«Εκεί, που ανταμώνουν η πίστη και η ανάγκη… Εκεί θα συναντηθούμε…»
Κι ο Τάκης και η γενιά του, η γενιά μας, οι γενιές των γονιών μας δεν θέλουν άλλες ήττες. Γιατί μπορεί και θέλει στο γλυκό κλάμα ενός παιδιού να βλέπει το παιδί που ήρθε να αλλάξει τον κόσμο. Οπως ξέρει ότι «ξεκομμένους, θα μας πετσοκόψουν….» Να, η ανάγκη της δύναμης των πολλών … μας λέει με πίστη.
«Στα café της Αναμονής» και «Σημειωματάριο Ανησυχίας» είναι οι δυο συλλογές με Εικαστικές Σημειώσεις του ζωγράφου Τάκη Βαρελά, που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο «Polis Art Café». Για τις Εικαστικές Σημειώσεις του Τάκη Βαρελά, μίλησαν ο εκδότης των «Εντύποις» Γιάννης Κρανιάς, η Σοφία Αδαμίδου, συγγραφέας – δημοσιογράφος, ο Ανδρέας Μαράτος, εικαστικός – συγγραφέας, ο Γιώργος Μπίμης, ποιητής – συγγραφέας και η Εύα Φάμπα, σολίστ κλασικής κιθάρας (δείτε εδώ ρεπορτάζ και φωτογραφίες από την εκδήλωση).
Ακολουθεί η ομιλία της συγγραφέως – δημοσιογράφου Σοφίας Αδαμίδου:
Σε πείσμα των κύκλων και των καιρών, ο Τάκης Βαρελάς με το Σημειωματάριο Ανησυχίας και Στα cafe της αναμονής, ταξιδεύει τις ανάγκες του, μαζεύοντας «κάθε ανήσυχη και αχορτάριαστη πέτρα» για να συμπορευτεί με όποιον αισθάνεται την ανάγκη να χτίσει τις πολιτείες του ίσου προς ίσον…
Δανειζόμενη δικές του λέξεις και σκέψεις προσπαθώ να περιγράψω την ανάγκη του καλλιτέχνη να μοιράσει προκυρήξεις αγάπης και αγώνα, να συναισθανθώ την ανάγκη του να συναντηθεί με δικές μας ανάγκες, να συνομιλήσει με τα όνειρα των πολλών, γιατί η συλλογική έκφραση -όπως ο ίδιος λέει- εμπεριέχει την ατομική έκφραση. «Και αν δεν συλλειτουργεί;» αναρωτιέται… «Τότε, αργοσβήνεις στις ατομικές σου επιθυμίες» απαντά…
Ναι ο Τάκης Βαρελάς δεν θα ήθελε με τίποτε να αργοσβήσει στις ατομικές του επιθυμίες. Γιατί σε όλη του την πορεία βαδίζει συνοδοιπορούμενος κι αυτό του δίνει δύναμη. Κι η δύναμη αυτή γίνεται φωνή και σμίγει με τις φωνές που δεν βολεύονται. Τις φωνές που γίνονται μαγνήτης και μας τραβά στο νέο, με την σιγουριά ότι ο σπόρος διανύοντας τον δρόμο του θα δικαιωθεί. Το πιστεύει αυτό ο Τάκης Βαρελάς γιατί καλά γνωρίζει ότι «Λίγος δρόμος… Λίγος χρόνος… Λίγη ζωή…», αλλά ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάξει.
Είχα την τύχη να μοιραστεί ο Τάκης μαζί μου πολλές από τις ανησυχίες του, είτε αυτές καταγράφονται στα δυο αυτά βιβλία, είτε στα εικαστικά του έργα, είτε στα καθημερινά και απλά που τον προβληματίζουν, τον κάνουν να αγανακτεί, τον κάνουν να πεισμώνει και να δημιουργεί.
Ναι στην καρδιά του φωλιάζει πάντα η ανησυχία…. Γιατί η αναμονή, η ελπίδα και η μοίρα φέρνουν την ήττα..
Κι ο Τάκης και η γενιά του, η γενιά μας, οι γενιές των γονιών μας δεν θέλουν άλλες ήττες. Γιατί μπορεί και θέλει στο γλυκό κλάμα ενός παιδιού να βλέπει το παιδί που ήρθε να αλλάξει τον κόσμο. Οπως ξέρει ότι «ξεκομμένους, θα μας πετσοκόψουν….» Να, η ανάγκη της δύναμης των πολλών … μας λέει με πίστη.
Τα δυό αυτά έργα αποτελούν μια μεγάλη ενότητα που είναι άρρηκτα δεμένη. Ο πλουραλισμός θεμάτων, ύφους και εκφραστικών μέσων που ακολουθούν τα βήματα της καθημερινότητάς του, ενθαρρύνει τον αναστοχασμό για την σχέση της τέχνης και του ανθρώπινου βίου, δημόσιου και ιδιωτικού.
Τα εικαστικά και ποιητικά έργα των δυο συλλογών – βιωματικές εμπειρίες της υποκειμενικής του πραγματικότητας- μας κερνούν καφέ και ανοίγουν διάλογο αναγκαίο και ικανό να διαλύσει τις μικρές κρυφές μοναξιές.
Μπορεί να μας έλλειψε και να νομίσαμε πως δεν θα υπάρχει το κόκκινο του πόνου και της δύναμης που αγαπήσαμε και συντροφεύει το «αδούλωτο φως του ήλιου», αγαπημένων έργων του όπως η «Διαδήλωση», «Καρνάγιο», «Μεταλλεργάτης», «Μαζί», όμως σύντομα θα συναντήσουμε τις κατακόκκινες παπαρούνες του, που σφυρίζουν το τραγούδι της Άνοιξης…
Ναι, ο Τάκης δεν μπορεί να ζήσει χωρίς κόκκινο.
Ακόμη κι αν δεν το δείχνει, το εννοεί, ακόμη κι αν δεν το βλέπουμε, το ακούμε. Με στόχο μια «ζωντανή» τέχνη, ο δημιουργός μιλά για τον «άνθρωπο του μόχθου», παρατηρεί και συμπάσχει με τον πάσχοντα άνθρωπο, τον ακολουθεί στην καθημερινότητα του, αγωνιά με την αγωνία του και συνοδοιπορεί στον αγώνα του.
Κι αν για μια στιγμή απελπίζεται με την δημιουργική μελαγχολία του καλλιτέχνη και νιώθει «Δρόμοι, σταυροί να τον κάρφωσαν» και τον ίδιο, και να μην του «αφήσανε κλαράκι να σταθεί», την ίδια στιγμή θα μας καθησυχάσει με την γνώριμη περπατησιά του για να μας πει ότι, «Την πρόσθεση την έμαθε από ανάγκη με ανθρώπους που είχανε περπάτημα κοινό.»
Γιατί οι μηχανές της ψυχής κινούνται πάντα με τη φλόγα της νοσταλγίας και του νόστου και με όχημα την πίστη και τις ιδέες που μας πάνε ένα βήμα πιό μπροστά.
Σ’ ευχαριστούμε Τάκη γιατί από
«Τη μια η μνήμη…
Την άλλη η νοσταλγία
να δυο σινιάλα να ανταμώσουμε»
Και κάτι ακόμη, όπως ομολογείς:
«Τα δικά σου φτερά πατούν στη γη
Και αφού δεν μπορείς να πετάξεις
Προχώρα, τρέξε…
σημάδι να κινήσουμε για αλλού..
Εκεί, που ανταμώνουν η πίστη και η ανάγκη…
Εκεί θα συναντηθούμε
όσοι πιστεύουμε στον άνθρωπο,
την γνώση και τη δύναμη του.»