Γιεβγκένι Ζαμιάτιν – Δυστοπία κι Επανάσταση
Ενθουσιώδης υποστηρικτής της επανάστασης αρχικά, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από το όραμά της και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την πένα του για πολεμική εναντίον του, προτιμώντας όμως τελικά ένα “συναινετικό” διαζύγιο με τη σοβιετική εξουσία, παρά την ανοιχτή ρήξη.
Μπορεί σήμερα η δυστοπία να έχει καταλήξει κοινοτοπία, με την έννοια ότι το είδος κατακλύζει την ποπ κουλτούρα σε σειρές, βιβλία και ταινίες, άνισης ποιότητας και ενδιαφέροντος. Η έκρηξη της δυστοπικής μυθοπλασίας δεν είναι βέβαια άσχετη με την περιρέουσα κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα, αφού οι συνθήκες που περιγράφονται συνήθως σε τέτοια έργα αντανακλούν τα άγχη, επιβίωσης ή υπαρξιακά των κατοίκων του δυτικού κυρίως ημισφαιρίου – βασικού ακόμα καταναλωτή αυτής της βιομηχανίας – στον όψιμο καπιταλισμό. Οι ρίζες του είδους ωστόσο δεν έχουν να κάνουν τόσο με κριτική στον καπιταλισμό, όσο με την απογοήτευση ή και την αντίθεση στο σοσιαλισμό και στην απόπειρα θεσμικής εφαρμογής του, με κυριότερη ασφαλώς τη δημιουργία της ΕΣΣΔ. Το γεγονός αυτό ως ένα βαθμό αντανακλάται και στα σημερινά παραδείγματα δυστοπιών, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις μεταδίδουν μια αίσθηση αδιεξόδου, προωθώντας εμμέσως πλην σαφώς τη θατσερικής επίνευσης ΤΙΝΑ με καλλιτεχνικό περίβλημα. Ακόμα και στις σπάνιες περιπτώσεις που το φινάλε δεν είναι ξεκάθαρα απαισιόδοξο ή απλώς αμφίσημο, η “σωτηρία” είναι σε ατομικό επίπεδο ή αποτέλεσμα ατομικών ενεργειών, όπως στις ταινίες και τη λογοτεχνία υπερηρώων, που διόλου τυχαία παρουσιάζει παραδοσιακά δυστοπικά χαρακτηριστικά στη δομή της. Αν οι Τζορτζ Όργουελ και Άλντους Χάξλεϊ, που θεωρούνται οι σημαντικότεροι προπάτορες του είδους, κατατάσσονται ευκολότερα στον ωμό αντισοβιετισμό, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα στην περίπτωση του Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, ο οποίος, καίτοι λιγότερο γνωστός στο ευρύ κοινό σήμερα – θεωρείται γενικά από τη λογοτεχνική κριτική ως ο πρώτος συγγραφέας της αντι – ουτοπίας. Ενθουσιώδης υποστηρικτής της επανάστασης αρχικά, στη συνέχεια αποστασιοποιήθηκε από το όραμά της και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την πένα του για πολεμική εναντίον του, προτιμώντας όμως τελικά ένα “συναινετικό” διαζύγιο με τη σοβιετική εξουσία, παρά την ανοιχτή ρήξη.
Ο Ζαμιάτιν γεννήθηκε την 1 Φλεβάρη 1884 στο Λεμπεντιάν της Ρωσίας. Ο πατέρας του ήταν ορθόδοξος ιερέας και διευθυντής σχολείου και η μητέρα του μουσικός, κάτι που σημάδεψε τα νεανικά του βιώματα, τα οποία περιέγραφε αργότερα ως εξεής: Θα δεις ένα πολύ μοναχικό παιδί, χωρίς συνομήλικους συντρόφους, μπρούμυτα πάνω από ένα βιβλίο ή κάτω από το πιάνο όπου η μητέρα του παίζει Σοπέν. Ενδεχομένως ο Ζαμιάτιν παρουσίαζε συναισθησία, ένα σπάνιο νευρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι αισθήσεις αναμειγνύονται, με αποτέλεσμα κάποιος να «ακούει» εικόνες ή να «βλέπει» ήχους. Σπούδασε ναυπηγός στην τότε Αγία Πετρούπολη, περίοδο κατά την οποία έγινε μέλος των Μπολσεβίκων. Λόγω της συμμετοχής του στην επανάσταση του 1905 συνελήφθηκε και εξορίστηκε στη Σιβηρία, απ’όπου δραπέτευσε πηγαίνοντας στη Φινλανδία – τμήμα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας – για να τελειώσει τις σπουδές του. Στη συνέχεια άρχισε να γράφει για να περνάει την ώρα του. Εξορίστηκε εκ νέου το 1911, αλλά πήρε αμνηστία το 1913, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το έργο του «Μια επαρχιακή ιστορία», που σατίριζε τη ζωή μιας μικρής ρωσικής πόλης και τον έκανε σχετικά γνωστό σε λογοτεχνικούς κύκλους.
Οι πολιτικές του περιπέτειες συνεχίστηκαν, καθώς το 1914 δικάστηκε για δυσφήμηση του τσαρικού στρατού στο διήγημά του «Στο τέλος του κόσμου». Παράλληλα συνέγραφε άρθρα για μαρξιστικά έντυπα. Εργάστηκε ως ναυπηγός στη Ρωσία και το εξωτερικό, μεταξύ άλλων στη Βρετανία, όπου επέβλεψε την κατασκευή παγοθραυστικών στα ναυπηγεία του Γουόκερ και Γουόλσεντ στο Νιουκάσλ.
«Στην Αγγλία έφτιαχνα πλοία, έβλεπα ερειπωμένα κάστρα άκουγα τον κρότο των βομβών που έριχναν τα γερμανικά ζέπελιν και έγραψα τους «Νησιώτες». Λυπάμαι που δεν είδα την επανάσταση του Φλεβάρη και γνωρίζω μόνο την Οχτωβριανή Επανάσταση (γύρισα στην Πετρούπολη ίσα –ίσα τον Οχτώβρη, ανάμεσα στα γερμανικά υποβρύχια, σε πλοία δίχως φώτα, φορώντας διαρκώς ένα σωσίβιο. Είναι σαν να μην έχεις ερωτευτεί ποτέ και να ξυπνάς ένα πρωί ήδη παντρεμένος για καμιά δεκαετία».
Δημοσίευσε σάτιρες για τη ζωή στην Αγγλία, ενώ ασχολήθηκε και με διαλέξεις περί συγγραφείς, την έκδοση περιοδικών και την επιμέλεια μεταφράσεων συγγραφέων όπως ο Τζακ Λόντον και ο H.G Wells.
Στην πάροδο των ετών ο ίδιος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο δηκτικός έναντι των μπολσεβίκων, γράφοντας το 1921 στο δοκίμιό του «Φοβάμαι» πως: «Η αληθινή λογοτεχνία μπορεί να υπάρξει μόνο όταν δημιουργείται όχι από σχολαστικούς και αξιόπιστους αξιωματούχους, αλλά από τρελούς, ερημίτες, αιρετικούς, ονειροπόλους, αντάρτες και σκεπτικιστικές». Το 1923 διοχέτευσε στη Δύση το μυθιστόρημά του «Εμείς», που θεωρείται ορόσημο για τη δημιουργία της δυστοπικής λογοτεχνίας.
Το έργο διαδραματίζεται στην «Ενιαία Πολιτεία», ένα σχηματισμό που δημιουργήθηκε μετά από 200 χρόνια πόλεμο και την «Έσχατη Επανάσταση». Αποτελείται από μια πόλη που περιβάλλεται από τείχος, ενώ τα σπίτια είναι γυάλινα. Στρατιές «Προστατών» φροντίζουν για το καλό των κατοίκων, που αντί για ονόματα έχουν αριθμούς, τρώνε χημικό φαγητό, ενώ ακόμα και οι σεξουαλικές τους επαφές είναι προκαθορισμένες. Αρχηγός του κράτος είναι ένας παντοδύναμος «Ευεργέτης». Όσοι αντιστέκονται στη «φροντίδα» εκτελούνται δημοσίως. Στη συνέχεια του βιβλίου εφευρίσκεται μια επέμβαση στον εγκέφαλο, που αφαιρεί το κέντρο φαντασίας και καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε σκέψη αντίστασης. Το βιβλίο έχει ημερολογιακή μορφή και αφηγητής είναι ο D – 503, που με την κατασκευή ενός διαστημόπλοιου έχει ως αποστολή να εξάγει τα επιτεύγματα της «Έσχατης Επανάστασης». Είναι πιστός στο καθεστώς, μέχρι που γνωρίζει την «εχθρό του κράτους» Ι – 330 και άλλους αντιφρονούντες. Στο μυθιστόρημα συχνό είναι το όνομα «Τέιλορ», ευθεία αναφορά στην επιρροή του τεϊλορισμού στην ΕΣΣΔ, η οποία φυσικά κρύβεται πίσω από την «Ενιαία Πολιτεία». Το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφόρησε στη Σοβιετική Ένωση παρά μόνο στα χρόνια της Περεστρόικα, το 1988.
Η αυξανόμενη εχθρότητά του προς το σοσιαλισμό και την κομμουνιστική ιδεολογία εκφράστηκε και σε μια σειρά διηγημάτων, σε ένα από τα οποία ο δήμαρχος μιας πόλης προσπαθεί να επιτύχει την ισότητα βάζοντας όλους τους κατοίκους και τον εαυτό του να ξυρίσουν το κεφάλι τους, να ζήσουν σε μια παράγκα και να κάνουν τους ηλίθιους για να εξισωθεί η ευφυΐα προς τα κάτω.
Ο Ζαμιάτιν παραιτήθηκε από την Ρωσική Ένωση Προλεταριακών συγγραφέων το 1929, ενώ τα έργα του έπαψαν να δημοσιεύονται και να ανεβαίνουν στο θέατρο. Το 1931 απευθύνθηκε προσωπικά στο Στάλιν για να λάβει άδεια αναχώρησης στο εξωτερικό, την οποία και έλαβε μετά από παρέμβαση του Μαξίμ Γκόρκι. Ο Ζαμιάτιν πήγε στο Παρίσι, όπου και έζησε ως το θάνατό του το 1937, χωρίς να κατορθώσει πάντως να δημιουργήσει κάτι λογοτεχνικά αξιόλογο.