Το διήγημα της Πέμπτης: «Άνθρωπος σε δρόμο» του Άλμπερτ Μαλτς
Ο Άλμπερτ Μαλτς ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, με πιο γνωστό «Το υπόγειο ρεύμα». Για την ένταξή του στο ΚΚ ΗΠΑ θα διωχτεί με τον διαβόητο νόμο του Μακάρθι και θα φυλακιστεί.
Κάτω από την επίδραση της μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης, δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ, η αμερικάνικη προλεταριακή λογοτεχνία. Σπουδαίοι λογοτέχνες – εκπρόσωποί της, όπως ο Άλμπερτ Μαλτς, ο Άπτον Σίνκλερ, ο Τζον Στάινμπεκ κ.ά., έγραψαν τα έργα τους σε μια εποχή που στις ΗΠΑ εκδηλωνόταν έντονη και σκληρή ταξική αντιπαράθεση, οργανωνόταν ένα συνδικαλιστικό κίνημα με ταξικό προσανατολισμό, ενώ συγχρόνως δρούσε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα με μεγάλη επιρροή στους εργαζόμενους, αλλά και στις γυναίκες και στους μαύρους.
Ο Άλμπερτ Μαλτς γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 28 του Οκτώβρη 1908, σε μια πλούσια οικογένεια δυτικοευρωπαίων μεταναστών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, απ’ όπου αποφοίτησε το 1930. Ασχολήθηκε με το Θέατρο και τον Κινηματογράφο. Στη συνέχεια έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, με πιο γνωστό «Το υπόγειο ρεύμα». Για την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ θα διωχτεί με τον διαβόητο νόμο του Μακάρθι και θα βρεθεί στη φυλακή το 1950. Έφυγε από τη ζωή στις 26 του Απρίλη 1985.
Το διήγημα «Άνθρωπος σε δρόμο», του Άλμπερτ Μαλτς, που παρουσιάζουμε σήμερα, περιλαμβάνεται στην έκδοση «Αμερικάνικη Προλεταριακή Λογοτεχνία. Επιλογή», (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, 2η έκδοση). Τα διηγήματα μετέφρασε ο Νίκος Σαραντάκος, τα ρεπορτάζ ο Κώστας Δόλκας.
Χαρακτηριστικός ο πρόλογος της έκδοσης:
Η “Σύγχρονη Εποχή” με χαρά της παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό την ανθολογία διηγημάτων και ρεπορτάζ Αμερικάνικη Προλεταριακή Λογοτεχνία – Επιλογή, πιστεύοντας ότι καλύπτει ένα ουσιαστικό κενό μια και η εργατική, προοδευτική λογοτεχνία των καπιταλιστικών χωρών και ιδιαίτερα η αμερικάνικη είναι από τους μεγάλους άγνωστους στην Ελλάδα. Την έκδοση αυτή η “ΣΕ” δεν την βλέπει απλώς σαν ένα καλό βιβλίο που έλειπε αλλά ενταγμένη σε μια γενικότερη προσπάθεια γνωριμίας του ελληνικού κοινού με την προοδευτική λογοτεχνία των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, σύγχρονη και παλιότερη.
Το έργο αυτό εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1935 από το αριστερό εκδοτικό “Ιντερνάσιοναλ Πάμπλισερς” και είχε πέντε μέρη (Πεζό – Ποίηση – Ρεπορτάζ – Θέατρο – Κριτική). Η “ΣΕ” επιφυλάσσεται να εκδόσει και τα υπόλοιπα, μια και ο όγκος του πρωτότυπου έκανε εκ των πραγμάτων υποχρεωτική την κατάτμηση.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το στοιχείο ότι το βιβλίο αυτό ΔΕΝ μπορεί σήμερα να επανεκδοθεί στις ΗΠΑ. Ο λόγος είναι τα ότι τα δικαιώματα των έργων έχουν περάσει σε κληρονόμους των συγγραφέων που μέσα στη νόμιμη τρομοκρατία του “ελεύθερου κόσμου” δεν θέλουν ή δεν μπορούν να δώσουν την άδεια για κάτι τέτοιο. Αυτό άλλωστε, δεν είναι εξαίρεση. Ούτε το Υπόγειο ρεύμα του Άλμπερτ Μαλτς μπορεί να εκδοθεί στις ΗΠΑ· η οικογένεια Φορντ έχει αγοράσει τα δικαιώματα του έργου αυτού που τη «δυσφημεί» μπλοκάροντάς το».
Σημείωση: Το διήγημα παρουσιάζεται σήμερα και όχι χτες, Πέμπτη, όπως ήταν προγραμματισμένο, λόγω των τεχνικών προβλημάτων της ιστοσελίδας που δεν μας επέτρεψαν να κάνουμε αναρτήσεις.
Άνθρωπος σε δρόμο
του Άλμπερτ ΜαλτςΓύρω στις τέσσερις τ’ απόγευμα πέρασα τη γέφυρα στο Γκόλεϊ, στη Δυτική Βιρτζίνια, και έστριψα στην απότομη στροφή που οδηγεί στο τούνελ κάτω από τη γέφυρα του σιδηρόδρομου. Τον είχα ξανακάνει άλλη μια φορά το δρόμο, και ήξερα πώς ήταν – μπαίνοντας στη στροφή είχα κόψει την ταχύτητα στα δεκαπέντε χιλιόμετρα. Αλλά παρ’ όλο που πήγαινα τόσο αργά, για πρώτη φορά κινδύνεψα τόσο πολύ να χτυπήσω κάποιον. Να πώς συνέβη.
Ο μπαλωμένος σκυρόστρωτος δρόμος είχε ποτιστεί όλη τη μέρα απ’ τη βροχή και τώρα ήταν γλιστερός σαν πάγος. Και αποπάνω, ήταν σκοτεινά: ο μαύρος ουρανός και η σταθερή, αδιάκοπη βροχή δε σ’ άφηναν να οδηγήσεις δίχως φώτα. Καθώς έμπαινα στο τούνελ, ένα μεγάλο φορτηγό χρώματος κρεμ ήρθε απ’ την άλλη πλευρά της στροφής φουλαριστό. Η στροφή ήταν τόσο απότομη που δεν είχα δει τα φώτα του από πριν. Το τούνελ ήταν σύντομο και στενό, μόλις που χώραγε δυο αυτοκίνητα, και πριν το καταλάβω ο άλλος ήτανε μπροστά μου με τις μεγάλες μπροστινές του ρόδες στη δική μου μεριά του δρόμου.
Πάτησα τέρμα τα φρένα. Ακόμα και με δεκαπέντε χιλιόμετρα, το αυτοκίνητο μου ντεραπάρησε, πρώτα προς το φορτηγό κι έπειτα, καθώς έστριψα απότομα το τιμόνι, προς τα μέσα, στον τοίχο. Εκεί έμεινε ακίνητο. Είδα το τεταμένο πρόσωπο του νεαρού φορτηγατζή, το φούσκωμα στο μάγουλο απ’ τον καπνό που μασούσε και τα μάτια κολλημένα στο δρόμο. Θυμάμαι ότι ευχήθηκα να καταπιεί τον καπνό του και να πνιγεί.
Έβαλα μπρος τ’ αμάξι και ύστερα πρώτη. Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά ότι ένας άντρας στεκόταν μπρος στ’ αμάξι μου γύρω στους τριάντα πόντους απ’ το μέσα τροχό. Έπαθα σοκ μόλις τον είδα εκεί. «Για τ’ όνομα του θεού», είπα.
Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι είχε μπει στο τούνελ μετά που τ’ αυτοκίνητό μου σταμάτησε. Ήμουνα σίγουρος ότι δεν ήταν εκεί από πριν. Ύστερα πρόσεξα ότι στεκόταν σε θέση προφίλ προς τα μένα, με το χέρι σηκωμένο πάνω στο σήμα του οτοστόπ. Αν είχε μόλις έρθει στο τούνελ με τα πόδια, θα ήταν φάτσα σε μένα, δε θα στεκόταν πλάγια κοιτάζοντας τον απέναντι τοίχο. Προφανώς παρά τρίχα είχα αποφύγει να τον χτυπήσω και προφανώς δεν το είχε πάρει είδηση. Δεν είχε πάρει καν είδηση ότι βρισκόμουν εκεί.
Μου κόπηκαν τα γόνατα. Είδα την εικόνα ενός άντρα στο χώμα, χτυπημένου από μια ρόδα, και μένα να στέκομαι από πάνω του και να ξέρω ότι το αυτοκίνητο ήταν δικό μου.
«Έι!» του φώναξα. Δε μου απάντησε. Φώναξα δυνατότερα. Ούτε που γύρισε το κεφάλι του. Στεκόταν εκεί, ακίνητος, το χέρι σηκωμένο, με τον αντίχειρα να προεξέχει. Με τρόμαζε. Ήτανε σαν μια ιστορία του Άμπροζ Μπιρς, που το φάντασμα ενός άντρα ξεπροβάλλει απ’ το τίποτα και παίρνει το μοναχικό πόστο του σ’ έναν σκοτεινό εξοχικό δρόμο.
Η κόρνα που έχω είναι ωραία, δυνατή και βραχνή, και ήξερα ότι το τούνελ θα διπλασίαζε τον ήχο. Πίεσα το χέρι μου πάνω στο μικρό μαύρο κουμπί όσο πιο δυνατά μπορούσα. Ή ο άλλος θα πήδαγε μέχρι πέρα ή θα φανερωνόταν πως είναι φάντασμα.
Φάντασμα βέβαια δεν ήταν – αλλά ούτε και πήδηξε πέρα. Και όχι επειδή ήταν κουφός. Την άκουσε την κόρνα σίγουρα.
Ήταν σαν να έχει πέσει σε βαθύ ύπνο. Η κόρνα έμοιαζε να τον ξυπνάει σιγά -σιγά μόνο, σαν όλη του η συνείδηση να ’χε βουλιάξει σε κάποια βαθιά κόχη εντός του. Έστρεψε το κεφάλι του αργά και με κοίταξε. Ήτανε μεγαλόσωμος, γύρω στα τριανταπέντε, με βαριά χαρακτηριστικά – κανονικό πρόσωπο με μεγάλη, σαρκώδη μύτη και πλατύ στόμα. Το πρόσωπό του δεν έλεγε πολλά. Δεν θα μπορούσα να το πω βίαιο ή έξυπνο ή χαζό. Ήταν απλώς το πρόσωπο ενός μεγαλόσωμου άντρα, βρεμένο απ’ τη βροχή, και με κοίταζε με μάτια που ’μοιαζαν να ’χουν μια γυαλάδα πάνω τους. Αν εξαιρέσεις τα μάτια, τέτια πρόσωπα τα βλέπεις στις έξι το πρωί να μπαίνουν στις στοές ή να βγαίνουν από χαλυβουργεία ή χυτήρια, από μέρη όπου η δουλιά είναι βαριά. Αυτό που δεν μπορούσα να καταλάβω ήταν η γυαλάδα στα μάτια του. Δεν ήταν το παγωμένο βλέμμα του μεθυσμένου ή το άγριο, τρελαμένο θάμπος που είχα δει μια φορά στα μάτια μιας γυναίκας που την είχε πιάσει υστερία. Το μόνο που θυμόμουν ήταν κάποιος που ήξερα που είχε πεθάνει από καρκίνο. Τις στερνές του μέρες πάνω στα μάτια του υπήρχε η ίδια θαμπή γυαλάδα, ένα απομακρυσμένο, αφαιρεμένο βλέμμα λες και πίσω απ’ την άδεια, εξωτερική μεμβράνη υπήρχε μια μυστική ροή περασμένων γεγονότων στην οποία ήταν το μυαλό του εστιασμένο. Αυτό το ίδιο βλέμμα το ’δα στον άνθρωπο στο δρόμο.
Όταν στο τέλος άκουσε την κόρνα μου, ο άντρας βαδίζοντας πολύ ψύχραιμα έκανε το γύρο του αμαξιού και ήρθε από την άλλη πόρτα. Το λιγότερο που περίμενα ήταν να δείξει έκπληξη που ένα αυτοκίνητο είχε έρθει τόσο επικίνδυνα κοντά του. Αλλά αυτός δεν έδειξε κανένα συναίσθημα. Περπάτησε αργά, προσεχτικά, σαν να περίμενε, κι ύστερα έσκυψε μέσα στ’ αμάξι κοιτάζοντας προς τα πάνω. «Με παίρνεις μαζί σου, φίλε;» ρώτησε.
Είδα τα μεγάλα, αλογίσια δόντια του σπασμένα στις άκρες και με καφετιούς λεκέδες από τον καπνό. Η φωνή του ήτανε οξύτονη και ένρινη, μ’ εκείνο το μπερδεμένο, μελωδικό σούρσιμο που έχει η προφορά του βαθιού Νότου. Στη Δυτική Βιρτζίνια λίγοι στις πόλεις μιλάν έτσι. Έκρινα πως είχε μεγαλώσει στα βουνά.
Κοίταξα τα ρούχα του – ένα παλιό κασκέτο, ένα καινούργιο μπλε εργατικό πουκάμισο και σκούρο παντελόνι, όλα μούσκεμα απ’ τη βροχή. Δε μου λέγαν πολλά πράματα.
Πρέπει οι σκέψεις μου αυτές να μ’ απορρόφησαν για λίγη ώρα, γιατί με ξαναρώτησε. «Πάω στο Ουέστον», είπε. «Μήπως πας κατά κει;»
Καθώς τα ’λεγε αυτά, τον κοίταξα στα μάτια. Η γυαλάδα είχε εξαφανιστεί και τώρα ήταν κανονικά μάτια, καστανά και υγρά.
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Στο βάθος δεν ήθελα να τον πάρω μαζί μου – το επεισόδιο μ’ είχε ταράξει και ήθελα να φύγω μακριά και απ’ το τούνελ και απ’ αυτόν. Αλλά τον είδα να με κοιτάει μ’ ένα βλέμμα υπομονετικό, σχεδόν ταπεινό. Η βροχή είχε χαράξει γραμμές στο πρόσωπό του κι αυτός στεκόταν εκεί κάνοντας οτοστόπ και περιμένοντας όλο κι όλο την απάντησή μου. Ντράπηκα να του πω όχι. Κι εκτός αυτού, ήμουν περίεργος. «Πέρνα μέσα», είπα.
Έκατσε πλάι μου, κι απόθεσε ένα καφέ χαρτόκουτο στα γόνατά του. Ξεκινήσαμε και βγήκαμε απ’ το τούνελ.
Απ’ το Γκόλεϊ ως το Ουέστον είναι κάπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα απ’ τον πιο δύσκολο βουνίσιο δρόμο που έχω συναντήσει – δέκα χιλιόμετρα ανηφόρα ως την κορφή ενός λόφου, ύστερα άλλα δέκα κατέβασμα, μετά δέκα ανηφόρα και ούτω καθεξής. Ο δρόμος κάνει κορδέλες σαν φίδι και σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της διαδρομής απ’ τη μια μεριά έχεις μυτερό βράχο κι απ’ την άλλη γκρεμό ίσαμε τριακόσια μέτρα βάθος. Η βροχή και οι πετρούλες που κυλούσαν απ’ την πλαγιά και γέμιζαν το δρόμο έκαναν το οδήγημα πολύ αργό. Αλλά στις τέσσερις και βάλε ώρες που μου πήρε το ταξίδι, ο συνοδός μου δεν πρέπει να μου μίλησε πάνω από έξι – εφτά φορές.
Πολλές φορές προσπάθησα να του πιάσω κουβέντα. Δεν ήταν που δεν ήθελε να μιλήσει, ήταν μάλλον που φαινότανε να μη μ’ ακούει – λες και, μόλις μιλούσε, έπεφτε πάλι σ’ εκείνη τη βαθιά, κρυφή σπηλιά εντός του. Καθόταν σαν κάποιος που ’χει πάρει μορφίνη. Η κουβέντα μου, το τρίξιμο του γέρικου αυτοκινήτου, το σταθερό κατούρημα της βροχής, όλα αυτά ήταν ένας απόμακρος βόμβος – ο δίχως νόημα εξωτερικός κόσμος που δεν μπορούσε να τρυπήσει εντελώς το καβούκι μέσα στο οποίο φαινόταν να ζει.
Μόλις ξεκινήσαμε, τον ρώτησα πόση ώρα στεκόταν στο τούνελ.
«Δεν ξέρω», απάντησε. «Πολλή ώρα, να πούμε».
«Γιατί στεκόσουν εκεί – για να μη βρέχεσαι;»
Δεν μ’ απάντησε. Τον ξαναρώτησα, μιλώντας πολύ δυνατά. Γύρισε το κεφάλι του προς τα μένα. «Συγγνώμη, φίλε, είπες τίποτα;»
«Ναι», είπα. «Το ξέρεις ότι παραλίγο να σε χτυπήσω εκεί στο τούνελ;»
«Ο-όχι». Σταμάτησε. «Φαίνεται πως σκεφτόμουν, να πούμε».
Έτσι φαίνεται να πούμε, είπα από μέσα μου. «Τι τρέχει, έχεις κάνα πρόβλημα στην ακοή;»
«Ο – όχι», είπε και έστριψε το κεφάλι του και πήρε να κοιτάζει μπροστά στο δρόμο.
Δεν τον άφησα ήσυχο, δεν ήθελα ν’ αφαιρεθεί ξανά. Ήθελα με κάποιον τρόπο να τον κάνω να μιλήσει.
«Ψάχνεις δουλιά;»
«Ναι».
Έμοιαζε σαν να μιλάει κάνοντας προσπάθεια. Όχι πως είχε κάποιο ελάττωμα στην ομιλία, ήταν κάτι πιο βαθιά, μέσα στο μυαλό του, στη θέλησή του να μιλήσει. Ήταν σαν να μην μπορούσε να κρατήσει την επαφή ανάμεσα στον κόσμο του και στον δικό του. Κι όμως, όταν μου απαντούσε, μιλούσε κατανοητά και χωρίς περιστροφές. Δεν ήξερα τι συμπέρασμα να βγάλω. Όταν πρωτομπήκε στ’ αμάξι ήμουνα λίγο τρομαγμένος. Τώρα ένιωθα απλώς φοβερή περιέργεια και λίγη θλίψη.
«Τι δουλιά ξέρεις να κάνεις;» Χάρηκα που του έκανα αυτή την ερώτηση γιατί όταν ξέρεις τι δουλιά κάνει κάποιος μαθαίνεις πολλά γι’ αυτόν και πάντοτε σου δίνει αφορμή για παραπέρα κουβέντα.
«Βασικά ακολουθάω τα ορυχεία, να πούμε», είπε.
Τώρα σκέφτηκα, κάτι πάμε να βγάλουμε.
Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή φτάσαμε σ’ ένα σημείο που ο δρόμος ήταν άστρωτος και η λάσπη ήταν παχιά κι ήταν δύσκολο ν’ ακολουθήσεις τ’ αυλάκια. Έπρεπε να σταματήσω την κουβέντα και να συγκεντρωθώ σ’ αυτό που έκανα. Κι όταν ξαναπιάσαμε τον στρωμένο δρόμο, ο διπλανός μου είχε χαθεί πάλι.
Προσπάθησα να τον ξανακάνω να μιλήσει. Άδικος κόπος. Ούτε που μ’ άκουγε. Και στο τέλος η σιωπή του μ’ έκανε να ντραπώ. Ήταν κάποιος χαμένος βαθιά μες στην ψυχή του και το μόνο που ζητούσε ήταν να τον αφήσουν ήσυχο. Ένιωσα άσκημα που πήγαινα να χαλάσω τη γαλήνη του.
Έτσι, για τέσσερις περίπου ώρες πηγαίναμε σιωπηλοί. Για μένα, εκείνες οι ώρες ήταν σχεδόν αφόρητες. Ποτέ δεν είχα δει τόση ακαμψία σε άνθρωπο. Καθόταν τεντωμένος, με το αριστερό του μάτι καρφωμένο στο δρόμο μπροστά και το δεξί στο πουθενά. Δεν αντιλαμβανόταν ότι ήμουνα πλάι του στ’ αμάξι, δεν αντιλαμβανόταν καν ότι ο ίδιος ήτανε στο αμάξι, δεν αισθανόταν τη βροχή που ακόμα τον μούσκευε απ’ τη σχισμή στον πλαϊνό μουσαμά. Καθόταν εκεί σαν ένα κομμάτι χαραγμένου βράχου και μόνο απ’ την ανάσα του καταλάβαινες ότι ήταν ζωντανός. Η ανάσα του ήταν βαριά.
Μόνο μια φορά σε όλο το μακρύ ταξίδι άλλαξε τη στάση του. Αυτό έγινε όταν τον έπιασε μια κρίση βήχα. Ήταν ένας βήχας άγριος και ξερός που τον κυρίεψε ολόκληρο και τον έκανε να διπλωθεί στα δύο σαν το παιδί που ’χει κοκκύτη. Προσπαθούσε να φτύσει κάτι – άκουγα το φλέμα στο στήθος του – μα δεν το κατάφερνε. Από τα μέσα του ερχόταν ένας άσχημος ήχος ξυσίματος, σαν να τρίβεται κρύο μέταλλο πάνω στα κόκαλα των πλευρών του, κι όλο έφτυνε και κούναγε το κεφάλι του.
Για να του περάσει η κρίση χρειάστηκαν σχεδόν τρία λεφτά. Ύστερα γύρισε προς τα μένα και μου είπε: «Συγνώμη, φίλε». Αυτό ήταν όλο. Ύστερα ξανάκατσε ήσυχος. Ένιωθα φριχτά. Πολλές φορές μου ερχόταν να σταματήσω τ’ αυτοκίνητο και να του πω να κατέβει. Σκέφτηκα ίσαμε δέκα καλές δικαιολογίες για να διακόψω το ταξίδι πριν φτάσουμε. Μα δεν μπορούσα να το κάνω. Με είχε συνεπάρει η περιέργεια να μάθω τι του είχε συμβεί. Έλπιζα ότι πριν χωρίσουμε, ίσως και τη στιγμή που θα κατέβαινε απ’ τ’ αμάξι, θα μου ’λεγε τι είχε ή ίσως θα ’λεγε κάτι που θα μου ’δινε μιαν ένδειξη.
Σκέφτηκα το βήχα κι αναρωτήθηκα μην ήταν φυματίωση. Μου ήρθαν στο νου περιπτώσεις « ασθένειας του ύπνου» που ήξερα κι ένας μποξέρ που είχα δει μια φορά ζαλισμένον απ’ τις πολλές γροθιές. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ταίριαζε. Τίποτα το σωματικό δε φαινόταν να εξηγεί αυτή τη σκοτεινή, τρομερή σιωπή, αυτή την έντονη, πέρα απ’ όλα, απορρόφηση στον εαυτό του.
Ώρες ατέλειωτες μες στη βροχή και το σκοτάδι!
Μια στιγμή περάσαμε μπροστά από ένα ορυχείο. Η βροχή είχε κάνει την επιφάνεια να αναδίδει φωτιές και τα μπλε και κόκκινα μπαλώματα που τρεμούλιαζαν σαν μαγικά πάνω στο μαύρο λόφο φάνηκαν να προσελκύουν το συνοδό μου. Γύρισε το κεφάλι του να τα κοιτάξει αλλά δε μίλησε κι εγώ δεν είπα τίποτα.
Και πάλι σιωπή και βροχή! Πού και πού περνάγαμε από οικισμούς ανθρακωρύχων με την κρύα, μουντή, καπνισμένη μυρωδιά των φρεάτων και τις λάμπες πετρελαίου στα μισογκρεμισμένα καλύβια όπου ζουν οι ανθρακωρύχοι. Ύστερα, ο μαύρος δρόμος και ο άμορφος όγκος των βουνών και πάλι.
Φτάσαμε στο Ουέστον κατά τις οχτώ. Ήμουν κατάκοπος και ξυλιασμένος και πεινούσα. Σταμάτησα μπροστά σε μια καφετέρια και γύρισα στον άντρα.
«Σαν να φτάσαμε, να πούμε», είπε.
«Ναι» τ’ απάντησα. Είχα εκπλαγεί. Δεν περίμενα να καταλάβει ότι φτάσαμε. Ύστερα δοκίμασα μια τελευταία προσπάθεια. «Πάμε να πιούμε έναν καφέ;»
«Ναι», μ’ αποκρίθηκε. «Σ’ ευχαριστώ, φίλε».
Αυτό το «σ’ ευχαριστώ» μου έλεγε πολλά. Απ’ τον τρόπο που το είπε κατάλαβα πως ήθελε τον καφέ αλλά δεν μπορούσε να τον πληρώσει. Ότι είχε πάρει την πρόσκλησή μου για κέρασμα και ότι ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Χάρηκα που τον είχα ρωτήσει.
Μπήκαμε μέσα. Για πρώτη φορά από τότε που τον είχα συναντήσει στο τούνελ, πήρε όψη ανθρώπινη. Δε μίλησε αλλά ούτε και κλείστηκε στον εαυτό του. Απλώς κάθησε στον πάγκο και περίμενε τον καφέ του. Όταν ήρθε, τον ήπιε αργά, κρατώντας το φλυτζάνι και με τα δυο χέρια σαν να ’θελε να τα ζεστάνει.
Όταν τέλειωσε, τον ρώτησε αν θα ’θελε κανένα σάντουιτς. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Ήταν ένα πολύ ευγενικό, πολύ υπομονετικό χαμόγελο. Το μεγάλο, ογκώδες πρόσωπό του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ αυτό και να γίνεται καλόβολο, γλυκό κι ευγενικό.
Το χαμόγελό του με συγκλόνισε. Δε με ζέστανε – μ’ έκανε ν’ αρρωστήσω. Ήταν σαν να βλέπω ένα πτώμα ν’ αρχίζει να αργοκουνιέται. Ήθελα να φωνάξω: «Καημένε μου άνθρωπε!»
Τότε μου μίλησε. Το χαμόγελο έμεινε στο πρόσωπό του και μπορούσα να δω τα μεγάλα, αλογίσια δόντια του με τους λεκέδες του καπνού.
«Μου φέρθηκες πολύ εντάξει φίλε, και το εκτιμάω αυτό».
«Δεν είναι τίποτα», μουρμούρισα.
Συνέχισε να με κοιτάζει. Ήξερα πως επρόκειτο να πει κάτι άλλο και το φοβόμουν.
«Μου κάνεις μια χάρη;»
«Ναι», είπα.
Μίλησε απαλά. «Έχω εδώ μαζί μου ένα γράμμα που έχω γράψει για τη γυναίκα μου, αλλά δεν ξέρω να γράφω πολύ καλά. Θα μου κάνεις σε παρακαλώ τη χάρη να μου το ξαναγράψεις ώστε να είναι όπως πρέπει;»
«Μετά χαράς», είπα.
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, όλοι σας ξέρετε να γράφετε πολύ καλά», είπε και χαμογέλασε.
«Ναι».
Άνοιξε το μπλε πουκάμισό του. Κάτω απ’ την παχιά μάλλινη φανέλα του είχε ένα φύλλο χαρτί καρφιτσωμένο με παραμάνα. Μου το ’δοσε. Ήταν υγρό και ζεστό και μύριζε απ’ την υγρή μυρωδιά του βρεμένου ρούχου και την ελαφρά ξυνή της σάρκας του.
Ζήτησα απ’ τον καφετζή ένα φύλλο χαρτί. Μου το’ φερε. Ορίστε το γράμμα που αντέγραψα. Το μεταφέρω εδώ όπως το είχε γράψει:
Αγαπητή μου γυναίκα –
Σου γράφο αυτό εδό το γράμα για να σου πο κάτι που δε σου ήπα πριν φύγω από το σπήτι. Ιπάρχη μια ετία που δε μπορό να πιάσο δουληά στα οριχήα. Σου είπα πως ήνε επιδή δεν υπάρχη πολή δουληά. Αλά δεν ήνε αφτό.
Άρχισε από τότε που το οριχήο είχε κλήσι κε δούλεβα στο τούνελ κοντά στο Γκόλεη Μπριτζ που η κυβέρνιση στρίβι τον ποταμό να τον περάσι μέσα απ’ το βουνό. Οι επιστάτες του οριχήου ήπαν δε θα πάρουν στη δουληά κανέναν απ’ αφτούς που δούλεψαν σ’ αφτό το τούνελ.
Η ετία ήταν εκήνος ο βράχος που έπρεπε να τρυπήσουμαι. Ο βράχος εκήνος ήταν πηρήτιο κι αφτό ήνε σα γιαλί. Η σκόνι απ’ αφτό το γιαλί μπίκε στα πναιμόνια όλων των αντρών που δούλεψαν στο τούνελ από την ανάσα τους. Και μας έκαναι όλους να πάθουμαι μια αρόστηα. Έβαλα τους γιατρούς να μου γράψουν πος τη λένε. Λέγετε χαλίκωσις. Σου κάνει τα πναιμόνια όλο σβόλους – σβόλους κι ήστερα σταματάη την αναπνοή.
Επιδή το σπήτι μας ήνε μακριά από την πόλη δεν άκουσες για το Τομ Πρέσκοτ και το Χάνσι Μακάλοχ που πέθαναν διο μέρες πριν. Αλά όταν εγό το αίμαθα πίγα να δο το γιατρό.
Ο γιατρός λέη έχο κι εγό αφτή την αρόστηα που είχε ο Τομ Πρέσκοτ και γι’ αφτό βίχο καμηά φορά. Τα πναιμόνια μου αρχήζουν να σβολιάζουν. Ίμαστε πάνο από εκατό που πάθαμε αφτή τη θανατερί αρόστηα απ’ το τούνελ. Ήνε τρωμερή αρόστηα γιατή ο γιατρός λέη δε θα την παθέναμαι αν η ετερία μας έδιναι μάσκες να φοράμε κε αν έβαζαι σοστό αερησμό στο τούνελ.
Κι έτσι φέβγο μακριά γιατί ο γιατρός λέη θα πεθάνω περίπου σε τέσερις μήνες.
Θα ψάξο να βρο δουληά σε κανένα άλο μέρος. Θα σου στήλο όλα μου τα λεφτά, όσω μπορό να δουλέβο.
Δεν ήθελα να σου γίνο βάρος στο σπήτι, και γι’ αφτό έφιγα μακριά.
Νομίζο πος όταν πάψης να μαθένης νέα μου, μπορίς να πας στις γιαγιάς σου, πάνο στα βουνά στο Κιλνι Ραν. Μπορίς να ζίσις εκεί κε θα σε φροντίσι εσένα κε τον μηκρό.
Ελπίζο να ήσε καλά κε να κρατίσις τον μηκρό μακριά απ’ τα οριχήα. Μη τον αφήσεις να δουλέψι εκή.
Μη σκέφτεσε κακό για μένα που έφιγα κεμη νιόθις άσκιμα. Αλά όταν ο μηκρός μεγαλόσι να του πις τι έκανε σε μένα η ετερία.
Σκέφτουμε ίστερα από λήγο κερό θα πρέπι να βρις έναν άλο άντρα. Ήσε νέα ακόμα.
Ο αγαπημένος σου σύζυγος
Τζακ Πίτκετ
Όταν του έδοσα το αντίγραφο του γράμματός του, έπιασε να το ξαναδιαβάζει. Του πήρε πολλή ώρα. Τελικά το δίπλωσε και το καρφίτσωσε στη φανέλα του. Το μεγάλο, χοντροφτιαγμένο πρόσωπό του ήταν γλυκό και ευγενικό. «Σ’ ευχαριστώ φίλε», είπε. Ύστερα, πολύ απαλά, με το κεφάλι λίγο σκυφτό: « Νιώθω άσκημα γι’ αυτό που μου συμβαίνει. Η γυναίκα μου ήταν καλή γυναίκα». Και ύστερα, σαν να μιλούσε μόνος του, τόσο σιγά που μόλις τον άκουγα: « πολύ άσκημα νιώθω».
Κακώς το είπε αυτό, τον κοίταξα στο πρόσωπο. Αργά – αργά η ζωή έφευγε απ’ τα μέσα του. Έμοιαζε ν’ αποτραβιέται και να χώνεται βαθιά στις κόχες σαν τη φλόγα ενός κεριού που χάνεται μέσα στη νύχτα. Τα μάτια του σκεπάστηκαν απ’ τη θαμπή γυαλάδα. Τον είχα χάσει. Κλείστηκε βαθιά μέσα του, στη θλιβερή και σκοτεινή απομόνωσή του.
Αυτό ήταν όλο. Κάτσαμε πλάι. Μέσα μου υπήρχε μοναχά βουβή συγκίνηση – οίκτος κι αγάπη γι’ αυτόν κι ένα κρύο, βαθύ μίσος γι’ αυτό που τον είχε σκοτώσει.
Μετά από λίγο σηκώθηκε. Δε μίλησε. Ούτε κι εγώ. Είδα την παχιά, πλατιά του πλάτη μες στο μπλε εργατικό πουκάμισο καθώς στάθηκε πλάι στην πόρτα. Ύστερα βγήκε έξω, στη βροχή και στο σκοτάδι.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.