Η “Αποικία” του Αρκά και ο αντι-“σοσιαλιστικός ρεαλισμός” του
Αν οι αστοί έχουν στο μυαλό τους μια καρικατούρα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με εύληπτα, απλοϊκά μηνύματα, προπαγανδιστικού ύφους και χαρακτήρα, ο Αρκάς παίρνει την ίδια ακριβώς ιδέα-συνταγή και την αντιστρέφει διαλεκτικά, εισάγοντάς μας στο πρωτότυπο είδος του αντι-σοσιαλιστικού “ρεαλισμού”, για να μας παρουσιάσει μια δυστοπία στη θέση του υπαρκτού που γνωρίσαμε.
Η Αποικία του Αρκά θα μπορούσε να είναι μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα για τη μεγαλύτερη απογοήτευση του περασμένου χρόνου. Αν και στην πραγματικότητα τα περισσότερα σκίτσα του είχαν κυκλοφορήσει το 2017 στο “Φιλελεύθερο”, για να ταιριάζει το περιβάλλον με το περιεχόμενο. Και είναι μάλλον αφέλεια να απογοητεύεται πολιτικά κανείς από το φιλελέ Αρκά των τελευταίων χρόνων. Κάποιοι μάλιστα βρίσκουν στην Αποικία κάτι από τον “παλιό, καλό Αρκά” και την πνευματώδη λάμψη του, που τώρα πλέον μόνο σε τέτοια μονοπάτια μπορεί να εκδηλωθεί, πχ σαν προφήτης που κουνάει το χέρι του στο λαό.
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης διαβάζουμε πως πρόκειται για σάτιρα στα πολιτικο-οικονομικά συστήματα (γενικά κι αόριστα) και μια ζοφερή περιγραφή του ολοκληρωτισμού. Αλλά αν από αυτό καταλάβατε πως μπορεί να αναφέρεται στο ναζισμό πχ, ποντάρατε λάθος. Άλλο είναι το είδος του… “ολοκληρωτισμού” που τον απασχολεί.
Αν η περιγραφή αυτή εμπίπτει στην κατηγορία του… ντροπαλού αντι-σοβιετισμού, στις μέσα σελίδες εκπίπτουν τα προσχήματα και το μόνο που λείπει είναι μια φωτεινή επιγραφή “Σοβιετική Ένωση” για να καταλάβει κι ο τελευταίος απολιτίκ αναγνώστης του Αρκά πού το πάει το πράγμα. Μια σειρά υπονοούμενα, συμβολισμοί κι αλληγορίες μας χτυπάνε κάθε τόσο στον ώμο, για να μας ρωτήσουν-υπενθυμίσουν: “το ‘πιασες έτσι;”. Κι επειδή αποκλείεται να μην πιάσει κανένα από αυτά ο αναγνώστης, νιώθει κάπου την ηθική ικανοποίηση πως είναι αρκετά έξυπνος και μόνο λίγοι κι εκλεκτοί (άριστοι με άλλα λόγια) σαν κι αυτόν μπορούν να φτάσουν σε τέτοια βάθη στερεότυπης σκέψης.
Αν οι αστοί έχουν στο μυαλό τους μια καρικατούρα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, με εύληπτα, απλοϊκά μηνύματα, προπαγανδιστικού ύφους και χαρακτήρα, ο Αρκάς παίρνει την ίδια ακριβώς ιδέα-συνταγή και την αντιστρέφει διαλεκτικά, εισάγοντάς μας στο πρωτότυπο είδος του αντι-σοσιαλιστικού “ρεαλισμού”, για να μας παρουσιάσει μια δυστοπία στη θέση του υπαρκτού που γνωρίσαμε.
Πώς φαντάζονται λοιπόν τη σοβιετική κοινωνία οι αστοί; Η εξουσία είναι απρόσωπη, στυγνή, μέσω εντολών και τσιτάτων, κι επιλέγει την εξόντωση ακόμα κι όσων δεν είναι αντιφρονούντες, με καταναγκαστικά έργα στη νότια σήραγγα, που είναι το αντίστοιχο της Σιβηρίας -ή και του Άουσβιτς. Έτσι κι αλλιώς όμως υπάρχει δουλειά μυρμηγκιού -αν και είναι αμφίβολο αν αυτή η φράση της συντροφικής διαλέκτου είναι γνωστή στον Αρκά και τους αναγνώστες του- και μια μεγάλη μητέρα που κυβερνάει αυταρχικά μαζί με τους κηφήνες, καταπιέζει πατερναλιστικά ή μάλλον ματερναλιστικά τα μηρμύγκια-εργάτες, που όμως τα αγαπάει και νοιάζεται για το καλό τους, τα πνίγει με αφίσες στην προπαγάνδα, προωθεί το σταχανοβισμό και την εκπλήρωση της νόρμας στην παραγωγή ενώ αυτά πεθαίνουν της πείνας, στερούνται βασικά αγαθά, τρέφονται με δελτίο και βασικά… δεν τους ανήκουν αυτά που παράγουν.
Γελά κανείς από την ιστορική ειρωνεία, αλλά αυτό ακριβώς ήταν το επιχείρημα που χρησιμοποίησε κι ο Γκορμπατσόφ για να επαναφέρει την ιδιωτική ιδιοκτησία και το πολύτιμο αίσθημα να είσαι “πραγματικά κύριος της γης σου” -σε ό,τι αφορά την αγροτική οικονομία, που χρησιμοποιήθηκε σα μοχλός για την αντεπανάσταση. Και όλα αυτά για να υπερασπιστεί ιστορικά ένα σύστημα -σε ένα καρέ, η ιδιωτική πρωτοβουλία αποθεώνεται συγκριτικά με την κολεκτιβοποίηση- όπου δεν ανήκει απολύτως τίποτα στην τάξη που παράγει τον πλούτο.
Και δεν είναι η μόνη φορά που υπάρχει αυτή η αντιστροφή-προβολή στοιχείων-αδικιών του καπιταλισμού στο σοσιαλισμό, που… “δεν είναι τέλειο σύστημα, είναι όμως το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε- όπως λέει το νομοταγές μυρμήγκι. Η βασική λαθροχειρία της κατηγορίας αυτής συναντάται ήδη στον τίτλο, όπου μια από τις πιο ελεεινές κι απάνθρωπες στιγμές του καπιταλισμού, το όνειδος της αποκιοκρατίας -με τα ιστορικά κεφάλαια της δουλοκτησίας και της στυγερής εκμετάλλευσης των σκλάβων- παίρνει τη θέση της κολεκτίβας, που ονομάζεται… “Αποικία”.
Οι συμβολισμοί είναι ελάχιστα συγκαλυμμένοι και σε αρκετές περιπτώσεις χοντροκομμένοι. Η αναφορά στο μπαλέτο (Μπαλσόι) που μπαίνει στην υπηρεσία του καθεστώτος, το οποίο στοχοποιεί την αναρχία στην παραγωγή και τον ατομικισμό. Η κοινοκτημοσύνη-κολεκτιβισμός περιγράφεται ως ένα τόσο άρρωστο σύστημα, σα να χρησιμοποιούν όλοι (όλα τα κουνούπια) τις ίδιες σύριγγες αίματος (δεν υπάρχει καμία ελπίδα να καταλάβει ένας φιλελεύθερος τη διαφορά μεταξύ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας στα προσωπικά είδη). Η καταστολή των… “εξεγέρσεων”, τα στρατόπεδα εργασίας (γκούλαγκ), το όνομα του Λαυρέντη, η Μεγάλη Μητέρα, που είναι ένας ερμαφρόδιτος συνδυασμός της σοσιαλιστικής μητέρας-πατρίδας και του “Πατερούλη”.
Ο Αρκάς πιστεύει πως απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν υπάρχει σε γενικές γραμμές: τον έξυπνο, πολιτικοποιημένο φιλελέ. Ενώ το χειρότερο είναι πως όλα αυτά, εμμέσως πλην σαφώς, υπόρρητα, άδηλα, αλλά σχεδόν σίγουρα, συνδυάζονται με την “αριστερή κυβέρνηση” που θέλει να μας κάνει Βενεζουέλα και Κορέα -όχι Σοβιετία, γιατί απ’ αυτό είμαστε ήδη. Για άλλη μια φορά, οι φιλελέδες παρουσιάζονται ως ο θανάσιμος εχθρός του ΣΥΡΙΖΑ και όσων πρεσβεύει, για να του δώσουν τη μεγαλύτερη χείρα βοηθείας.
Στον Αρκά θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς να πάθει ό,τι ακριβώς φοβάται, αλλά είναι αρκετά μεγάλος για να ζήσει κάτι τέτοιο. Προφανώς και στην κοινωνία του μέλλοντος -ιδίως στο πρώτο μεταβατικό στάδιο, όπου το νέο θα παλεύει να γεννηθεί πάνω στη βάση του παλιού που αργοπεθαίνει αλλά αντιστέκεται- μπορεί να υπάρχουν αντίστοιχοι διανοούμενοι-δημιουργοί που θα βλέπουν τον εαυτό τους ως κάτι πάνω, ανώτερο από την πλέμπα, ως κάτι πιο σημαντικό από το μέσο όρο, που θα ασφυκτιούν χωρίς ειδικά προνόμια. Αλλά η γενική τάση θα είναι να κερδίζει η επανάσταση με το μέρος της τα πιο φωτεινά μυαλά, να τα οιστρηλατεί με άλλα ιδανικά. Εξάλλου το πρόβλημα του Αρκά δεν είναι η έλλειψη χιούμορ, που σίγουρα περνάει κρίση, ή ταλέντου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιεί και οι σκοποί που επιλέγει να υπηρετήσει με αυτά τα όπλα.