Γκεόργκι Μαλένκοφ – Από δεξί χέρι του Στάλιν ψάλτης σε ορθόδοξη εκκλησία
Αφοσιωμένος από νωρίς στο επαναστατικό κίνημα, έγινε γνωστός ως ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Στάλιν, τον οποίο και διαδέχτηκε στην ηγεσία της ΕΣΣΔ για ένα διάστημα, πριν γίνει ένα είδος persona non grata στο νέο κλίμα της «αποσταλινοποίησης».
Κάποτε ένας Δυτικός διπλωμάτης χαρακτήριζε τις φωτογραφίες του Γκεόργκι Μαλένκοφ ως «την καλύτερη αντικομμουνιστική προπαγάνδα», λόγω της βαριάς εντύπωσης που έδινε και της αγέλαστης έκφρασής του σε αυτές. Στην πραγματικότητα, όπως πιστοποιούσαν ανταποκριτές, ο ίδιος ήταν γοητευτικός και χαμογελαστός, πάντα έτοιμος ν’ ανοίξει κουβέντα με τους ξένους ρεπόρτερ. Αφοσιωμένος από νωρίς στο επαναστατικό κίνημα, έγινε γνωστός ως ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Στάλιν, τον οποίο και διαδέχτηκε στην ηγεσία της ΕΣΣΔ για ένα διάστημα, πριν γίνει ένα είδος persona non grata στο νέο κλίμα της «αποσταλινοποίησης».
Ήρθε στον κόσμο στις 8 Γενάρη 1902 στο Όρενμπουργκ κοντά στον ποταμό Ουράλη. H οικογένειά του καταγόταν από την περιοχή της Αχρίδας στη σημερινή ΠΓΔΜ. Ο πατέρας του ήταν εύπορος γεωργός και η μητέρα του εγγονή ορθόδοξου ιερέα. Έβγαλε το γυμνάσιο στη γενέτειρά του, λίγους μήνες πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση, όταν και κατατάχθηκε εθελοντικά στον Κόκκινο Στρατό, πολεμώντας και στη διάρκεια του Εμφυλίου κατά των Λευκών, υπηρετώντας ως πολιτικός επίτροπος στο Τουρκεστάν, ενώ από το 1920 ήταν μέλος του μπολσεβικικού κόμματος.
Το 1921 ξεκίνησε τις σπουδές του, ενώ συνέχισε την κομματική του ανέλιξη, φτάνοντας το 1927 στο αξίωμα του τεχνικού γραμματέα του Πολιτικού Γραφείου, ένα από τα νεότερα στελέχη του καθοδηγητικού οργάνου. Είχε στενή συνεργασία με τον προσωπικό γραμματέα του Στάλιν, Αλεξάντερ Ποσκριομπίσεφ και στη συνέχεια με τον Λαζάρ Καγκάνοβιτς, που τον πήρε μαζί του στη Μόσχα όταν έγινε πρώτος γραμματέας στη πρωτεύουσα. Εκεί ο Μαλένκοφ αναδείχτηκε σε ένα ικανό στέλεχος μεσαίου βεληνεκούς, χάρη στην επιμέλεια και τις οργανωτικές του ικανότητες. Τα επιτεύγματά του προσείλκυσαν την προσοχή του Στάλιν, που το 1934 τον διόρισε επικεφαλής του τμήματος καθοδηγητικών οργάνων της ΚΕ του κόμματος. Είχε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια των εκκαθαρίσεων της δεκαετίας, ιδίως στη Λευκορωσία και την Αλβανία. Η αστική ιστοριογραφία του καταλογίζει ότι ήταν παρών σε βασανισμούς συλληφθέντων, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία πως ο ίδιος προσέφυγε ποτέ σε παράνομες ανακριτικές μεθόδους.
Πρέπει να ειπωθεί ότι οι κατηγορίες εναντίον του Μαλένκοφ βασίζονται αφενός στη στενή του σχέση με τον τότε επικεφαλής της NKVD Νικολάι Γιεζόφ, αφετέρου στη μαρτυρία του Υ.Ν Ζαρομπιάν κομματικού γραμματέα στην Αρμενία, που το 1961 καταλόγησε στο Μαλένκοφ τη σύλληψη 3500 Αρμενίων μόνο το 1937, εκ των οποίων αρκετοί στη συνέχεια εκτελέστηκαν. Πέραν του ότι οι αποκαλύψεις αυτές έγιναν στο απόγειο της αποσταλινοποίησης, άρα έκρυβαν σαφείς σκοπιμότητες, περιλαμβάνουν και κατηγορίες μεθόδων βασανισμού από το Μαλένκοφ, οι οποίες θεωρούνται εν γένει αβάσιμες. Είναι λοιπόν αρκετά δύσκολο να διαχωρίσει κανείς την υπερβολή ή και τη συκοφαντία από τον πραγματικό – κι αδιαμφισβήτητο ρόλο του – στα αιματηρά γεγονότα της περιόδου.
Παρά τις φήμες περί του αντιθέτου, ο Μαλένκοφ δεν υπήρξε ποτέ προσωπικός γραμματέας του Στάλιν, αν και αναμφίβολα ανήκε ως το θάνατο του τελευταίου στο στενό κύκλο συνεργατών του. Το 1939 έγινε μέλος της γραμματείας της ΚΕ, με επίκεντρο τις μεταφορές και την οικονομική ανάπτυξη. Προκάλεσε αίσθηση στις αρχές του 1941, όταν άσκησε κριτική στη γραφειοκρατία του Κρεμλίνου, στηλιτεύοντας την πρακτική ανάδειξης στελεχών βάσει του οικογενειακού ιστορικού τους κι όχι των προσωπικών τους επιτευγμάτων.
Ο Μαλένκοφ έλαμψε με τη δράση του στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν αμέσως μετά την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα έγινε μέλος της Κρατικής Επιτροπής Άμυνας, όπως και πολλών επιτροπών που σχηματίζονταν για την αντιμετώπιση της ναζιστικής εισβολής. Ταξίδεψε μεταξύ άλλων τον Αύγουστο του 1942 στο Στάλινγκραντ, για να εμψυχώσει τους στρατιώτες και τον πληθυσμό. Μεγάλα ήταν τα επιτεύγματά του στην επίβλεψη της κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών, για τα οποία το 1943 έλαβε τον τίτλο του «Ήρωα της σοσιαλιστικής εργασίας». Γνωστή είναι η σύγκρουση που είχε με το στρατάρχη Ζούκοφ, τον οποίο είχε κατηγορήσει για “βοναπαρτισμό”, ενώ και οι σχέσεις του με άλλους υψηλόβαθμους αξιωματικούς δεν ήταν οι ιδανικότερες. Αμέσως μετά τον πόλεμο ανέλαβε υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση της οικονομίας στη σοβιετική ζώνη ελέγχου στη Γερμανία (μετέπειτα επικράτεια της ΓΛΔ), η αρμόδια επιτροπή όμως διαλύθηκε, όταν ο Μαλένκοφ κατηγορήθηκε από εσωκομματικούς του αντιπάλους για ανεπάρκεια.
Το 1946 εξελέγη μαζί με το Λαβρέντι Μπέρια μέλος του ΠΓ. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ιδιαίτερα ισχυρός ήταν ο Αντρέι Ζντάνοφ, που βρισκόταν σε αντιπαλότητα με τον Μαλένκοφ. Πατώντας σε αυτή την αντιπαλότητα, ο Χρουτσόφ τον κατηγόρησε μαζί με το Μπέρια ως βασικό υπεύθυνο στην «υπόθεση Λένινγκραντ», όταν μια σειρά υψηλόβαθμων στελεχών της πόλης (με γνωστότερο το μέλος του ΠΓ και επικεφαλής της Γκοσπλάν Νικολάι Βοσνεσένσκι), που συνδέονταν με το Ζντάνοφ, συνελήφθησαν και δικάστηκαν μετά το θάνατο του τελευταίου για αντισοβιετικές δραστηριότητες, με ορισμένους να εκτελούνται.
Απόγειο της επιρροής του θεωρείται η περίοδος 1950 – 1952 όταν ήταν το νούμερο δύο σε κράτος και κόμμα, ως επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου και γραμματέας της ΚΕ, ελέγχοντας τις μεταφορές, το γεωργικό τομέα, ακόμα και ζητήματα πολιτισμού. Η εξουσία του αποτυπώνεται κι από το γεγονός της εκλογής αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν στη θέση του πρώτου γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ενώ στην κηδεία του σοβιετικού ηγέτη ήταν ο πρώτος που εκφώνησε επικήδειο, ενδεικτικό της ηγετικής του θέσης.
Από τη νέα του θέση φαίνεται πως έδωσε έμφαση στην αυξημένη παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και την ενίσχυση του αγροτικού τομέα, μειώνοντας τη φορολογία στα κολχόζ και εξαλείφοντας τα χρέη των αγροτών τους. Επεδίωξε επίσης κάποια προσέγγιση με τη Δύση, ενώ άρχισε να απελευθερώνει σε συνεργασία με το Μπέρια μια σειρά κρατούμενους από τα γκούλαγκ, κυρίως φίλους και συγγενείς άλλων υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος. Η σύλληψη του Μπέρια και η εδραίωση του Χρουτσόφ στην ηγεσία της ΕΣΣΔ σήμανε την αρχή του τέλους για το Μαλέκνοφ μέσα στο κόμμα, παρότι τυπικά παρέμενε επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου και μετά την ανάληψη του αξιώματος του α’ γραμματέα του ΚΚΣΕ από το Χρουτσόφ. Με πρόσχημα την αποτυχία στον αγροτικό τομέα, ο Μαλένκοφ έχασε κι αυτό το αξίωμα και τοποθετήθηκε ως υπεύθυνος για ζητήματα ενέργειας. Αντιτάχθηκε στην αποσταλινοποίηση και τις αποφάσεις του 20ου συνεδρίου του κόμματος το 1956, προσπαθώντας αποτυχημένα να ανατρέψει το Χρουτσόφ το 1957 μαζί με άλλους «σταλινικούς» της λεγόμενης από τους αντιπάλους της «αντικομματικής ομάδας» υπό τους Μαλένκοφ, Μολότοφ, Σεπίλοφ και Καγκάνοβιτς . Η ενέργειά του είχε ως αποτέλεσμα την καθαίρεσή του από το ΠΓ και την αποστολή του σε υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Καζακστάν.
To 1961 διαγράφηκε και από το ΚΚΣΕ, στο οποίο ποτέ δεν αποκαταστάθηκε ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ, παραμένοντας ωστόσο διευθυντής ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας στο Καζακστάν. Η επιστροφή του στη Μόσχα του επετράπη μετά τη συνταξιοδότησή του το 1968, ενώ το 1980 με εντολή του Γιούρι Αντρόποφ του παραχωρήθηκε διαμέρισμα στο Φρούνζε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είναι εν πολλοίς άγνωστα, ωστόσο την περίοδο του θανάτου του, στις 14 Γενάρη 1988, εκκλησιαστικά έντυπα έκαναν λόγο πως είχε στραφεί στο χριστιανισμό και έψελνε σε ορθόδοξους ναούς. Η θρησκευτική μεταστροφή μαρτυράται πάντως και για την κόρη του, που χρηματοδότησε μετά τις ανατροπές την ανέγερση δύο εκκλησιών στη ρωσική ύπαιθρο.