδραστικές δυνάμεις που ζυμώθηκαν στο παρασκήνιο των γεγονότων εκείνης της περιόδου, στη βάση της ρήσης του αρχηγού του γερμανικού ΓΕΣ Βίλχελμ Γκρίνερ (που συμμάχησε με το σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Έμπερτ για την καταστολή των εργατών) πως «κατόρθωσαμε να ελέγχουμε το τραίνο στα κρυφά».
Η σύνδεση στρατού και SPD μπορεί να αποτέλεσε πυλώνα για τη διάσωση της αστικής εξουσίας στη Γερμανία, δεν αρκούσε όμως για να τη διασφαλίσει μακροπρόθεσμα. Για κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητη η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, σε μια εποχή που τα προπολεμικά κόμματα της άρχουσας τάξης βρισκόταν εν πολλοίς σε οργανωτική αποσύνθεση και λαϊκή ανυποληψία. Κατορθώνοντας να ανασυνταχθούν σχετικά γρήγορα, εμφανίζονταν τα περισσότερα να συμμορφώνονται, θέλοντας και μη, με το νέο αβασίλευτο πολίτευμα, αλλά και με την ανάγκη προσέλκυσης μιας μαζικής εκλογικής βάσης, πέρα από τις παραδοσιακές ομάδες συμφερόντων που εξέφραζαν.
Τα νέα ονόματα αντικατοπτρίζουν αυτή τη διάθεση σύζευξης εθνικισμού με κοινωνικό επίχρισμα: «Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DVP) για ένα διάστημα και «Χριστιανοδημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα» (Κέντρο). Στο περιθώριο έμεινε έτσι το Κόμμα Γερμανικής Πατρίδας (DVLP) που ιδρύθηκε το 1917 και είχε προφασιστικό χαρακτήρα. Πολλά μέλη του προσχώρησαν στο Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, χωρίς ωστόσο να έχουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γραμμής του.
Όσο όμως τα παλιά αστικά κόμματα έμοιαζαν να κάνουν παραχωρήσεις στην «αριστερά», έμενε κενός ένας χώρος στα δεξιά τους, τον οποίο διάφορες δυνάμεις διεκδικούσαν να καλύψουν. Ήδη από τις 3 Οκτώβρη 1918 ο Χάινριχ Κλάας, επικεφαλής του εθνικιστικού Παγγερμανικού Συνδέσμου επικαλούνταν την ανάγκη ενός «γενναίου εθνικού κόμματος», που θα έβαζε στο στόχαστρο τους Εβραίους στους οποίους «έπρεπε να στραφεί η δίκαιη οργή του καλού και πλανημένου λαού μας». Η πολυδιάσπαση του εθνικιστικού – ακροδεξιού χώρου με τις ποικίλες προπολεμικές παραστρατιωτικές, συντηρητικές και ρατσιστικές οργανώσεις αποτελούσε τροχοπέδη για την ανάδειξη κάποιας ενιαίας ηγεμονικής δύναμης, παράλληλα όμως αποτελούσε έδαφος για τη δημιουργία νέων ακροδεξιών κομμάτων στο μεσοπόλεμο.
Τίποτε δεν προμήνυε φυσικά πως το κόμμα που θα επικρατούσε τελικά σε αυτή την κούρσα θα ήταν ένα μόρφωμα που ξεκίνησε πριν από ακριβώς 100 χρόνια στο πίσω δωμάτιο του μικρού καφέ Γάσταΐγκ στο Μόναχο. Οι 25 όλοι κι όλοι παρόντες βάφτισαν το κόμμα τους Γερμανικό Εργατικό (DAP). To όνομα το είχε προτείνει ο Καρλ Χάρερ, ένα από τα 1500 μέλη της αντισημιτικής Εταρείας της Θούλης, που είχε υποστήριξη από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της εποχής. Γνωστότερο βέβαια θα γινόταν με την προσθήκη που ακολούθησε στον τίτλο του ένα χρόνο αργότερα, όταν μετατράπηκε σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα.
Επικεφαλής του κόμματος ήταν αρχικά ο Άντον Ντρέξλερ, εθνικιστής και αντισημίτης παλιάς κοπής, που προσπάθησε να αναβιώσει την κληρονομιά του Κόμματος Γερμανικής Πατρίδας, που είχε ιδρυθεί από μεγαλοβιομηχάνους και μεγαλογαιοκτήμονες με στόχο την επιβολή δικτατορίας από ηγέτες του αυτοκρατορικού στρατεύματος. Ο Ντρέξλερ είχε ήδη κάποια προσωπική επιρροή, ως μέλος της επιτροπής «Ελεύθερων Εργατών για μια καλή ειρήνη», που προωθούσε μια συνθήκη ειρήνης ευνοϊκή για το γερμανικό κεφάλαιο.
Τα αιτήματα που διατύπωσε ο Ντρέξλερ ανέδειξαν ξεκάθαρα τον ταξικό προσανατολισμό του νέου μορφώματος. Στόχος ήταν ο «εξευγενισμός του Γερμανού εργάτη..ως πολίτη της μεσαίας τάξης» και ο «διαφωτισμός των εργατικών μαζών σχετικά με τους μη Γερμανούς ηγέτες τους», δηλαδή τους κομμουνιστές, τους σοσιαλδημοκρατές, τους φιλειρηνιστές, αλλά και τους οπαδούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Διακήρυττε την αναγκαιότητα ενός «σταθερού εθνικισμού» ως όπλου κατά των «κομματικών καβγάδων», της «ταξικής πάλης» και «του μίσους προς τον αδελφό». Στο στόχαστρό του έμπαιναν και οι μαζικές απεργίες της περιόδου, όπως και τα αιτήματα κοινωνικοποίησης μεγάλων επιχειρήσεων που κατά τον Ντρέξλερ απειλούσαν τη γερμανική οικονομία με κατάρρευση. Παίρνοντας εντελώς ξεκάθαρα θέση υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, καλούσε στην προστασία του αφού «δίνει ψωμί και δουλειά», υποσχόμενος κάποια κοινωνικά μέτρα κατά της «ακραίας εκμετάλλευσης».
Αυτό που έμοιαζε με ασήμαντη δράση περιθωριακών συνωμοτών στην πραγματικότητα εντασσόταν σε ένα ευρύτατο ρεύμα, τόσο στη Γερμανία, όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, που σε εκείνη τη φάση θα έβρισκε το αποκορύφωμά της στη δημιουργία του φασιστικού κόμματος στην Ιταλία. Στη Γερμανία ειδικότερα, η αποκρυστάλλωση φασιστικών σχηματισμών είχε ως στόχο την αναίρεση των συνεπειών της ήττας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό της χώρας, με την προσφυγή σε οποιοδήποτε μέσο, περιλαμβανομένων της εμφύλιας σύγκρουσης και ενός νέου γενικευμένου πολέμου.
Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της αστικής ιστοριογραφίας, το DAP είχε από την αρχή τη στήριξη και τη χρηματοδότηση εκπροσώπων της επιχειρηματικής, στρατιωτικής, πολιτικής και πνευματικής ελίτ, ιδίως στο Μόναχο, η οποία συνεχίστηκε και σαφώς εντάθηκε μετά τη μετονομασία του κόμματος και την ανάδειξη του Αδόλφου Χίτλερ στην ηγεσία του. Προφανώς για πολλά ακόμα χρόνια η πλειονότητα της άρχουσας τάξης θα έδινε τη μερίδα του λέοντος της στήριξής της σε πιο «παραδοσιακές» δυνάμεις, αγνοώντας ή και περιφρονώντας σε κάποιες περιπτώσεις τους «πληβειακούς» ναζί. Το γεγονός όμως πως από τόσο νωρίς ένα τμήμα της, ολοένα διευρυνόμενο στη συνέχεια, είχε δει ως «επένδυση» τη χρηματοδότηση μιας γκρούπας λίγων δεκάδων ατόμων, πιστοποιεί αν μη τι άλλο πως είχαν διαβλέψει τη χρησιμότητά της, ανεξάρτητα από το πόσο μπορούσαν και οι ίδιοι να χρησιμεύσουν την έκταση της τελευταίας στο μέλλον.
Με πληροφορίες από το άρθρο του Μάνφρεντ Βάισμπεκερ “Rechte Sammlungsbewegung” στη Junge Welt